Αποκριά: απ’ την παράδοση και τη λογοτεχνία μας

Αποκριά στην εκκλησιαστική ορολογία σημαίνει την τελευταία, πριν από την περίοδο της νηστείας, ημέρα της κρεατοφαγίας.
O  λαός χρησιμοποιεί την ονομασία Αποκριά, για να αναφερθεί στο διάστημα των τριών τελευταίων, πριν από την Καθαρά Δευτέρα, εβδομάδων, που αποτελεί και μέρος του Τριωδίου, επειδή την πρώτη Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου εγκαινιάζεται η χρήση του εκκλησιαστικού βιβλίου Τριώδιον.
Κατά τη λαϊκή παράδοση η αρχή του Τριωδίου παλαιότερα αναγγελλόταν, είτε με πυροβολισμούς, είτε με δημόσιο κήρυκα, είτε με τυμπανοκρουσίες.
Χαρακτηριστικές είναι οι εκδηλώσεις στην Υδρα, όπου η αποκριά μπαίνει με τα ταμπούρλα που αρχίζουν να χτυπούν από την ημέρα της εορτής του Αγίου Αντωνίου.
Στη Γορτυνία, πάλι, ο διαλαλητής φωνάζει ότι πλησιάζουν Απόκριες κι «όποιος δεν έχει θρεφτάρι να αγοράσει». Γιατί Αποκριά σημαίνει φαγοπότι, κέφι, γλέντι ξεφάντωμα.
Το Τριώδιο γίνεται επίσημα αισθητό την Πέμπτη την Κρεάτινη, τη λεγομένη Τσικνοπέφτη. Είναι η μέρα που ο καθένας και ο πιο φτωχός θα τσικνίσει τη γωνιά του, κάτι θα ψήσει στη φωτιά και η τσίκνα από το ψημένο κρέας θα μοσχοβολήσει τον αέρα. Την Τσικνοπέφτη αλλά και το Σάββατο, καθώς και την Κυριακή, την Κρεάτινη, οι συγγενείς συνηθίζεται να τρώγουν όλοι μαζί.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας είχε επικρατήσει το έθιμο οι μάστοροι και οι καλφάδες να διασκεδάζουν μαζί και οι πρώτοι να κάνουν το τραπέζι στους δεύτερους. Αμα φάγουν και πιουν γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν.
Η λέξη Καρναβάλι προέρχεται από λατινικό carne-vale, που σημαίνει κρέας έχε γεια. Οι ρίζες της γιορτής, του Καρναβαλιού λέγεται ότι βρίσκονται στην αρχαία Διονυσιακή λατρεία. Οι μεταμφιέσεις, οι μάσκες, οι αθυροστομίες, ο ενθουσιασμός, το πρόσκαιρο γκρέμισμα των τύπων και των διακρίσεων, αναβιώνουν το ξέφρενο παραλήρημα των τραγοντυμένων σατύρων, των σειληνών και των μαινάδων.
Οι Ρωμαίοι υιοθετούν παρόμοιες εκδηλώσεις στη θρησκευτική γιορτή Saturnalia, προς τιμήν του Κρόνου, προστάτη της Σποράς.
Παρόμοιες εκδηλώσεις εμφανίζονται και στο Βυζάντιο, όπου παρά τις απαγορεύσεις της Εκκλησίας το έθιμο καλά κρατεί. Από τον 13ο αιώνα όμως παρατηρήθηκε μια ορμητική επιστροφή στις παλιές διονυσιακές λατρείες και οργιαστικές εκδηλώσεις, που οφείλεται στην κλειστή οικονομία των χρόνων εκείνων.
Το καθαρά ελληνικό καρναβάλι αρχίζει με τις πρώτες αποκριάτικες εκδηλώσεις που διοργάνωσε στην Αίγινα το 1826 ο Άγγλος Φιλέλληνας Τζορτζ Φίνλεϊ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1829 οργανώνεται ο πρώτος χορός μεταμφιεσμένων στην Πάτρα. Ενώ την ίδια χρονιά αποκριάτικο χορό διοργανώνει στο Ναύπλιο και ο κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας.
Στην Αθήνα, στη συνέχεια, το Καρναβάλι παίρνει πάνδημο χαρακτήρα. Μερικά από τα αποκριάτικα καμώματα που διασκέδαζαν τους Αθηναίους ήταν το γαϊτανάκι, όπου παρέες μασκαρεμένων έπλεκαν πολύχρωμες κορδέλες σ’ ένα πανύψηλο στύλο με τη συνοδεία σαντουριών και νταουλιών.
Αλησμόνητη επίσης θα μείνει η στολισμένη ψεύτικη γκαμήλα, που γυρόφερνε τους Αθηναϊκούς δρόμους, χάρτινο χοντροκομμένο ομοίωμα ζώου, που στηρίζεται εσωτερικά από δύο ή περισσότερα άτομα.
Χαρακτηριστικός, εντυπωσιακός αποκριάτικος τύπος της Πλάκας, ο ξυλοπόδαρος, που στηριζόταν σε καδρόνια δύο ή τριών μέτρων και σκόρπιζε με τις φιγούρες του θαυμασμό, αλλά και τρόμο στους μικρούς εραστές της γιορτής.
Το αλογάκι επίσης είχε ξεχωριστή παρουσία· δεν ήταν παρά ομοίωμα αλόγου που χόρευε ο φουστανελοφόρος, που ήταν τάχα καβάλα σ’ αυτό. Δημοφιλής ακόμη παρουσία ήταν ο φασουλής, οι μαριονέτες που χρωμάτιζαν με μοναδική ομορφιά τη γιορτή.
Το 1904 κάνει την εμφάνισή του, για πρώτη φορά, το Καρναβάλι της Πάτρας που στη συνέχεια θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο καρναβαλικό θεσμό της πατρίδας μας, με διεθνή απήχηση.
Στα μπουρμπούλια της Πάτρας έξω από το Δημαρχιακό Μέγαρο, θα πρωταγωνιστούν τα Ντόμινο, οι Αρλεκίνοι και Πιερότοι, οι Μαζορέτες, τα τραπουλόχαρτα.
Σ’ αυτά δε θα λείπει, όπως και όπου αλλού το καρναβάλι έχει γίνει θεσμός, η κοινωνική σάτιρα με χαρακτηριστικές φιγούρες, όπως του γέρου μεθύστακα, του εξηνταβελόνη, του γεροντοπαλίκαρου κλπ.
Οι μεταμφιέσεις ακόμη προσώπων παρμένων από τη Λογοτεχνία, την Ιστορία, αλλά και ηρώων κόμικς, είναι πολύ συνηθισμένες.
Ο Οθέλος, ο Δον Κιχώτης, ο Δράκουλας, ο Ταρζάν, ο Ζορό, ακόμη και ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, πρόσωπα της πολιτικής και ό,τι άλλο μπορεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα, δίνουν βροντερό το παρόν τους.
Οι μασκαράδες, ή αλλιώς κατά τη λαϊκή ρήση κουκούγεροι, ξεκινούσαν συνήθως τον απογευματινό τους περίπατο από ένα κεντρικό σημείο της πόλεως ή του χωριού τις δύο πρώτες Κυριακές του Τριωδίου για να επισκεφθούν σπίτια φίλων, συγγενών, δημοσίων προσώπων.
Κι όλα αυτά, προετοιμασία του μεγάλου ξεφαντώματος της τελευταίας Κυριακής, Τυρινής ή μακαρονού που ήταν η αποκορύφωση με την παρέλαση του Καρνάβαλου και στη συνέχεια το κάψιμό του στο κεντρικότερο σημείο σε μια ατμόσφαιρα λαϊκού πανηγυριού.
Η Αποκριά στις αρχές του αιώνα μας, είχε το παλιό καλό χρώμα, δεν ήταν ξεθωριασμένη, δεν είχε ακόμη εμπορευματοποιηθεί και φολκλοροποιηθεί. Είχε αυθορμητισμό, χειμαρρώδη έκφραση στον τομέα της πολιτικής και κοινωνικής σάτιρας.
Αυτές τις αυθεντικές εικόνες, που μας επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα, μπορούμε να τις γνωρίσουμε, αν στραφούμε στο τι έγραψαν για την εποχή εκείνη Έλληνες λογοτέχνες και πώς περιέγραψαν το έθιμο.
Ο Κων/νος Χρηστομάνος  στο έργο του “Κερένια κούκλα”, παρουσιάζει σκηνές από την ξέφρενη Αποκριά στην Αθήνα στις αρχές του αιώνα μας.
«Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο! Τι οχλοβοή! Τι συμφερτός! Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν το λαντό αργά, τόνα πίσω από το άλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλες κρεμασμένες πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια, Μπουκετάκια, Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί.
Και σφυρίγματα και τρόμπες και χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρίδα και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη…»
Την ίδια εποχή γιορταζόταν οι Αποκριές στη μεγάλη ελληνική πόλη στη Σμύρνη με ένα απίθανο τρόπο, όπως μας παραδίδει ο Κοσμάς Πολίτης στο έργο του, “Στου Χατζηφράγκου”.
«Τα κοριτσάκια του μαχαλά ντυθήκανε κουδουνάτοι μ’ ό,τι παλιατσαρίες βρεθήκανε μες στα φορτσέρια. Τα αγόρια, με μια μουτσούνα μακρομύτα το σκάζανε σ’ άλλους μαχαλάδες για να ‘χουνε το πιο ελεύθερο. Βγήκανε βόλτα οι αραμπάδες με το τουμπελέκι, εριμιόλα εϊβάλα, το γαϊτανάκι, ο ξυλοπόδαρος κι όλα τα συνηθισμένα της Αποκριάς -το βραδάκι, εδώ κει εκεί, μια κιθάρα ή ένα μαντολίνο. Τη νύχτα πληθαίνανε οι πατινάδες κι είτανε όμορφα να σε ξυπνάει χαράματα, ένα αργοπορημένο από τον έρωτα και μερακλίδικο βιολί…»
Αλλά την ίδια εποχή και στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, τα Χανιά, οι αποκριάτικες εκδηλώσεις δεν υστερούσαν, όπως μας περιγράφει ο Μίνως Νικολακάκης στο βιβλίο του “Τα Παλά Χανιά”:
«Εκείνη την εποχή δεν παρουσιαζόταν στους καλντιρημένιους δρόμους των Χανίων μονάχα η καμήλα, αλλά και το γαϊτανάκι που αριστοτεχνικά το τύλιγαν και το ξετύλιγαν πάνω σε ένα μακρότοξο κοντάρι καλλίσωμοι νέοι. Έκανε το θέαμα εξαιρετική εντύπωση.
Αλλά και το κομιτάτο που ερχόταν στον Τοπ Χανά από το αρχοντοχώρι το Γαλατά, είχε μείνει σε μας αλησμόνητο. Αστεία όχι χοντροκομμένα, αλλά πολύ λεπτά και κέφι αδιάπτωτο, ήταν τα διακριτικά γνωρίσματα των αποτελούντων το περίφημο κομιτάτο του Γαλατά.
Στους δρόμους της παλιάς πόλης και του Καστελλιού, περιερχόταν όλα τα αποκριάτικα βράδια μέχρι πρωίας καλλίφωνες παρέες μασκαρεμένες και μη, τραγουδώντας αριστοτεχνικά καντάδες της εποχής.
Αλλά και οι οικογενειακές βεγγέρες όλα τα βράδια της τελευταίας αποκριάτικης εβδομάδας έδιναν και έπαιρναν. Δίχως όμως το άθλιο χαρτί.
Μονάχα φαγοπότι, χορό και κάτι χωρίς χρήματα τυχερά, γλέντι γλέντι με δυο λόγια και άγιος ο Θεός. Την τελευταία Κυριακή μάλιστα ένας Όμιλος που τον αποτελούσαν επίλεκτα μέλη της κοινωνίας μας, έβαζε ψηλό καπέλο και φράκο παριστάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το υπουργικό συμβούλιο και κατερχόταν σε φιλικά σπίτια. Ο κόσμος των παλιών Χανιών διασκέδαζε με αδιάπτωτο κέφι ολονυχτίς στα τότε ακμάζοντα καφέ – σαντάν, που ήταν εξαιτίας των ευρωπαϊκών στρατευμάτων κατοχής, αρκετά.
Μεταξύ αυτών, ένα ήταν στην προκυμαία υπό την διεύθυνση της Μαντάμ Ορτάνς.
Η αίθουσα του Χρυσόστομου συνηθίζετο την τελευταία Κυριακή των Απόκρεων να γεμίζει με μασκαράδες και νάναι ονομαστός ο αποκριάτικος χορός της.
Πολλοί συμπατριώτες μας διασκέδαζαν και ξεφάντωναν μέχρι πρωίας μασκαρεμένοι.
Κολομπίνες, πιερότοι, χορεύουν και τραγουδούν. Ένας αρλεκίνος στην είσοδο καλωσορίζει κάθε νεόφερτη παρέα.
Η αποκριάτικη ατμόσφαιρα δονούσε τα Χανιά από την μια άκρη στην άλλη άκρη».
Χαρά γιορτής, ανθρώπινη χαρά, σκορπούσε το αποκριάτικο γλέντι στις αρχές του αιώνα μας, αλλά και σάτιρα για τα κακώς κείμενα που δεν ήταν λίγα και τότε.
Και είναι χαρακτηριστικό το στιχούργημα του Σουρή και πολύ αντιπροσωπευτικό στην εφημερίδα “Ρωμηός”:
Γλεντάς λοιπόν Αποκριά/ μασκαρεμένη χώρα/ που ένα χρόνο έμαθες/ στα φανερά να κλέβεις/ να γίνεσαι ρεντίκολο/ κάθε στιγμή και ώρα/ που όλα τα μασκάρεψες/ κι όλα τα μασκαρεύεις.
*καθηγητής – συγγραφέας

Πηγή: haniotika-nea.gr