Η αγοραφοβία είναι ένας τύπος αγχώδους διαταραχής που περιλαμβάνει φόβο και έντονο άγχος του ατόμου να βρίσκεται σε μέρη ή καταστάσεις απ’ όπου πιστεύει ότι είναι δύσκολο να φύγει ή είναι δύσκολο να λάβει βοήθεια στην περίπτωση που εκδηλώσει κρίση πανικού.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, το άτομο να αποφεύγει οποιαδήποτε δημόσια μέρη, μέρη όπου μαζεύεται κόσμος αλλά γενικότερα να αποφεύγει μέρη όπου σκέφτεται ότι μπορεί να του συμβεί κάτι τέτοιο.
Το άτομο δυσκολεύεται σημαντικά να αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού του. Όταν βγαίνει το κάνει με μεγάλη δυσκολία ή συνοδεύεται από ένα μέλος της οικογένειας του ή ένα φίλο του. Στις ακραίες εκδηλώσεις της διαταραχής, οι φόβοι μπορεί να βιώνονται τόσο έντονα ώστε το άτομο ουσιαστικά να είναι παγιδευμένο στο σπίτι του και να μην βγαίνει καθόλου.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η αγοραφοβία σχετίζεται με τον πανικό. Τα συμπτώματα της αγοραφοβίας είναι ταχυπαλμίες, δύσπνοια και κρύος ιδρώτας. Το αγοραφοβικό άτομο νιώθει επίσης τρέμουλο, έχει ζαλάδες, πόνο στο στήθος και μπορεί να αισθάνεται τον κόσμο γύρω του απόμακρα, σαν να βλέπει ταινία. Συνήθως, τα συμπτώματα εξαφανίζονται μόλις το άτομο απομακρυνθεί από το μέρος που του προκάλεσε την κρίση. Ωστόσο, τα άτομα που παθαίνουν κρίσεις πανικού συνδέουν την εμφάνιση της κρίσης με το χώρο που εκδήλωσαν τα συμπτώματα με αποτέλεσμα να αποφεύγουν εκείνο το μέρος όπως και άλλα με κοινά σημεία. Καθώς φοβούνται ότι θα ξαναζήσουν την κρίση.
Παρότι, όπως αναφέρεται και παραπάνω, ο πανικός και η αγοραφοβία μπορεί να οδηγήσουν τους πάσχοντες σε μεγάλου βαθμού περιορισμό της καθημερινής τους ζωής, ωστόσο σήμερα με τις υπάρχουσες θεραπείες η πρόγνωση θεωρείται πολύ καλή.
Η ψυχοθεραπεία έχει αποδειχθεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, σημαντικά βοηθητική για τα άτομα που βιώνουν αγχώδεις διαταραχές. Η θεραπεία βοηθά τον θεραπευόμενο να αντιμετωπίσει τα σωματικά συμπτώματα, να τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις και τη συμπεριφορά αποφυγής που διαιωνίζουν τον φόβο. Ο θεραπευτής βοηθά τον θεραπευόμενο να εντοπίσει τις αρνητικές αυτόματες σκέψεις, να ελέγχει την αντικειμενικότητα τους και να τις αντικαταστήσει με πιο ρεαλιστικές.
Ενώ, η φαρμακευτική αγωγή ενδείκνυται μόνο όταν ο πάσχων παρουσιάζει έντονη αποδιοργάνωση στην λειτουργικότητα του εξαιτίας της έντασης των σωματικών συμπτωμάτων. Να διευκρινιστεί ότι η φαρμακευτική θεραπεία δεν κρίνεται απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις.
Συγγραφή άρθρου:
Βερβέρη Μαρία – Ψυχολόγος – Ψυχολογία Παιδιών & Εφήβων (MSc).
ΠΗΓΗ: e-psychology.gr