Έκτοπη κύηση: Κλειδί η έγκαιρη διάγνωση

Γράφει η Ξένια Ο. Σιδηρόγλου, Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος, Επιστ. Συνεργάτις ΛΗΤΩ

Η έκτοπη (ή, αλλιώς, εξωμήτρια) κύηση είναι μια από τις σοβαρότερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης. Για την αντιμετώπισή της, πρωταρχικής σημασίας είναι η έγκαιρη διάγνωση πριν από την ύπαρξη συμπτωμάτων. Πώς, όμως, γίνεται η διάγνωση και πώς αντιμετωπίζεται;

Η εμφύτευση και η ανάπτυξη του γονιμοποιημένου ωαρίου σε θέση εκτός της κοιλότητας της μήτρας χαρακτηρίζεται ως έκτοπη κύηση (εξωμήτρια) και είναι μια από τις σοβαρότερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης.

Η συχνότητά της κυμαίνεται μεταξύ 16-27 ανά 1.000 κυήσεις, με το μεγαλύτερο ποσοστό να παρατηρείται στις ηλικίες 35-44 ετών.

Οι θέσεις όπου μπορεί να γίνει η έκτοπη εμφύτευση είναι: οι σάλπιγγες στο 95% του συνόλου των έκτοπων κυήσεων, η ωοθήκη (1%-3%), η περιτοναϊκή κοιλότητα (κοιλιακή κύηση: 1,5%) και ο τράχηλος της μήτρας (<1%).

Τα αίτια που μπορούν να οδηγήσουν σε εξωμήτρια κύηση διακρίνονται σε μηχανικά (εμποδίζουν τη δίοδο του γονιμοποιημένου ωαρίου από τις σάλπιγγες) και λειτουργικά (επιβράδυνση διόδου γονιμοποιημένου ωαρίου προς την κοιλότητα της μήτρας). Οι σαλπιγγίτιδες (φλεγμονές των σαλπίγγων), οι περισαλπιγγικές συμφύσεις, οι ανωμαλίες διάπλασης των σαλπίγγων, οι προγηθείσες επεμβάσεις στις σάλπιγγες, καθώς και όγκοι της μήτρας – εξαρτημάτων θεωρούνται μηχανικά αίτια. Απουσία περισταλτισμού της σάλπιγγας και ενδομητρίωση σάλπιγγας θεωρούνται λειτουργικά αίτια. Άλλοι παράγοντες κινδύνου εξωμήτριας κύησης είναι η τοποθέτηση ενδομητρίου αντισυλληπτικού σπειράματος (IUD), η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (IVF), η προηγηθείσα έκτοπη κύηση και το ιστορικό πολλαπλών τεχνητών εκτρώσεων.

Η διάγνωση

Η έγκαιρη διάγνωση της νόσου είναι πρωταρχικής σημασίας. Η κλινική εικόνα και η εκδήλωση πρώιμων ή όψιμων συμπτωμάτων εξαρτάται από τη θέση εμφύτευσης, την ηλικία της κύησης, τον χρόνο εμφάνισης επιπλοκών και τη ρήξη ή μη της σάλπιγγας.

Η θεραπεία

Η θεραπεία είναι χειρουργική ή φαρμακευτική και εξαρτάται κυρίως από την κλινική κατάσταση της ασθενούς, τη θέση της έκτοπης κύησης και τις τιμές της β-hCG.

Η χειρουργική θεραπεία παραμένει η κύρια αντιμετώπιση. Μπορεί να είναι είτε συντηρητική (διατήρηση της σάλπιγγας) είτε επιθετική (εξαίρεση της σάλπιγγας). Η επέμβαση μπορεί να γίνει με λαπαροσκόπηση (προτιμάται σε αιμοδυναμική σταθερότητα εγκύου) ή λαπαροτομία (ανοιχτή χειρουργική αντιμετώπιση επί αιμοδυναμικής αστάθειας εγκύου). Στις ενδείξεις της ανάγκης για χειρουργείο περιλαμβάνονται:

1. Αποτυχία ή αντένδειξη φαρμακευτικής αγωγής, αντενδείξεις συντηρητικής αγωγής.

2. Έμβρυο με καρδιακή λειτουργία.

3. Έκτοπη μάζα >4 cm.

4. β-hCG >5000 IU/ml.

5. Ρήξη έκτοπης κύησης με μεγάλη ποσότητα υγρού στο δουγλάσειο (ασταθή ζωτικά σημεία ή αιμοπεριτόναιο).

6. Έντονα συμπτώματα οξείας κοιλίας.

Η φαρμακευτική θεραπεία που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της έκτοπης κύησης είναι η μεθοτρεξάτη (ΜΤΧ). Η ΜΤΧ είναι ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος και ένα κυτταροστατικό φάρμακο. Κριτήρια χορήγησης ΜΤΧ είναι :

1. Αιμοδυναμικά σταθερή ασθενής (σταθερά ζωτικά σημεία, λίγα συμπτώματα).

2. Μη ραγείσα έκτοπη κύηση.

3. Απουσία εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας.

4. Όχι αυτενδείξεις στο φάρμακο.

5. Έκτοπη μάζα <4cm.

6. β-hCG<5000 IU/ml.

Η ΜΤΧ χορηγείται ενδομυϊκά σε μια δόση (εφάπαξ) 50 mg ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος. Η παρακολούθηση της ασθενούς θα γίνει με μέτρηση της β-hCG του ορού κατά την τέταρτη και την έβδομη ημέρα μετά τη θεραπεία (πρωτόκολλο θεραπείας μίας δόσης ΜΤΧ: εκλογής). Μετά το πέρας θεραπείας ακολουθεί μέτρηση της β-hCG μέχρι τα επίπεδά της να φθάσουν τα 5IU/ml.

Αν και η χειρουργική αντιμετώπιση της έκτοπης κύησης παραμένει ο πρωταρχικός τρόπος θεραπείας, η αναμονή-παρακολούθηση είναι σπάνια επιλογή σε περιπτώσεις προσεκτικά επιλεγμένες:

Η έκτοπη κύηση μπορεί να διαγνωστεί έγκαιρα πριν από την ύπαρξη συμπτωμάτων. Η πρώιμη διάγνωση είναι πραγματικά κρίσιμη, ώστε να προληφθεί σοβαρή νοσηρότητα.