Πως να “μαλώνω” το παιδί μου;

Ποια «τιμωρία»;
Αφοπλισμένοι οι γονείς από «βαριά» και «συμβατικά» όπλα, δυσκολεύονται απίστευτα να επιβάλουν κάποιους κανόνες πειθαρχίας, αδυνατούν να θέσουν αυτά τα όρια που όλοι οι ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητα για τα παιδιά. Κινούνται απελπισμένοι, πειραματίζονται, προσπαθούν στα τυφλά να βρουν το δρόμο τους κάνοντας συχνά λάθη.


Άλλες φορές αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις με υπερβολική ελαστικότητα και άλλες με τρομερή αυστηρότητα, προσπαθώντας να βρούμε με ποιον τρόπο θα καταφέρουμε να κάνουμε τα παιδιά να μας ακούσουν ή να σταματήσουν τις αταξίες τους…
Προσπαθώντας να βρω κάποιες πειστικές (και όχι θεωρητικές) απαντήσεις, απευθύνθηκα στην παιδοψυχολόγο Κατερίνα Κωνσταντίνου, MSc Σχολικής & Εξελικτικής Ψυχολογίας Α.Π.Θ. Πριν φτάσουμε στις «τιμωρίες» και τις ποινές, θεώρησε σωστό να βάλουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες πρέπει να κινηθούμε γονείς και παιδιά, που δεν είναι άλλες από τις βασικές αρχές πειθαρχίας.

Ας δούμε λοιπόν σχηματικά από πού πρέπει να ξεκινήσουμε:

Βασικές αρχές πειθαρχίας των παιδιών


1. Το σημαντικότερο είναι να κάνουμε το παιδί να καταλάβει πότε και γιατί θεωρούμε τη συμπεριφορά του προβληματική. Αρκετά είναι τα παιδιά που δεν συνειδητοποιούν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και δεν μπορούν να κατανοήσουν τις συνέπειες. Το πρώτο βήμα λοιπόν είναι να περιγράψουμε στο παιδί την προβληματική συμπεριφορά με σταθερό αλλά όχι έντονο τόνο. Μερικά παιδιά αντιδρούν καλύτερα σε μια χαμηλόφωνη υπενθύμιση παρά σε μια δυνατή φωνή. Πρέπει να του εξηγήσουμε τι μας ενοχλεί στη συμπεριφορά του με συγκεκριμένους όρους που το παιδί θα καταλάβει. Επίσης πρέπει να του εξηγήσουμε ποιες αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η συμπεριφορά του.
•Π.χ. θα πρέπει να πούμε: «Όταν παίζεις με τη μπάλα μέσα στο σπίτι, μπορεί να χτυπήσεις κάποιον ή να σπάσεις κάτι».
Και όχι: «Σταμάτα επιτέλους με αυτήν τη μπάλα!»

2. Πρέπει να ορίσουμε σαφώς και με απλά λόγια τα προβλήματα που προκαλούνται από τη συμπεριφορά του παιδιού και να του προτείνουμε μια λύση.
•Θα πρέπει να πούμε: «Δεν μπορείς να βρεις το παιχνίδι που ψάχνεις, επειδή δεν συμμάζεψες τα παιχνίδια σου χθες».
Και όχι: «Εάν δεν συμμαζέψεις τα ρούχα και τα παιχνίδια σου, δεν θα σου πάρω άλλα».

3. Πρέπει κι εμείς να δώσουμε το παράδειγμα με τη δική μας συμπεριφορά, προσπαθώντας να μείνουμε ήρεμοι ακόμη και στα «δύσκολα». Αντί να αντιδράσουμε άμεσα και χωρίς να το σκεφτούμε, μια καλή ιδέα είναι να πάρουμε μια-δυο βαθιές αναπνοές για να χαλαρώσουμε και στο μεταξύ να σκεφτούμε ποια είναι η καταλληλότερη αντίδραση σε αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Ήρεμα αλλά σταθερά, πρέπει να εξηγήσουμε στο παιδί τι μας ενόχλησε και με ποιον τρόπο θα θέλαμε να έχει συμπεριφερθεί ή να συμπεριφέρεται γενικότερα.
•Θα πρέπει να πούμε: «Μίλα πιο σιγά και ήρεμα όταν είμαστε μέσα στο εστιατόριο».
Και όχι: «Να συμπεριφέρεσαι όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας σου».

4. Πρέπει να επιβραβεύουμε την καλή συμπεριφορά. Συχνά, ενώ ζητάμε από το παιδί να αλλάξει συμπεριφορά και αυτό πραγματικά ακολουθεί όσα του είπαμε, θεωρώντας το ως κάτι δεδομένο δεν επιβραβεύουμε την επιθυμητή συμπεριφορά, δίνοντας το μήνυμα στο παιδί πως δεν έχει μεγάλη σημασία το να κάνει το «σωστό». Καθώς η αλλαγή μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς μπορεί να πάρει χρόνο, η επιβράβευση κάθε βήματος προς το καλύτερο μπορεί να βοηθήσει. Πρέπει συνεπώς να αναγνωρίσουμε και να επιβραβεύσουμε με συγκεκριμένο έπαινο οποιαδήποτε προσπάθεια και βήμα κάνει το παιδί προς το στόχο του.

5. Το σημαντικότερο είναι να δείξουμε σταθερότητα στη δική μας συμπεριφορά και στις αντιδράσεις μας μετά την αρνητική συμπεριφορά του παιδιού. Σταθερότητα δεν σημαίνει αυστηρότητα, ούτε σκληρότητα, ούτε τιμωρία. Η σταθερότητα έχει σχέση με τη συνεργασία μεταξύ των γονέων και με τη συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις τους. Είναι απαραίτητο οι γονείς να συμφωνούν μεταξύ τους και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Είναι επίσης σημαντικό να πραγματοποιούν αυτά που λένε, δηλαδή να μη λένε άλλα και να κάνουν άλλα, ούτε να υπόσχονται ή να απειλούν το παιδί για πράγματα που τελικά δεν πρόκειται να κάνουν ποτέ.
Αφού θέσαμε τις βάσεις, ήρθε η ώρα να περάσουμε στο «πρακτέον», αυτό που μας ενδιαφέρει όλους. Ποιες είναι οι εναλλακτικές προτάσεις «τιμωρίας» ώστε τελικά να μπορέσουμε να επιβάλουμε κάποια όρια στα παιδιά;

Εναλλακτικές μορφές τιμωρίας

Στέρηση προνομίων
Η στέρηση προνομίων θεωρείται από τους ειδικούς ως ένας αποτελεσματικός τρόπος πειθαρχίας. Για παράδειγμα, μπορούμε να απαγορεύσουμε στο παιδί να δει τηλεόραση ή να παίξει με κάποιο αγαπημένο του παιχνίδι. Μπορούμε ακόμη να του στερήσουμε κάποια άλλη μορφή διασκέδασης που του αρέσει. Πρέπει ωστόσο να μη χρησιμοποιούμε συχνά τη «στέρηση προνομίων», γιατί θα γίνει αναποτελεσματική. Ακόμη, οι όποιοι περιορισμοί και «στερήσεις προνομίων» δεν πρέπει να διαρκούν μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί το παιδί ξεχνάει ποια ήταν η αρχική αιτία αυτής της «τιμωρίας». Ακόμη πρέπει πάντοτε να γίνεται σαφές ότι αυτή η στέρηση συνδέεται άμεσα με την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Να εξηγείται δηλαδή ξεκάθαρα πως ό,τι συμβαίνει είναι συνέπεια της συμπεριφοράς του παιδιού.

Η τεχνική του «διαλείμματος» (time out)
Η τεχνική του «time out» είναι η απομάκρυνση του παιδιού από το «ακροατήριό του» ύστερα από κάποιο επεισόδιο ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα παιδιά, για να τραβήξουν την προσοχή μας, δίνουν «παραστάσεις» κακής συμπεριφοράς. Η απομάκρυνση του παιδιού σε άλλο χώρο γίνεται για να μείνει μακριά από την εστία της έντασης και να ηρεμήσει. Εκεί συζητάμε τους λόγους και τις συνέπειες αυτών που έκανε.
Π.χ. αν μια παρέα παιδιών παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι και ένα από τα παιδιά το χαλάει με φωνές και άσχημες λέξεις κάθε φορά που χάνει, μπορούμε να το απομακρύνουμε και να το αφήσουμε να συμμετέχει ξανά στο παιχνίδι μόνο όταν νιώσει ότι μπορεί να ακολουθήσει τους κανόνες και σταματήσει να παραφέρεται.
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη επιτυχία σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Το νόημα της τιμωρίας αυτής είναι να καταλάβει το παιδί πως για να συμμετέχει σε μια δραστηριότητα πρέπει να έχει την κατάλληλη συμπεριφορά, διαφορετικά η συμμετοχή του είναι αδύνατη. Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε στο παιδί ώστε να καταλάβει ότι έχει δικαίωμα επιλογής, ότι από εκείνο, δηλαδή από τη νέα συμπεριφορά του, εξαρτάται αν τελικά θα επιστρέψει στη δραστηριότητα ή όχι. Το «διάλειμμα» έχει στόχο να ηρεμήσει το παιδί αλλά και να το βοηθήσει να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεών του. Γι’ αυτό επιβάλλεται να γίνεται σε κάποιο χώρο χωρίς παιχνίδια και χωρίς ενδιαφέρον για το παιδί, για μικρό χρονικό διάστημα (περίπου 5 λεπτά).

Η «αδιαφορία»
Καμιά φορά η καλύτερη τιμωρία είναι η μη-τιμωρία! Η αδιαφορία. Η παράσταση χωρίς θεατές δεν έχει νόημα και ματαιώνεται… Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε ακόμη και να αγνοήσουμε την κακή ή ακόμη και την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών. Η «αδιαφορία» κάνει την αταξία να μην έχει νόημα όταν οι αποδέκτες είμαστε εμείς. Μερικές φορές –ιδίως σε μικρότερα παιδιά– αν αρχίσουμε το διάλογο και τις συμβουλές για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει, μπλέκουμε σε μια χωρίς νόημα συζήτηση, η οποία συχνά φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η κατάσταση χειροτερεύει αντί αν καλυτερέψει! Τα μικρά παραπτώματα μπορεί να μειωθούν αν τα αγνοήσουμε. Όταν το παιδί διαπιστώσει ότι δεν πετυχαίνει τίποτε με αυτές τις συμπεριφορές, τις εγκαταλείπει.
Με τους εναλλακτικούς τρόπους «διαχείρισης κρίσεων» ενθαρρύνεται η οριοθέτηση της σχέσης γονιού και παιδιού, ενώ παράλληλα ενισχύεται η αυτοεκτίμηση και η αυτοπειθαρχία του χωρίς να τιμωρείται σωματικά.

«Εμφύλιος» πόλεμος
Ένα πιο ειδικό θέμα αφορά στους καβγάδες ανάμεσα στα αδέλφια. Εκεί η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι του… Πιλάτου! Με λίγα λόγια, «νίπτουμε τας χείρας μας» και έχουμε τη λιγότερη δυνατή εμπλοκή. Η διαφωνίες και οι τσακωμοί ανάμεσα στα αδέλφια έχουν και τις θετικές τους πλευρές, όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Πρόκειται για μια προσπάθεια να βρουν μεταξύ τους τα όρια και την ισορροπία. Είναι ένα παιχνίδι εξουσίας και επιβολής. Τα παιδιά χάνουν και κερδίζουν πολλές φορές κάθε μέρα. Και μη νομίζετε ότι τα μικρότερα πάντα υποτάσσονται.
Όταν οι γονείς εμπλέκονται αμέσως σ’ αυτό παιχνίδι των ορίων, στερούν από τα παιδιά τη δυνατότητα να βρουν λύση μόνα τους και να θέσουν τα δικά τους όρια. Η καλύτερη λύση είναι η λιγότερη δυνατή εμπλοκή. Η παρέμβαση επιτρέπεται μόνο όταν υπάρχει πιθανότητα η κατάσταση να γίνει επικίνδυνη ή όταν δούμε ότι τα παιδιά πράγματι αδυνατούν να λύσουν τη διαφορά τους. Και τότε παρεμβαίνουμε όχι για να δώσουμε τη λύση ή το δίκαιο σε κάποιον, αλλά απλά και μόνον για να σταματήσουν.

Του Κώστα Στοφόρου
ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΟΥ, MSC ΣΧΟΛΙΚΗΣ & ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ. – georgelaios.blogspot.gr

Εαν σας άρεσε το άρθρο,πατήστε Share… και μοιραστείτε το με τους φίλους σας