Περισσότεροι από τους μισούς γονείς δεν μιλούν ποτέ στα παιδιά τους για το στρες, το άγχος ή την κατάθλιψη, σύμφωνα με μία νέα βρετανική δημοσκόπηση.
Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλές, με κυριότερη το ότι οι γονείς δεν πιστεύουν ότι χρειάζεται να το κάνουν.
Ωστόσο, αναρίθμητα παιδιά και έφηβοι πάσχουν από προβλήματα ψυχικής υγείας, ενώ προγενέστερη δημοσκόπηση είχε δείξει ότι οι αναζητήσεις στο Ίντερνετ για την κατάθλιψη είναι πολύ συχνές μεταξύ των ανηλίκων.
Η νέα δημοσκόπηση διεξήχθη σε 1.100 γονείς με παιδιά ηλικία 6 έως 18 ετών, στο πλαίσιο της ενημερωτικής εκστρατεία «Time to Change» που διεξάγεται στην Αγγλία για τα προβλήματα ψυχικής υγείας.
Την εκστρατεία πραγματοποιούν οι δύο κορυφαίοι οργανισμοί ψυχικής υγείας της Βρετανίας, οι Mind και Rethink Mental Illness, με χρηματοδότη το βρετανικό υπουργείο Υγείας και στόχο να σπάσουν το στίγμα και τις διακρίσεις που ακόμα και στη σημερινή εποχή συνοδεύουν τα ψυχικά νοσήματα.
Το 55% των γονέων που συμμετείχαν δήλωσαν ότι ουδέποτε έχουν συζητήσει με τα παιδιά τους για την ψυχική υγεία, με το 20% να λένε πως δεν ξέρουν πως να εγείρουν το θέμα και το 45% ότι δεν πιστεύουν πως υπάρχει λόγος να κάνουν τέτοια συζήτηση.
«Τα προβλήματα ψυχικής υγείας αποτελούν κοινή εμπειρία για τρία παιδιά σε κάθε σχολική αίθουσα και επομένως πρέπει να πάψουν να αποτελούν θέμα-ταμπού στο σπίτι, το σχολείο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους ευρύτερους κοινωνικούς κύκλους», δήλωσε η επικεφαλής της εκστρατείας κυρία Σου Μπέικερ.
Τον περασμένο μήνα, ξεχωριστή δημοσκόπηση στην Αγγλία είχε δείξει ότι το 62% των ανηλίκων έχουν κάνει αναζήτηση στο Ίντερνετ για την κατάθλιψη.
Σύμφωνα με την Παιδοψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι διαταραχές άγχους είναι εξαιρετικά συχνές αφού προσβάλλουν το περίπου 13% των παιδιών και εφήβων ηλικίας 9-17 ετών.
Αντίστοιχα, η κατάθλιψη και η δυσθυμία προσβάλλουν το 4-8% των παιδιών και των εφήβων.
Μελέτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου το 2006, εξ άλλου, είχε δείξει ότι το ένα στα δέκα (το 9,9%) αγόρια και το σχεδόν ένα στα τέσσερα (το 24,9%) κορίτσια εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που συμμετείχαν, ένιωθαν συχνά ή διαρκώς αισθήματα συναισθηματικού κενού και κατάθλιψης.
Πηγή: tanea