6/8: Μεταμόρφωση του Σωτήρος – Το νόημα και η σημασία στην ζωή των ανθρώπων

Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες.

Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε: “Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος”. Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: “…ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα”.

Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι’ αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.

Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ’, 1-8, Μάρκ. θ’, 2-8, Λουκ. θ’, 28-36).

Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.

Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: “ίδε ο αμνός του Θεού”, τον ακολούθησαν. Και τότε “στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας” τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: “ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην” (Ιω. α’, 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός “φώς οικών απρόσιτον”, και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο “μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;”.

Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: “έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε”. Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: “Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον” (Λουκ. ε’, 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.

Τι σημαίνει μεταμόρφωση

Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη “καούν” οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.

Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, “ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος” (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.

Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.

Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. “Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον” (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.

Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι’ αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου

Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.

Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ’ εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ’ ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ’ ολοκληρία το κατ’ εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ’ εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.

Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.

Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ’ ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ’ υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ’ ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ’ υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ’ υπόσταση. Γιατί η καθ’ υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.

Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ’ ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ’ υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ’ ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι’ αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.

Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.

Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της

Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.

Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.

Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: “Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί” (Ψαλμ. πα’, 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα “θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού” (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).

Προσωπική μέθεξη της θεώσεως

Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.

Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: “Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον”. Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: “λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον”. Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: “Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον”. Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ’ εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται “εν μορφή Θεού”.

Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: “Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία” (Ματθ. ιζ’, 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.

Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.

Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.