Χοντρή; Χοντρή είσαι και… φαίνεσαι !

Τις παρακολουθώ εδώ και ώρα. Η κόρη ‒θα ’ναι δεν θα ’ναι πέντε χρονών‒ να παρακαλάει τη μάνα για «ένα μόνο κρουασάν και θα σου ζητήσω ξανά το άλλο καλοκαίρι».
Η μάνα ανένδοτη, η κόρη «σιροπιασμένη»: «Σε παρακαλώ, μανουλίτσα μου, ένα μόνο κρουασάν με σοκολάτα και τίποτε άλλο». Οι παρακλήσεις της μικρής, επαναλαμβανόμενη δέηση ενός γλυκού «αμαρτήματος»• η αντίδραση της μάνας, ακαριαία μαχαιριά ενός μεγάλου «εγκλήματος»:

«Όχι, Σοφία! Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πάρω κρουασάν γιατί… θα γίνεις χοντρή! Μη σου πω ότι ήδη είσαι χοντρή!»

Η Σοφία δακρύζει. Δεν κλαίει γοερά, ούτε διαμαρτύρεται. Ούτε στριγκλίζει, ούτε φωνάζει. Η Σοφία δακρύζει. Τα ξέρω αυτά τα δάκρυα σε μάτια παιδικά. Μοιάζουν με ήσυχες, ατάραχες, λιμνούλες που κυλάνε σιγά-σιγά σε τοσοδούλικες ψυχές μέχρι να γίνουν καταρράκτες και να πνίξουν μέσα τους κάθε ενήλικη προσβολή. Τα ξέρω αυτά τα δάκρυα σε μάτια παιδικά. Δεν είναι δάκρυα οργής, ούτε θυμού, παρά μόνο στάλες ντροπής αποκρυσταλλωμένες σε παιδικές αναμνήσεις. Τα ξέρω αυτά τα δάκρυα σε μάτια παιδικά.

Είχα κι εγώ μια φίλη που όταν ήταν μικρή ο πατέρας της την απειλούσε πως η γλυκιά γεύση της καραμέλας θα της προσδώσει την πίκρα του πάχους. Και πως αν τρώει πολύ θα γίνει χοντρή. Και άσχημη. Και παραμορφωμένη. Και πως τα παιδιά θα την κοροϊδεύουν. Και πως τα κορίτσια δεν θα την κάνουν παρέα. Και πως τα αγόρια δεν θα την αγαπούν. Και πως τα όμορφα φουστάνια θα κάνουν σε όλες τις άλλες εκτός από εκείνη.

Κι όσο εκείνος την απειλούσε μοστράροντας στα παιδικά της μάτια την περιφέρειά της – «πρωταγωνίστρια» σε πίνακα του Ρούμπενς, τόσο εκείνη καταβρόχθιζε οτιδήποτε μπορούσε να τη μεταμορφώσει σε χοντρή! Όχι γιατί πεινούσε, αλλά επειδή πονούσε. Όχι γιατί λιμπιζόταν, αλλά επειδή υπέφερε. Από τις φοβέρες, τις απειλές και το τέρας του πάχους με το οποίο απαράληπτα, σχεδόν εμμονικά τη φοβέριζε ο ίδιος της ο γονιός.

Κάπως έτσι, οδηγημένη από το αντιδραστικό ασυνείδητο που όλοι κρύβουμε μέσα μας, η Χριστιάννα, έγινε η «γεματούλα» της παρέας. Μια χαρούμενη, πανέξυπνη, πλακατζού και ακομπλεξάριστη γεματούλα, που είχε και φίλες να την αγαπούν, και αγόρια να τη γουστάρουν, και φουστάνια να τη χωρούν, και όνειρα να την περιμένουν. Ήταν ένα βράδυ, σ’ ένα από εκείνα τα ατελείωτα πάρτι της εφηβείας μας με τη γρεναδίνη-πορτοκάλι και τα κόκκινα φωτορυθμικά, όταν ο πατέρας της γεματούλας Χριστιάννας μπούκαρε στο μεγάλο σαλόνι με όλο το απύθμενο κόμπλεξ του και με στεντόρεια φωνή έκανε θρύψαλα την αυτοπεποίθηση της παιδικής μου φίλης: «Γεια σας, παιδιά! Ήρθα να πάρω… τη βαρέλω μου!».

Από εκείνη τη βραδιά, από εκείνη κιόλας τη στιγμή, η «βαρέλω» άρχισε να κατρακυλά σ’ έναν αγώνα απώλειας βάρους που είχε τα πάντα εκτός από πάτο. Η Χριστιάννα σταμάτησε να τρώει, έπαψε να λιμπίζεται, αρνήθηκε να πεινάει, κηρύσσοντας στον εαυτό της μία ανελέητη απεργία πείνας που είχε έναν και μοναδικό στόχο: να ξεράσει από τα σωθικά της όλη την καταπίεση του τέλειου κορμιού που ο πατέρας της ήθελε να «πλάσει» για εκείνη χωρίς εκείνη. Ό,τι «έβαζε» το «έβγαζε», ό,τι μύριζε την αναγούλιαζε, ό,τι απολάμβανε χθες, σήμερα το μισούσε. Ακολούθησε η νοσηλεία της, νοσηλεία ενός σκελετού που μαχόταν να κρατηθεί στη ζωή και άπειρες ώρες ψυχανάλυσης προκειμένου να ξεριζώσει το χοντρό φάντασμα που πλανιόταν μέσα της από τότε που ήταν ακόμη παιδί.

Λίγα χρόνια αργότερα η Χριστιάννα επανήλθε. Και έζησε. Και ερωτεύτηκε. Και έκανε παιδιά. Και μας καλούσε σε μαγικές βραδιές οινοποσίας και μοναδικών εδεσμάτων που ετοίμαζε ξανά με όρεξη: «Ξέρεις, φιλενάδα…» μου είχε πει ένα βράδυ ανάμεσα σε τσιμπολογήματα και δυο ποτήρια κρασί: «Ακόμη κι αν σήμερα είμαι καλά, δεν θα ξεπεράσω ποτέ το κακό που μου έκανε ο ίδιος μου ο πατέρας και η εμμονή του να είμαι αδύνατη. Αν ήθελε να με αποτρέψει ας μου έλεγε ότι τα γλυκά θα κάνουν κακό στα δόντια μου. Ή ότι τα λαχανικά θα με κάνουν όμορφη σαν πριγκίπισσα. Ή πως με τα πολλά παγωτά θα με πονέσει η κοιλιά μου. Όχι όμως πως θα γίνω χοντρή.

Αυτόν τον τρόμο του πάχους δεν πρόκειται να τον ξεπεράσω ποτέ. Το πιστεύεις πως όταν τρώω δυο μπουκιές παραπάνω κοιτάζω αυτομάτως το μπούτι μου για να δω μήπως… πάχυνε; Το πιστεύεις ότι εγώ, η νούμερο ένα γλυκατζού των Αθηνών, δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου γλυκό; Το πιστεύεις πως όταν κάνω μία ατασθαλία αισθάνομαι σαν μικρό παιδί που αξίζει τη χειρότερη τιμωρία;».
Το πιστεύω, φιλενάδα μου. Γιατί το κακό που μπορεί να κάνει σε μια παιδική ψυχή η ενήλικη βλακεία είναι απύθμενο…
Κοιτάζω ξανά γύρω μου. Η μικρή Σοφία κάθεται ακόμη παραδίπλα με τη μαμά της, τη μαμά που απείλησε το δικαίωμά της στην παιδική λιχουδιά με την ποινή του πάχους. Ασυναίσθητα, σχεδόν σπασμωδικά, σηκώνομαι από τη θέση μου και, περνώντας από δίπλα της, της ψελλίζω: «Χοντρή είσαι και φαίνεσαι!» Δεν δίνω μία αν με άκουσε. Ούτε αν με κατάλαβε. Ούτε αν στα μάτια της φάνηκα αγενής, αναιδέστατη, ακόμη και κατίνα.

Την ατάκα αυτήν της τη χρώσταγα, όπως τη χρωστάω σε όλους τους βοϊδοκέφαλους γονείς που απειλούν τα παιδιά τους ότι θα γίνουν χοντρά…

Πηγή : www.talcmag.gr