5 σημάδια πως σιγά σιγά γίνομαι η μαμά μου, από την Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Έχω ΠΑΝΤΑ τα μαλλιά μου πιασμένα σε μια γλειμμένη αλογοουρά.

Το πρωί Ντέμπορα, το απόγευμα ρακούν.

Μέσα στο σπίτι, η άνεση κερδίζει οποιοδήποτε στιλιστικό στοίχημα.

Δυστυχώς μερικές φορές το κερδίζει και στις κούνιες, στο σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά.

Όταν μπαίνω στο σπίτι ρωτάω τη ρητορική ερώτηση «μπορώ να πάρω μια ανάσα;».

Και αμέσως μετά αναγκάζω κάποιο παιδί και/ή τον σύζυγο να πιάσει την πλάτη μου για να δει πόσο ιδρωμένη είμαι, ακριβώς όπως κάνει πάντα και εκείνη (προαιρετικά η κίνηση συνοδεύεται από τη φράση «παπί έγινα»).

Ακόμη κι αν πεταχτώ στο μίνι μάρκετ να πάρω κρεμμύδια, θα γυρίσω κουβαλώντας μια «εκπληξούλα».

Βγαλμένο κατευθείαν από το Εγχειρίδιο «Πώς να Μεγαλώσετε το Παιδί σας Δημιουργώντας του Περιττές Καταναλωτικές Ανάγκες».

Στο ντελίβερι της γειτονιάς ξέρουν ακριβώς τι θα παραγγείλω κάθε φορά.

Και η παραγγελία έχει σίγουρα κάποιο βαθμό παραξενιάς, όπως «τα μπιφτέκια με με γαρνιτούρα λαχανικά όχι πατάτες, και τα λαχανικά χωρίς μπαλσάμικο και μια πιτούλα κομμένη αντί για ψωμί και σε άλλο σακουλάκι, παρακαλώ»

Ρωτάω συνέχεια «θες να σου φτιάξω κάτι να φας;».

Λες και το παιδί δεν άνοιξε μόλις το ψυγείο και αυτοεξυπηρετήθηκε με καροτάκι/ φρουτάκι/ γιαουρτάκι/ τυράκι.

Βάζω με το μυαλό μου τα χειρότερα.

Θυμάμαι τη μαμά μου που, όταν αργούσαμε μισή ώρα να γυρίσουμε το βράδυ, έπαιρνε τηλέφωνο τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Και εμένα μου κόβεται το αίμα μόνο και μόνο αν βρω κλήση από τον παιδικό σταθμό – φαντάσου το παιδί να ξεπορτίσει κιόλας.

Επαναλαμβάνω συχνά τη φράση: «τι σας ζήτησα; Μισή ώρα να κοιμηθώ ζήτησα».

Λες και υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί αυτό όσο τα μωρά είναι ξύπνια.

Έχω ανανεωμένο ενδιαφέρον για κεριά, αποσμητικά χώρου, μαλακτικά, σπρέι σεντονιών και άλλα αντικείμενα που μέχρι πρότινος ίσως ν’ αγνοούσα την ύπαρξή τους.

Πάντα αναρωτιόμουν τι διάολο είναι αυτή η συλλογή της μαμάς μου από ποτ πουρί, σαπούνια και αιθέρια έλαια.

Τα σαββατοκύριακα, είμαι ο σοφέρ τους.

Υπάρχουν μαμάδες και μαμάδες: αυτές που παίζουν κουκλοθέατρο, αυτές που χορεύουν στο σαλόνι, αυτές που κάνουν χειροτεχνίες και κατασκευές. Και υπάρχουν και αυτές που κάθε σαββατοκύριακο θέλουν να επισκέπτονται νέα μέρη και να δείχνουν στα παιδιά τους όσες περισσότερες καινούργιες εικόνες γίνεται. Έτσι ήταν η μαμά μου, έτσι είμαι και εγώ. Και νομίζω πως κι εκείνες το ευχαριστιούνται – κι ας μην έχουμε φτιάξει ούτε μια σαΐτα παρέα.

Η τσάντα μου είναι η τσάντα του sport billy.

Από φορτιστές μέχρι πιπίλες και από τσιμπιδάκια μέχρι έξτρα ζευγάρια κάλτσες, λίγα πράγματα μένουν έξω.

Τα μωρομάντηλα είναι η προέκταση του χεριού μου.

Δεν θυμάμαι αν στην εποχή μου υπήρχαν μωρομάντηλα, πάντως δεν υπήρχε περίπτωση να χυθεί χυμός/ στάξει σάλτσα/ πέσει παγωτό και να μην εμφανιστεί σε νανοδευτερόλεπτα το χέρι της μαμάς μου οπλισμένο με *κάτι* για να εξαφανίσει λεκέδες και στεναχώριες.

Έχω γίνει εξπέρ στο να κινούμαι νύχτα στο σπίτι χωρίς να ανάψω κανένα φως.

Όπως ακριβώς έκανε και η μαμά μου. Σε αντίθεση με τον μπαμπά μου (και τον Νικόλα!) που για να πάει τουαλέτα έπρεπε να φωταγωγήσει όλο τον διάδρομο.

Είμαι αυτή η ανατριχιαστική φιγούρα που κάθεται πάνω από τα κεφάλι τους στο σκοτάδι και τα κοιτάζει.

Και για να το κάνω ακόμα πιο creepy, ενίοτε σκύβω και μυρίζω τα κεφάλια τους.

Όταν η Ισαβέλλα λέει «σ’ αγαπώ», της απαντώ όπως ακόμα μου απαντάει η μαμά μου:

«Πιο πολύ μου;»