Της Λίλης Λαμπρέλλη.-eyedoll.gr
Ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό.
Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα ‘μοιαζε μ’ όλα τα’ άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το ‘σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό.
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια.
Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
– Μπορείς να μ’ αγαπάς;
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν απαντούσαν, άλλα έλεγαν δεν είχαν χρόνο κι άλλα του απαντούσαν “δεν ξέρω τι είναι ν’ αγαπάς”.
Αυτό γινόταν κάθε σούρουπο, ώσπου μια μέρα ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
– Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.
– Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά’ να πει ν’ αγαπηθούμε; Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω!
– Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια, απάντησε ο ασβός.
Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα…
– Τώρα αγαπιόμαστε;
– Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!
– Τι ωραίο να σ’ αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;
– Όχι ακόμα. Γιατί ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να ‘χουμε κάτι ο ένας απ’ τον άλλον. Δώσ’ μου λίγο απ’ το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν.
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους, στα δικά του μάτια.
Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
– Τώρα αγαπιόμαστε;
– Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
– Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε…ωπ!
– Τώρα αγαπιόμαστε;
– Τώρα ναι, αγαπιόμαστε.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο.
Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ’ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ’ αστέρια – έγιναν ένα.
Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ’ τα σύννεφα.
Και πέρασε καιρός. Να ‘τανε χρόνια, να ‘τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:
– Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ’ το τρέξιμο. Θα ‘θελα να γυρίσω πίσω.
– Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κρατά και είναι σαν να πετάμε δίχως κούραση να μας καταπονεί τα πόδια. Δεν είναι κουραστικό.
– Για μένα είναι. Έπειτα, το ‘χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν’ επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…
Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ’ ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε.
– Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είν’ αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό!
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως -δε σας τ’ ορκίζομαι- το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
– Εεεεεεε… ωωωωωωωωωωπ… Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι απάντηση δεν πήρε, παρα μόνο σιωπή.
– Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε…με ακούει κανείς;…Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;
Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ’ αφτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή, σα να ‘βγαινε από μέσα του.
– Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
– Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.
– Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σας μετέφερε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που ‘χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε.
– Ό,τι πεις. Τι θες να θυσιάσω;
– Ξέρω κι εγώ; Το τρίχωμά σου, τις μικρές πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου…
– Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει.
– Εντάξει, παίρνω τις μικρές σου πατούσες, δεν το θέλω, μα δεν γίνεται αλλιώς. Ελπίζω να μας φτάσουν.
Κι έκαψε την πρώτη…
-Πονάς το ξέρω. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά. Το σκιουράκι μ’ ένα πόδι, κοίταζε τη γη -τόσο μικρούλα- κι όμως του φαινόταν πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι’ αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ’ άλλο.
– Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν’ αυτό το κάτι, που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν’ άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ’ αυτό.
– Σσσσσσστ! Μη μιλάς και δάγκωσε τα χείλη, κατεβαίνουμε, είπε η λιαχτίδα και συνέχισε να καίει τα μικρά ποδαράκια του σκίουρου.
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά…
Πλατς!… Και μετά τίποτα…
Όταν το σκιουράκι ύστερα από ώρα άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ’ όλο του το κορμί.
Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και το φρόντιζε με επιθέματα επάνω στις πληγές, και του ‘βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε στοργικά.
– Ο ασβός μου, σκέφτηκε, κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως, είδε έναν κάστορα, που ούτε τον είχε ματαδεί ποτέ. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ’ αστεία μουσούδα, με βλέμμα τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες μέσα του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι πλημμυρισμένο από ευγνωμοσύνη δάκρυσε.
Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή.
Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα.
– Μπορείς να μ’ αγαπάς;
Το σκιουράκι αναστέναξε.
– Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για ν’ αγαπήσω.
– Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ’ τη δικιά μου.
– Όμως ν’ αγαπηθούμε πά’να πει να τρέχουμε μαζί -κι εγώ δεν έχω πόδια.
– Να τρέχουμε έτσι άσκοπα, γιατί; Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να ‘μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε πού θα πάμε.
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ’αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοπόδαρα από αγριοτριανταφυλλιά.
Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια.
Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά …
Και θα ‘μαι εγώ εσύ κι εσύ εγώ…
Και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ…
Θα ‘μαστε εμείς…
Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα, ούτε κι εγώ.
Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε…
Ο απόηχος απ’ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων -λένε.
Πάντως, ποτέ -μα ποτέ- κανείς πια, δεν τους ξανάδε.
Αν σας άρεσε το άρθρο πατήστε…Share και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!