Αγαπητοί μου γονείς, καμιά φορά σας μισώ!

Αγαπητοί μου γονείς, καμιά φορά σας μισώ!

…και σας μισώ, γιατί με κοροϊδεύετε. Το ότι είμαι μικρός δε σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει εδώ και χρόνια. Παλιά, θυμάμαι, που κάθε μέρα το πρωί με ξυπνούσες, μαμά, και μου έλεγες να τρέξω γιατί ο μπαμπάς με περίμενε και το γάλα μου θα κρύωνε! Μισοκοιμισμένος έτρεχα κι εσύ με τον μπαμπά γελούσατε. Αλλά κι εσύ, μπαμπά, τώρα φεύγεις πιο νωρίς και δε σε βλέπω και η μαμά κάθε πρωί κοπανάει τα ντουλάπια με θυμό. Κι ας μου χαμογελάει. Είναι ψεύτικο γιατί δε γελάνε τα μάτια της. Και τα μεσημέρια, στο τραπέζι, αντί να μιλάμε και να γελάμε όπως παλιά, μιλάω μόνο εγώ για το σχολείο μου. Κι αυτό με το ζόρι. Γιατί και για το σχολείο μου τί να σας πω; Oτι κάθε πρωί σχεδόν κοιμάμαι στο θρανίο, γιατί πολλά βράδια έχω εφιάλτες ότι κάποιος με κυνηγάει; Ότι, τελευταία, μιλάω στα διαλείμματα με τη δασκάλα μου, γιατί μπορεί να έχω χτυπήσει ένα παιδάκι; Ναι μαμά, μπορεί και να το χτύπησα. Γιατί αυτό το παιδάκι με κάλεσε στο πάρτι του και έφεραν τις προσκλήσεις ο μπαμπάς και η μαμά του, που ήταν χαμογελαστοί και πιασμένοι από το χέρι και ζήλεψα, μαμά και μπαμπά, που αυτό το αγαπάνε οι γονείς του και δεν του λένε ψέματα. Γιατί εγώ δε θυμάμαι από πότε έχετε να πιαστείτε από το χέρι, ή μάλλον θυμάμαι, από τη γιορτή το καλοκαίρι στα νήπια πριν τέσσερα χρόνια και μετά ποτέ ξανά. Και τα πρωινά του Σαββάτου πηγαίναμε στην παιδική χαρά ή βόλτες κι όταν ξυπνούσα έτρεχα στον καναπέ που ήσασταν αγκαλιά. Και τώρα ξυπνάω και εσύ μαμά μου ετοιμάζεις ρούχα για να πάω στη γιαγιά και ο μπαμπάς οδηγεί αμίλητος μέχρι εκεί.

Εντάξει, μπορεί να μην είμαι πολύ καλό παιδί και σας στενοχωρώ, το ξέρω. Άμα όμως φταίω εγώ που είστε έτσι, θέλω να μου το πείτε. Κι εγώ θα παίρνω πάντα άριστα για να χαίρεστε και να με αγαπάτε. Α. Και ξέρω τώρα τι σημαίνει αυτό το «διαζύγιο» που καμιά φορά ακούω ψιθυριστά να λες στο τηλέφωνο, μαμά. Είναι όταν η μαμά σου και ο μπαμπάς σου δεν αγαπιούνται και μένουν σε άλλα σπίτια. Διαβάσαμε λίγο καιρό πριν ένα βιβλίο στο σχολείο και τότε κατάλαβα ότι όλα εκείνα που έλεγε ότι κάνουν οι γονείς του παιδιού στο βιβλίο, τα κάνετε εσείς. Γιατί, όμως, όταν σας ρωτάω, μου λέτε ψέματα; Γιατί η γιαγιά και ο παππούς είναι στενοχωρημένοι; Γιατί όταν μπαίνω στο δωμάτιο κάνετε ότι χαμογελάτε; Αφού ακούω ότι τσακώνεστε ψιθυριστά. Κι άμα θέλετε να το ξέρετε κι αυτό, ακόμη κι αν καταφέρω να κοιμηθώ ήρεμα κάποιο βράδυ, συχνά με ξυπνάει η πόρτα, άμα καμιά φορά αργείς, μπαμπά. Και ακόμη, ότι πολλές φορές το βράδυ μυστικά σηκώνομαι να δω αν είστε και οι δυο στο σπίτι. Το βλέπω ότι είσαι στον καναπέ, μπαμπά, και εσύ μαμά με κλειστή πόρτα στο δωμάτιό σας. Και τότε γιατί το πρωί κάνεις ότι βγαίνεις από το δωμάτιο, μπαμπά; Καθόλου δε με νοιάζει, όμως, τί γίνεται στο σπίτι. Θέλω να φεύγω να πηγαίνω στο σχολείο μου στους φίλους μου.

Kάποια μέρα το σπίτι μου θα είναι και πάλι καθαρό…

Ναι, αλλά κι ο φίλος μου δε με νοιάζει, γιατί μου λέει για το αδερφάκι του το μικρό και ζηλεύω. Εγώ δεν έχω κανέναν να παίζω, γιατί όλο είστε μουτρωμένοι και έχουμε σταματήσει και τα επιτραπέζια. Κι ούτε κουβέντα ξανά για αδερφάκι που είχατε υποσχεθεί. Κι άλλο ψέμα μου είπατε. Όμως κι αυτό δε με νοιάζει, γιατί παίζω όσες ώρες θέλω στον υπολογιστή τα απογεύματα, τον έχω όλο δικό μου και μου αρέσει να σκοτώνω όλους τους κακούς εκεί στα παιχνίδια μου. Γιατί όλοι οι μεγάλοι είναι κακοί και λένε ψέματα. Και δεν απαντάνε σε ό,τι τους ρωτάς, ή απαντάνε με ψέματα. Και σου γυρνάω και την πλάτη, μαμά, κι ας κλαις όσο θες. Σε έχω δει τόσες φορές να σκουπίζεις τα μάτια σου, όταν νομίζεις πως δε σε βλέπει κανένας, που θυμώνω. Και με σένα και με τον μπαμπά. Ναι, αλλά γιατί να συμβαίνει αυτό σε μας; Αφού με αγαπούσατε. Τώρα γιατί δε σας νοιάζει άμα στενοχωριέμαι; Κι αυτό που μισώ πιο πολύ είναι ότι δεν ξέρω τι λάθος έκανα. Εσείς δε λέγατε ότι δεν έχει σημασία το λάθος και απλά το διορθώνεις; Το σκέφτομαι πολλές φορές. Και καμιά φορά, όταν προσεύχομαι, υπόσχομαι ότι θα είμαι το καλύτερο παιδί, φτάνει να ξαναγίνουμε όπως παλιά. Δε γινόμαστε όμως.

Κι εγώ δε θα σας ξαναρωτήσω τίποτα για όλα αυτά που συμβαίνουν. Θα φύγω, όμως, μια μέρα και θα κλαίτε και θα στενοχωριέστε. Θα είμαι μόνος μου και δε θα με νοιάζει πού θα κοιμάται ο μπαμπάς, με ποιον τηλεφωνιέται η μαμά και γιατί κάνετε λες κι είστε εχθροί. Και δε θα σας μιλάω τότε. Ήδη δε σας μιλάω. Σας μισώ καμιά φορά. Έχω θυμώσει για όλα τα ψέματα. Για όλες τις φορές που σας ρωτάω αν αγαπιέστε κι άμα θα χωρίσετε και μου απαντάτε ότι δεν ξέρω τι λέω. Έχω θυμώσει που δε με αγαπάτε πια. Αλλά δε με νοιάζει καθόλου. Το ξέρω ότι είμαι πολύ κακό παιδί, αλλά δε με νοιάζει κα- θό- λου…

Πηγή: animartists.com

Διαβάστε ακόμη:

H συγκλονιστική εξομολόγηση μιας μαμάς για τον άρρωστο γιο της

Aυτός ο μπαμπάς έμεινε 3 εβδομάδες στο νοσοκομείο και φωτογράφιζε το πρόωρο μωρό του…