Κάθε παιδί αναπτύσσεται με τους δικούς του ρυθμούς, για αυτό δεν είναι εύκολο να σας πει κανείς γιατρός με ακρίβεια πότε το δικό σας παιδί θα τελειοποιήσει μια δεξιότητα.
Μπορεί όμως να σας πει σε ποιες ηλικίες-κλειδιά ή εξελικτικούς σταθμούς της ανάπτυξης, το παιδί πρέπει να έχει καταφέρει να διακρίνεται σε μία από τις κινητικές, λεκτικές, νοητικές κα δεξιότητες οι οποίες απαρτίζουν από κοινού την ανάπτυξη του.
Αυτό που εσείς πρέπει να κάνετε είναι να παρακολουθείτε το παιδί και να ενημερώνετε τον γιατρό σας εάν παρατηρείτε μεγάλες αποκλίσεις από τους γενικούς ρυθμούς ανάπτυξης των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση όμως επικοινωνείτε αμέσως με τον γιατρό στις εξής περιπτώσεις:
Όταν το μωράκι σας κατά το πρώτο τρίμηνο της ζωής του δεν σας χαμογελά ή δεν σας κοιτάζει στα μάτια όταν του μιλάτε
Όλα τα νεογέννητα από την δεύτερη κιόλας εβδομάδα της ζωής τους αρχίζουν να χαμογελάνε, πιθανόν να παρατηρήσετε και το δικό σας να σκάει … χαμογελάκια. ιδίως στον ύπνο του. πρόκειται για το λεγόμενο ανακλαστικό χαμόγελο. Από τον πρώτο μήνα και μετά όμως το μωρό πρέπει να αρχίζει να χαμογελά συνειδητά, να ανταποκρίνεται δηλαδή με τον τρόπο αυτό στους ήχους και τις εικόνες που «στέλνουν» τα οικεία του πρόσωπα. Ειδικά η φωνή και 10 βλέμμα της μητέρας πρέπει να «ενεργοποιούν» το μωρό. το οποίο δεν έχει άλλο τρόπο να εκδηλώνει τα συναισθήματά του αυτήν την περίοδο από το χαμόγελο και το «γουργούρισμα». Αλλά και η οπτική «επικοινωνία» του μωρού με τη μητέρα ή άλλο κοντινό πρόσωπο, όπως ο μπαμπάς, η γιαγιά κοκ. πρέπει να εκδηλώνεται με την πρώτη ευκαιρία. Σε κάθε περίπτωση που η αντίδραση του μωρού σας δεν είναι η αναμενόμενη και η φυσιολογική, η επίσκεψη στον παιδίατρο είναι επιβεβλημένη (μπορεί να συνδέεται με νευρολογικά προβλήματα, διαταραχές αυτιστικού τύπου, γενικότερα διαταραχές στην ανάπτυξη).
Όταν στα πρώτα του γενέθλια δεν επαναλαμβάνει συλλαβές, δεν «μπαμπαλίζει» όπως λένε οι ειδικοί, καθώς και όταν δεν δείχνει και δεν κάνει νοήματα
Τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να επαναλαμβάνουν συλλαβές γύρο) στον 6″ με 7″ μήνα. Πρόκειται για την περίοδο που οι στερεές τροφές μπαίνουν σιγά σιγά στη διατροφή του παιδιού. Και πώς συνδέεται αυτό με το μπαμπάλισμα και την ομιλία; «Όταν το παιδί αρχίζει να τρώει και στερεές τροφές, αρχίζει να παράγει και διαφορετικούς ήχους το στόμα του. Ο ήχος του φωνήεντος με την κίνηση της γνάθου γίνεται τώρα εύκολα συλλαβή» λέει η κυρία Θωμαϊδου. Έτσι ξεκινά και το «μπαμπάλισμα». Ωστόσο, όπως επισημαίνει η ίδια, «ένα έξυπνο παιδί με κανονική ακοή, όταν αντιλαμβάνεται αυτούς τους νέους διαφορετικούς ήχους, αρχίζει και να τους επαναλαμβάνει, έτσι μπαίνει στη διαδικασία της αναπαραγωγής συλλαβών. Όταν δε αντιληφθεί ότι όσα λέει δεν είναι πάντοτε ακατάληπτα, αλλά αντιστοιχούν σε πρόσωπα, παιχνίδια κλπ.. τότε συνεχίζει με ιδιαίτερο …ζήλο την προσπάθεια». Στην ίδια ηλικία, το παιδί πρέπει να επικοινωνεί με τα χέρια του. προκειμένου να καταφέρνει να σας πει τι ακριβώς θέλει. Μπορεί πχ να κάνει αντίο, να παίζει παλαμάκια ή απλώς να μιμείται τις χειρονομίες που βλέπει να κάνετε μπροστά του.
Όταν στην ηλικία των 16 μηνών δεν χρησιμοποιεί συνειδητά απλές λέξεις
(προσοχή, εκτός από τις λέξεις «μαμά» και «μπαμπά»). Αυτό που αποκαλούμε «φυσιολογικό», «κανονικό», «μέσο όρο» σε κάθε τομέα της ανάπτυξης έχει κάποιο εύρος, μέσα στο οποίο μπορεί να εμπίπτουν πολλά παιδιά. Εάν ένα παιδί «βγαίνει» εκτός αυτού του εύρους όσον αφορά την ομιλία , αυτό καταρχήν δεν σημαίνει τίποτα. «Αν ένα παιδάκι δεν έχει μιλήσει μέχρι τους 16 μήνες, ως εύρημα από μόνο του αυτό δεν σημαίνει τίποτα» λέει η κυρία Θωμαϊδου. Προσθέτει όμως ότι «σε συνδυασμό και με άλλα ευρήματα, όπως μια παθολογική κλινική εξέταση, μια ασθένεια που τυχόν πέρασε το παιδί στη βρεφική ηλικία, όπως μηνιγγίτιδα, ευρήματα όπως το ότι πρόκειται για πρόωρο παιδί ή παιδί εξωσωματικής-γονιμοποίησης, τότε η διαπίστωση ότι ένα παιδί δεν λέει κάποιες απλές λεξούλες στο ενάμιση έτος, θα οδηγήσει τον γιατρό σε περαιτέρω διερεύνηση του θέματος». Αντίθετα, ένα παιδί που γεννήθηκε φυσιολογικά, δεν πέρασε κάποια σοβαρή ασθένεια, περπατά κανονικά, πληρεί τις «προδιαγραφές» της ηλικίας- κλειδιού που βρίσκεται, τότε η μικρή καθυστέρηση στην ομιλία δεν αποτελεί ανησυχητική ένδειξη.
Όταν στην ηλικία των 18 μηνών δεν περπατάει μόνο του
Ένα παιδί μπορεί να περπατήσει από τον 8°-9° κιόλας μήνα. Αυτό όμως δεν είναι ο κανόνας. Το εύρος της βάδισης είναι μεγάλο. Το 70% των παιδιών περπατάει μέχρι τον 14° μήνα. Κι όταν οι ειδικοί λένε «περπατάει», εννοούν ότι πρέπει να κάνει τρία τέσσερα τουλάχιστον βηματάκια μόνο του χωρίς στήριγμα ή βοήθεια. Το υπόλοιπο 30% περιλαμβάνει τα παιδιά εκείνα που δεν περπατούν επειδή έχουν κάποιο νεύρο λογικό πρόβλημα καθώς και εκείνα που απλώς …τεμπελιάζουν (πρόκειται για τα αργοπορημένα παιδιά, τα λεγόμενα αργοί εκκινητές). Και πριν τρομάξετε, σας λέμε το 25% των παιδιών είναι φυσιολογικά, απλώς αργούν στην …εκκίνηση, και μόνο το 5% έχουν κάποιο παθολογικό πρόβλημα. Το περπάτημα στις μύτες που εμφανίζεται συχνά στην ηλικία αυτή μπορεί να προβληματίσει τους γονείς και τους ειδικούς _συνδέεται με νεύρο λογικές ασθένειες ή διαταραχές στην ανάπτυξη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όταν το παιδί περπατά στις μύτες, υπάρχει πάντοτε πρόβλημα. Πολλά παιδιά το συνηθίζουν εκεί γύρω στα δύο τους χρόνια. Η συχνότητα με την οποία γίνεται είναι ένδειξη για την σοβαρότητα ή μη της κατάστασης. Εάν όμως τα παιδιά περπατούν συνέχεια στις μύτες και συνεχίζουν να το κάνουν και μετά τα δύο τους χρόνια, τότε είναι απαραίτητο να εξετασθούν από ειδικό προκειμένου να αποκλεισθούν ορθοπεδικά ή και νεύρολογικά προβλήματα.
Εάν στα 2 χρόνια του το παιδί δεν ενώνει δύο λεξούλες για να κάνει μια μικρή πρόταση πχ μαμά άτα, μαμά νάνι
Αυτό φυσικά θα έρθει ως συνέχεια του «μπαμπαλίσματος» που θα έχει ξεκινήσει ήδη από τον πρώτο χρόνο ζωής. Από τον πρώτο χρόνο και μετά το λεξιλόγιο του παιδιού φυσιολογικά πρέπει να γίνεται ολοένα και λιγότερο ακατάληπτο, καθώς θα ξεκαθαρίζουν οι συλλαβές και οι λέξεις, ενώ το παιδί θα αρχίσει να κάνει συνεχώς την ταύτιση των λέξεων με τα πρόσωπα, τα αντικείμενα. Ακόμη κι εάν δεν έχουν λεκτικό πλούτο, όμως, τα παιδιά αυτής της ηλικίας πρέπει να λένε τουλάχιστον δυο με τρεις λέξεις εξαιρουμένων των λέξεων «μαμά» και «μπαμπά». Κι αυτό διότι αυτές οι δύο λέξεις στηρίζονται κυρίους σε συλλαβές από «μπαμπάλισμα» και μπορούν να ξεγελάσουν τους γονείς ότι τα παιδιά μιλάνε. Δεν προσφέρουν όμως ασφαλή ένδειξη για την ομιλία του παιδιού.
Όταν στην ίδια ηλικία δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμά του ονόματος του
Σε αυτήν την ηλικία των 2,5 το παιδί πρέπει να έχει «κατακτήσει» όχι μόνο το επίπεδο της κατανόησης αλλά και αυτό του εξωτερικού λόγου και της ανταπόκρισης και της επικοινωνίας. Ένα παιδί ήδη από τους 18 μήνες (πρέπει να) κατανοεί καταστάσεις, αργότερα και έννοιες. Τι σημαίνει αυτό; Είναι η ένδειξη που μας δίνει το παιδί ότι έχει αντιληφθεί κάποια διαδικασία που έπεται ή προηγείται κάποιας κατάστασης. Πχ ξέρει ότι όταν ετοιμαζόμαστε να βγούμε έξω για βόλτα, θα βάλουμε μπουφάν και θα πάρουμε μαζί τσάντα ή κλειδιά, ότι όταν ο μπαμπάς καπνίζει χρησιμοποιεί τσιγάρα και αναπτήρα και τασάκι. Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να προ κληθεί σύγχυση στους γονείς σχετικά με την κατανόηση μιας κατάστασης που έχει κατακτήσει το παιδί τους και την υποτιθέμενη αντίληψη και εξυπνάδα του. «Έρχονται πολλοί γονείς με παιδιά 2,5-3 χρόνων που δεν μιλάνε, και μου λένε «μα ξέρετε τι έξυπνο που είναι.
Μπορεί να μην μιλάει αλλά τα καταλαβαίνει όλα. Να του ζητάω το τασάκι για να καπνίσω, και μου φέρνει και τα τσιγάρα και τον αναπτήρα» λέει χαρακτηριστικά η κυρία Θωμαϊδου. Αλλά όπως η ίδια επισημαίνει, αυτή η αντίδραση δεν σημαίνει παρά κατανόηση, ακόμη και μίμηση μιας κατάστασης, αλλά όχι ευφυΐα, και σε καμία περίπτωση δεν αφήνει περιθώριο για ανάπτυξη εξωτερικού λόγου στο παιδί. Η ικανότητα της κατανόησης της κατάστασης είναι ικανότητα που αναπτύσσεται πολύ προτού το παιδί συμπληρώσει τα δύο χρόνια. Η ικανότητα του λόγου είναι επίσης σπουδαία ικανότητα που χρονικά έπεται της ικανότητας της κατανόησης και πρέπει να εμφανίζεται μέχρι τα δύο χρόνια. Και σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δύο ξεχωριστές ικανότητες που αντιστοιχούν σε διαφορετικά κομμάτια του εγκεφάλου. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι επειδή κατανοεί το παιδί, θα μιλήσει κιόλας, δεν είναι συνέπεια το ένα του άλλου.
Όταν εκεί γύρω στα 2,5 χρόνια δεν φαίνεται να γνωρίζει πώς να παίξει με τα παιχνίδια ή τα άλλα παιδιά
Η ηλικία αυτή είναι της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Αλλά και η ηλικία που το παιδί θα έχει κατακτήσει τη «γνώση» του παιχνιδιού, ξέρει δηλαδή πώς θα παίξει με τα διάφορα αντικείμενα. Κι εδώ χρειάζεται η επαγρύπνηση των γονιών. Ένα παιδί που μεταχειρίζεται όλα τα παιχνίδια με τον ίδιο τρόπο, πχ τα στριφογυρίζει στα δάχτυλά του είτε πρόκειται για αυτοκινητάκι είτε για ποτηράκι είτε για μολύβι, πρέπει να εξετασθεί από τον γιατρό. Όπως επίσης και ένα παιδί που δεν θέλει να «μοιράζεται» τα παιχνίδια του, να τα δείξει ακόμη κι αν δεν θέλει να τα δώσει στα άλλα παιδάκια, δίνει ανησυχητικές ενδείξεις. Ένα παιδί σε αυτήν την ηλικία το παιδί πρέπει να έχει δώσει δείγματα καλής κοινωνικής δεξιότητας και καλού συμβολισμού και καλής επικοινωνίας και κατανόησης καλής χρήσης των παιχνιδιών είναι «ύποπτο» για διαταραχές αυτιστικού τύπου.
Όταν στα 4 χρόνια δεν μιλά καθαρά, χωρίς γραμματικά ή συντακτικά λάθη
Τι εννοούμε; Καθαρή ομιλία σημαίνει ότι δεν παραλείπει γράμματα ή συλλαβές από τις λέξεις ούτε αντικαθιστά συλλαβές και γράμματα που πιθανόν να διευκολύνουν στην εκφορά του λόγου του. Δεν πρέπει πχ να λέει μολύγια αντί για μολύβια, τοκίνητο αντί αυτοκίνητο, ίτι αντί για σπίτι κοκ. Πρέπει επίσης να γνωρίζει να χρησιμοποιεί στοιχειωδώς τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Στην ηλικία αυτή το παιδί είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τους χρόνους, δεν πρέπει να λέει πχ «αύριο πήγαμε στο πάρκο», καθώς και τις πτώσεις. Ακόμη κι αν είναι φτωχός ο λόγος του παιδιού, πρέπει να είναι σωστός.
Όταν στα 4-5 χρόνια δεν μπορεί να κάνει διάφορες δραστηριότητες που απαιτούν επιδεξιότητα.
Ένα παιδί άγαρμπο, ατσούμπαλο, αδέξιο μπορεί να ταλαιπωρεί τη μαμά του και τους γύρω του, αλλά όχι επί μακρόν. Εάν στην ηλικία των 4-5 για παράδειγμα το δέσιμο των κορδονιών, το κούμπωμα των ρούχων του είναι ενέργειες μεγάλης δυσκολίας, τότε πιθανόν το παιδί να εκδηλώσει κάποιες μαθησιακές δυσκολίες στα σχολικά χρόνια.
Όταν στην ηλικία των 5 ετών είναι ιδιαίτερα ζωηρό, κινητικό μέχρι και διαταρακτικό, δεν στέκεται ούτε στιγμή σε ένα σημείο δεν μπορεί να εστιάσει το ενδιαφέρον και την προσοχή του σε κάτι τουλάχιστον για μερικά λεπτά
Πρόκειται για τα συμπτώματα του συνδρόμου της διάσπασης προσοχής ή υπερκινητικότητας. Και για να μην τρομάξετε με τη λέξη «σύνδρομο» όπως είναι φυσικό, η κυρία Θωμαίδου εξηγεί ότι «όταν λέμε σύνδρομο, δεν χρειάζεται να τρομάζουν οι γονείς. Το σύνδρομο είναι ένα σύνολο συμπτωμάτων που έχουν κοινό παθογενετικό μηχανισμό που δεν έχει εντοπιστεί ακόμη. Δεν προκαλεί βλάβη στον εγκέφαλο του παιδιού, αλλά του δημιουργεί ορισμένες δυσκολίες, οπότε καλό είναι να διαγιγνώσκεται και να αντιμετωπίζεται».
Το σύνδρομο της ελλειμματικής διαταραχής αντιμετωπίζεται λοιπόν από τους Ειδικούς και με ολοένα καλύτερα αποτελέσματα για την πρόοδο του παιδιού.
Ο ρόλος του παιδίατρου στην έγκαιρη διάγνωση πιθανών διαταραχών στην κινητική, λεκτική κ.α ανάπτυξη του παιδιού είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η εξέταση του παιδιάτρου δεν (πρέπει να) περιορίζεται μόνο στις μετρήσεις του βάρους καιτου μήκους του παιδιού, αλλά να περιλαμβάνει και τον έλεγχο της ανάπτυξης. Οι παιδίατροι σήμερα είναι εφοδιασμένοι με ένα πολύτιμο εργαλείο για την παρακολούθηση και τον εντοπισμό αναπτυξιακών διαταραχών Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο το οποίο περιλαμβάνει τις ηλικίες-κλειδιά (key-ages) καθώς και τις παραμέτρους της ανάπτυξης που πρέπει να έχει εμφανίσει σε αυτές τις ηλικίες ένα παιδί. «Πρόκειται για προκαθορισμένες ηλικίες που έχουν επιλεγεί με διεθνή στάνταρς, τα οποία επιτρέπουν στους ειδικούς να εκτιμήσουν με ασφάλεια τις ικανότητες αλλά και τα πιθανά προβλήματα (που χρήζουν διερεύνησης) κάθε παιδιού» εξηγεί η κυρία Θωμαϊδου. Σε κάθε ηλικιακό «σταθμό» ελέγχονται η κοινωνική συμπεριφορά, η ακοή και η γλώσσα, η όραση και οι λεπτοί χειρισμοί, και η κινητικότητα του παιδιού.