Η εξομολόγηση μιας πρωορομαμάς που νιώθει μόνη…
Και να που εμφανίστηκε και αυτός. Είχαν προηγηθεί ο πόνος, η αγωνία, η απόγνωση, ένα παγωμένο χαμόγελο, η απόγνωση ξανά και μετά η χαρά ανάμεικτη με το φόβο. Κι ύστερα ήρθε η σειρά του θυμού. Τόσο έντονου που φοβάσαι να τον εκφράσεις μήπως αδικήσεις. Η αφορμή αρχικά ασήμαντη ή έστω μικρή. Ένα σχόλιο στο ίντερνετ για τους γονείς που τολμούν να μιλήσουν για όσα έζησαν και που αποκαλούν τα παιδιά τους μαχητές, κάτι που στο συντάκτη του σχολίου προκαλούσε, επί λέξει, τάση για εμετό…
[babyPostAd]Πριν από αυτό, αλλά και μετά, η στάση όλων αυτών που, χωρίς να τους έχεις ενοχλήσει, όταν σε είδαν να γονατίζεις από το βάρος, φρόντισαν να πατήσουν επάνω σου. Κάπου κάπου σου έριξαν και το βλέμμα «λύπησης» που απεχθάνεσαι.
Ήρθε βέβαια μαζί και η λύπηση για τον εαυτό σου. Που ακόμη μια φορά δεν τους έβαλες στη θέση τους, που απογοητεύθηκες για μια ακόμη φορά, σαν να μην μεγάλωσες ποτέ. Και ο θυμός μετατράπηκε σε αυτό που ήταν πραγματικά, στη θλίψη που δεν είχες αφήσει τον εαυτό σου να βυθιστεί τόσο καιρό. Γιατί έτσι έπρεπε, πώς αλλιώς θα έμενες δυνατή;
Κι ύστερα από τη θλίψη, ήρθαν ξανά οι ενοχές. Γιατί εγώ δεν είμαι δυνατή; Γιατί δεν είμαι μια από όλες αυτές τις σύγχρονες θεές Κάλι που βλέπω στα μαμαδογκρούπς; Με το ένα να μαγειρεύω, με το άλλο να ταΐζω, με το τρίτο να σιδερώνω, με το τέταρτο να χειροτεχνώ, με το πέμπτο να κάνω mani-pedi κ.λπ. κ.λπ.
Εγώ καλά καλά δεν έχω καταφέρει να βρω ένα φαγητό που να του αρέσει, εκτός εάν θεωρείται φαγητό το γιαούρτι με βρώμη (και ναι, όχι το πρόβειο, το άλλο). Έτσι λοιπόν, αφού έκλεισα σιγά σιγά πίσω μου την πόρτα στο πάρτυ αυτό που αριθμεί χιλιάδες, βρέθηκα πάλι μόνη μου να ψάχνω τον εαυτό μου, αυτόν που αξίζει στο δικό μου παιδί.
Μια καλή μαμά… Που μπορεί να μην την ενδιέφερε να αγοράσει ένα καρότσι με προδιαγραφές αυτοκινήτου και που, αντί για μάρσιππο, είχε απλώς την αγκαλιά της. Που και την κούνια τής την χάρισαν μεταχειρισμένη, γιατί είχε δει τόσα μωρά να μοιράζονται μία θερμοκοιτίδα και όλα αυτά τα μπεμπεδοπράγματα δεν την ένοιαζαν πολύ πια. Που μπορεί να μην έχει μαγειρέψει ακόμη ένα φαγητό που να ενθουσιάζει το παιδί της, αλλά που ξέρει να αναγνωρίζει κάθε του κλάμα. Πότε κλαίει, επειδή έχει πονέσει ή επειδή έχει θυμώσει, από πείνα ή από πείσμα ή έτσι, από παράπονο. Αυτή που ήθελε να τα παρατήσει όλα μόνο για να τον φροντίζει. Που δεν την λένε Κάλι, γιατί και το όνομά της ακόμη κοινότοπο είναι.
Που πέρασε πολύ καιρό προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα σε όλα αυτά που έζησε και ζει, για να μπορέσει να τα αντέξει. Κι όλο αυτόν τον καιρό ένιωθε μόνη χωρίς να είναι. Όπως εκείνο το απόγευμα που έπρεπε να βγει στο μπαλκόνι του νοσοκομείου, για να μην τη δουν οι επισκέπτες της άλλης μητέρας να κλαίει. Αυτής της μητέρας που κάθε φορά που νιώθει έτσι, σαν να το διαισθάνεται και της στέλνει μηνύματα πως τη σκέφτεται. Όπως και εκείνη σκέφτεται, και ας μην της τηλεφωνεί, εκείνη τη μητέρα που επέστρεψε τελικά μόνη.
ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗ
Πηγή: 31ebdomades.gr