Εμμηνόπαυση και Ψυχολογία

Εμμηνόπαυση και Ψυχολογία

Τα οιστρογόνα είναι οι θηλυκές ορμόνες που ρυθμίζουν τον κύκλο της γυναίκας. Όλες οι ορμόνες δρουν μέσω ορμονικών υποδοχέων. Υπάρχουν υποδοχείς οιστρογόνων σε πολλούς ιστούς.  Πειράματα (Sherwin, 1997) δείχνουν ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Ένα βασικό ερώτημα είναι σε ποιό βαθμό η μείωση των οιστρογόνων στο αίμα, που συμβαίνει με την αύξηση της ηλικίας και ιδιαίτερα μετά την εμμηνόπαυση, έχει αντίκτυπο στη γνωστική λειτουργία και την ψυχολογική υγεία των γυναικών, ειδικά όσον αφορά τη διάθεση.

Συμβουλές υγείας και φροντίδας για βρέφη και παιδιά

[babyPostAd]Εμμηνόπαυση και γνωστικές λειτουργίες

Οι νευροεπιστήμες έδειξαν ότι τα οιστρογόνα επηρεάζουν τη βιοχημεία και τη μορφολογία του εγκεφάλου που ως γνωστό είναι σημαντικές για τις γνωστικές λειτουργίες. Οι νευρικές λειτουργίες στον άνθρωπο είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστούν. Ένα ενδιαφέρον ζήτημα είναι η εξάντληση των οιστρογόνων και η επίδραση στη γνώση καθώς και ο μηχανισμός με τον οποίο προκύπτει. Αυτό τεκμηριώνεται άμεσα, δηλ. με την επίδραση στα νευρικά κύτταρα (κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος)  και έμμεσα δηλ. με την επίδραση των ορμονικών αλλαγών στη γνωσιακή λειτουργία και τη διάθεση. Επιπλέον, οι ορμόνες του φύλου (τα οιστρογόνα) επηρεάζουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου και ιδιαίτερα το αγγειακό σύστημα – απαραίτητο για την επαρκή αιμάτωση του εγκεφαλικού ιστού. Οι μεταβολές των οιστρογόνων στα αγγεία είναι εμφανείς: εξάψεις=αγγειοκινητικά συμπτώματα, αλλά υπάρχει πιθανότητα να είναι και ειδικός παράγοντας κινδύνου στη μείωση της μνήμης.

Οιστρογόνα και νευρικό σύστημα

Υπάρχουν άφθονοι υποδοχείς οιστρογόνων (ER) σε αρκετές θέσεις στο ΚΝΣ και ιδιαίτερα σε περιοχές που σχετίζονται με την λεκτική μνήμη, την μνήμη εργασίας, την εκτελεστική λειτουργία και τον έλεγχο της προσοχής. Η δράση των οιστρογόνων συμβαίνει μέσω αύξησης των επιπέδων των νευροδιαβιβαστών (ενίσχυση ανάπτυξης νευρώνων-που είναι τα κύτταρα του νευρικού συστήματος-  και σχηματισμού συνάψεων -που είναι οι συνδέσεις μεταξύ των κυττάρων). Τα οιστρογόνα μεταβάλλουν τα συναπτικά κυκλώματα στον υποθάλαμο και τον ιππόκαμπο (περιοχές του εγκεφάλου). Επιπλέον υπάρχει τοπική παραγωγή οιστραδιόλης (οιστρογόνο) από νευρικά κύτταρα (ενεργοποίηση της αρωματάσης στον εγκέφαλο) με αποτέλεσμα τη νευροπλαστικότητα (ικανότητα του εγκεφάλου να συνέλθει και να αναδιαρθρωθεί). Η αναστολή της αρωματάσης φαίνεται ότι παρεμβαίνει στην μνήμη. Παρατηρήσεις σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση δείχνουν ότι υπάρχει μείωση της γνωστικής απόδοσης και αυτό αποδίδεται στη μείωση της νευροπροστατευτικής δράσης (προστασία του νευρικού συστήματος) των οιστρογόνων στον εγκέφαλο (Ryan et al. 2014).

Διάθεση και γνώση

Υπάρχει μεγαλύτερη επίπτωση της κατάθλιψης σε ηλικιωμένα άτομα, με αποτέλεσμα φτωχότερες γνωστικές επιδόσεις, έλλειψη προσοχής και έλλειψη συγκέντρωσης. Εκτός από την επίδραση στη γνωστική λειτουργία, η κατάθλιψη συνήθως εμπλέκεται και ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου στην άνοια και θεωρείται και ίσως πρώιμος αρχικός δείκτης. Έρευνα (Wolf and Fray 2006 , Ter-Horst et al. 2009) έδειξε ότι ο επιπολασμός των διαταραχών της διάθεσης στη διάρκεια της ζωής είναι περίπου δύο φορές πιο συχνός στις γυναίκες από ότι στους άνδρες. Τα δεδομένα δηλώνουν, ότι τα οιστρογόνα ή / η απουσία τους εμπλέκονται έντονα στη ρύθμιση της διάθεσης και της συμπεριφοράς καθώς και στη παθοβιολογία των διαταραχών της διάθεσης. Υπάρχει αλληλεπίδραση των οιστρογόνων με τα σεροτονινεργικά συστήματα (νευρώνες του κεντρικού νευρικού συστήματος όπου δρα η σεροτονίνη)  και προτείνεται η οιστραδιόλη ως προστατευτικός παράγοντας ενάντια στις αλλαγές διάθεσης που προκύπτουν μετά απόσυρση της σεροτονίνης. Λόγω συσχέτισης μεταξύ κατάθλιψης και σεροτονίνης, η θεραπεία με οιστρογόνα μπορεί να είναι ευεργετική στις αλλαγές της διάθεσης.

Τα προβλήματα διάθεσης έχει βρεθεί ότι αυξάνονται σε άτομα με ιστορικό διαταραχών, αλλά μπορεί να εμφανιστούν de novo ως συνέπεια ορμονικών αλλαγών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η περίοδος ευπάθειας στα προβλήματα διάθεσης υποχωρεί όταν σταθεροποιούνται τα ορμονικά επίπεδα και οι γυναίκες μπαίνουν σε πλήρη εμμηνόπαυση. Η σαφής ορμονική επίδραση έχει δείξει την θέση της ορμονικής υποκατάστασης ως χρήσιμης θεραπείας. Σύμφωνα με τους Gleason et al. 2015, τα οιστρογόνα από του στόματος μειώνουν την κατάθλιψη και το άγχος μετά από θεραπεία 48 μηνών (μελέτη σύγκρισης με τα διαδερμικά οιστρογόνα). Οι μηχανισμοί χρειάζονται μεγαλύτερη διερεύνηση διότι η επίδραση μπορεί να είναι άμεση αλλά και έμμεση μέσω επίδρασης των ορμονών σε άλλα δυσάρεστα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα όπως η διαταραχή του ύπνου και οι εξάψεις

Καρδιαγγειακή Υγεία

Σημαντικό ζήτημα υγείας και κύρια αιτία θανάτου. Τα οιστρογόνα βελτιώνουν το profil των λιπιδίων (χοληστερόλη-τριγλυκερίδια- HDL- LDL), προάγουν την αγγειοδιαστολή (διαστολή των αγγείων), έχουν αντιοξειδωτική δράση, υποστηρίζουν την αγγειακή υγεία. Η εμμηνόπαυση τα ανατρέπει και φαίνεται ότι μπορεί να επιταχύνει την αθηροσκλήρυνση (συσσώρευση αθηρωματικής πλάκας στα αγγεία) και φαίνεται ότι αυτό σχετίζεται και με την έκπτωση της γνωστικής λειτουργίας.

Συμπεράσματα

Η παρουσία οιστρογονικών υποδοχέων έχει επιβεβαιωθεί σε διαφορετικές θέσεις του εγκεφάλου (ιππόκαμπος, προμετωπιαίος φλοιός) που σχετίζονται με τη γνωστική λειτουργία, τη λεκτική μνήμη και ανάκληση, τη μνήμη εργασίας, την εκτελεστική λειτουργία και την προσοχή. Οι αλλαγές στα επίπεδα οιστρογόνων έχουν άμεση επίδραση στον εγκέφαλο. Επιπλέον, υπάρχει αλληλεπίδραση με τις σεροτονινεργικές οδούς (νευρώνες του κεντρικού νευρικού συστήματος όπου δρα η σεροτονίνη) και συγκεκριμένο αντίκτυπο στη λειτουργία των αγγείων. Η ορμονική θεραπεία σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση απαιτεί συζήτηση. Υπάρχουν διαφορές όσον αφορά τη χρονική περίοδο (έναρξη και διάρκεια), τη σύνθεση (αναλογίες οιστρογόνου με προγεστερόνη), τον τρόπο χορήγησης και τις αλληλεπιδράσεις με άλλες μεταβλητές (π.χ. ηλικιακή διαφορά).

Από την άλλη πλευρά, τα οιστρογόνα αλληλεπιδρούν με το σεροτονινεργικό σύστημα, η οιστραδιόλη έχει προστατευτική δράση στις μεταβολές διάθεσης που θα μπορούσαν να φτάνουν μέχρι την κατάθλιψη. Σχετικά με την συσχέτιση κατάθλιψης-σεροτονίνης, η ορμονική υποκατάσταση θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, αλλά οι μηχανισμοί χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση.

Όλγα Δεβετζάκη, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος

Πηγή:    psycholozin.gr