Ακόμη ένα όφελος του θηλασμού: Πόσο μειώνει τον πόνο της καισαρικής
Οι γυναίκες που γεννούν με καισαρική τομή έχουν ένα πρόσθετο λόγο να θηλάζουν τα μωρά τους, καθώς ο θηλασμός τις βοηθά να διαχειρίζονται καλύτερα τον πόνο.
Ισπανική μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο Euroanaesthesia στη Γενεύη της Ελβετίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θηλασμός μετά από καισαρική τομή μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση του πόνου.
Επιστήμονες του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Nuestra Señora de Valme στη Σεβίλλη, με επικεφαλής την Δρ Κάρμεν Αλίσια Βάργκας Μπερεντζενο, μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν 185 μητέρες που είχαν υποβληθεί σε καισαρική τομή το διάστημα Ιανουαρίου 2015 – Δεκεμβρίου 2016.
Οι μητέρες είχαν ερωτηθεί για τον θηλασμό και το επίπεδο του χρόνιου πόνου στο σημείο της τομής τις πρώτες 24 και 72 ώρες μετά την καισαρική τομή και ξανά μετά από τέσσερις μήνες. Οι ερευνητές μελέτησαν την επίδραση και άλλων μεταβλητών, περιλαμβανομένης της χειρουργικής τεχνικής, του πόνου στις 24 και 72 ώρες, του μορφωτικού επιπέδου της μητέρας, της εργασιακής απασχόλησης και του άγχους κατά τον θηλασμό.
Το 87% των μητέρων είχαν θηλάσει τα παιδιά τους και το 58% είχε αναφέρει ότι θήλασε δύο ή και περισσότερους μήνες. Το 23% των μητέρες που είχαν θηλάσει δύο ή λιγότερους μήνες εξακολουθούσαν να βιώνουν πόνο στο χειρουργικό σημείο τέσσερις μήνες μετά, συγκριτικά με το 8% αυτών που είχαν θηλάσει τα παιδιά δύο ή και περισσότερους μήνες.
Οι διαφορές αυτές ήταν αξιοσημείωτες ακόμα και όταν συνυπολογίστηκε η ηλικία της μητέρας.
Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι οι μητέρες με πανεπιστημιακή μόρφωση ήταν λιγότερο πιθανό να βιώσουν εμμένοντα πόνο συγκριτικά με τις λιγότερο μορφωμένες. Οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι το 54% των μητέρων που είχαν θηλάσει είχαν αναφέρει επίσης ότι έπασχαν από άγχος.
«Τα προκαταρκτικά αυτά στοιχεία δείχνουν ότι ο θηλασμός για πάνω από δύο μήνες προστατεύει από τον χρόνιο πόνο μετά από καισαρική τομή. Η μελέτη λοιπόν δίνει ένα ακόμα καλό λόγο στις γυναίκες να θηλάσουν τα παιδιά τους», υπογράμμισε η Δρ Βαργκας Μπερεντζενο.
Πηγή:onmed.gr