Εξωσωματική μετά τα 40…
Στo διεθνή και εγχώριο τύπο ολοένα και περισσότερα είναι τα περιστατικά γυναικών πολύ προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας ( πάνω από 45 ετών) που γίνονται μητέρες με την βοήθεια της επιστήμης. Δε θα ξεχάσω το 2009 την ιστορία μιας 66χρονης Βρετανίδας που έγινε η γηραιότερη μητέρα της Βρετανίας, αποτελώντας την κυρίαρχη είδηση για πολύ καιρό, ή την τάση που φαίνεται να υπάρχει στην Ινδία όπου ολοένα και περισσότερες εύπορες γυναίκες θέλουν να αποκτήσουν παιδί πολύ μετά τα 50 έτη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Αρχής Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας, το ποσοστό των γυναικών άνω των 40 ετών που στρέφονται σε κάποια θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης με σκοπό την τεκνοποίηση, έχει αυξηθεί σημαντικά. Τα τελευταία 15 χρόνια, υπολογίζεται πως ο αριθμός των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιούνται σε γυναίκες ηλικίας μεταξύ 40 και 45 έχει αυξηθεί πάνω από δέκα φορές. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πραγματικός αριθμός των γυναικών, ανεξαρτήτως αναπαραγωγικής ηλικίας που ζητούν υποβοήθηση και εξωσωματική γονιμοποίηση, δεν έχει μειωθεί, το αντίθετο μάλιστα, αυτή η αύξηση μαρτυρά μία σαφή τάση όλο και περισσότερων ηλικιωμένων γυναικών που προσπαθούν να ξεκινήσουν μια οικογένεια ή ακόμα και να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία. Συζητώντας με συναδέλφους στη διάρκεια συνεδρίων στο εξωτερικό, σε ορισμένες ιδιωτικές κλινικές, το ποσοστό των γυναικών άνω των 40 ετών που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση φέρεται να προσεγγίζει το 50%.
[babyPostAd]Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η γονιμότητα μιας γυναίκας, ή να το θέσω διαφορετικά, η ικανότητα της για αναπαραγωγή, “τελειώνει” με την εμμηνόπαυση, και αν θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, 12 συνεχείς μήνες χωρίς περίοδο, μετά την τελευταία περίοδο. Πριν από την εμμηνόπαυση, την οριστική δηλαδή απώλεια της περιόδου, η γυναίκα βρίσκεται σε κλιμακτήριο, το χρονικό εκείνο διάστημα που οι εμμηνορροϊκοί κύκλοι γίνονται ακανόνιστοι και η περίοδος διαφοροποιείται μέχρι τελικά να σταματήσει εντελώς. Το χρονικό διάστημα που διαρκεί η κλιμακτήριος διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα και μπορεί να κυμαίνεται από 2 έως 10 χρόνια. Φυσιολογικά αναμένεται η γυναίκα να μπει σε εμμηνόπαυση μετά τα 48 με 50 έτη. Κάθε γυναίκα όσο έχει περίοδο και κάνει ωορρηξία θεωρητικά μπορεί να μείνει έγκυος με τα δικά της ωάρια, ακόμα και αν βρίσκεται στην κλιμακτήριο. Όμως οι πιθανότητες είναι πάρα πολύ μικρές.
Μία αντίληψη που υπάρχει λανθασμένα στις γυναίκες στα 40 τους, είναι το ότι θεωρούν πως, εφόσον οι περίοδοι τους είναι ακόμα τακτικές και δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στον εμμηνορροϊκό τους κύκλο, έχουν την ίδια πιθανότητα σύλληψης όπως σε μικρότερες ηλικίες. Η αλήθεια όμως είναι πως όσο μεγαλώνουμε, η ποιότητα των ωαρίων μας χειροτερεύει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, η σύλληψη ενός υγιούς μωρού να αποτελεί γεγονός ιδιαίτερα δύσκολο να συμβεί από μόνο του, χωρίς κάποια μέθοδο υποβοήθησης της αναπαραγωγής, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 42 ετών. Αντίθετα οι άνδρες, θεωρητικά παραμένουν γόνιμοι σε όλη τη ζωή τους, αν και ο κίνδυνος γενετικών ανωμαλιών αυξάνεται σημαντικά όσο η πατρική ηλικία μεγαλώνει καθώς αυξάνεται και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη εγκυμοσύνης. Το θεωρητικά το λέω γιατί ολοένα και περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι και οι άνδρες μπορεί να βιώσουν μια πτώση της γονιμότητας τους από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 και έπειτα, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως μπορούν και παράγουν σπερματοζωάρια σε όλη τους τη ζωή.
Καθώς λοιπόν είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως ολοένα και μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των γυναικών προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας που καταφεύγουν σε κάποια μέθοδο υποβοήθησης της αναπαραγωγής ή εξωσωματική γονιμοποίηση προκειμένου να αποκτήσουν ένα υγιές μωρό, ας δούμε κάποια στοιχεία και σημαντικές παραμέτρους που πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη πριν ξεκινήσουν ένα κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης.
1. Γενικότερος έλεγχος της υγείας
Πολλές φορές οι εξετάσεις που γίνονται σε μία γυναίκα πριν από την εξωσωματική γονιμοποίηση αφορούν μονάχα τη διαδικασία ενώ καλό είναι να πραγματοποιηθεί και ένας γενικότερος έλεγχος υγείας που αφορά και άλλα συστήματα και όχι μόνο αυτό της αναπαραγωγής. Πρέπει σίγουρα να ελεγχθεί η λειτουργία του θυρεοειδή αδένα και να γίνει ένας εκτεταμένος μαστολογικός έλεγχος, ανεξάρτητα εάν θα χρησιμοποιηθούν ορμόνες ή όχι. Επίσης καλό είναι να ελεγχθεί η καρδιά και η αρτηριακή πίεση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θα χρησιμοποιηθούν δανεικά ωάρια. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη οι γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση και χρησιμοποιούν δανεικά ωάρια από δότριες ωαρίων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν υπέρταση της κύησης σε σχέση με τις γυναίκες εκείνες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση με δικά τους ωάρια.
Ένα τεστ Παπ και μία καλλιέργεια κολπικού υγρού καλό είναι να έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη της όποιας θεραπείας, καθώς και ένας έλεγχος του σακχάρου/ινσουλίνης και βασικές εξετάσεις αίματος όπως αυτές πραγματοποιούνται στα πλαίσια ενός προγεννητικού ελέγχου.
Συνήθως η γυναίκα στα 40+ διακατέχεται από ένα έντονο άγχος αν τελικά θα προλάβει, νιώθει πως ο χρόνος την κυνηγάει και θέλει ότι είναι να κάνει, να το κάνει άμεσα, χωρίς να περνἀει άλλος πολύτιμος χρόνος. Αυτό είναι απόλυτα λογικό και αποδεκτό. Σε καμία περίπτωση όμως και για κανέναν λόγο δεν πρέπει να βάλει σε δεύτερη μοίρα την υγεία της, ιδιαίτερα τώρα που ξεκινάει διαδικασίες για να γίνει μητέρα.
2. Διάγνωση της υπογονιμότητας
Πολλές φορές συμβαίνει, επειδή η γυναίκα/ το ζευγάρι αντιλαμβάνεται πως ο χρόνος “τρέχει”, και επειδή η εξωσωματική γονιμοποίηση ως τεχνική εξασφαλίζει τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας σύλληψης, το ζευγάρι τελικά καταφεύγει σε αυτή τη μέθοδο, χωρίς προηγουμένως να έχει κάνει όλες τις απαραίτητες εξετάσεις προκειμένου να υπάρχει η σωστή διάγνωση υπογονιμότητας.
Σαφέστατα, η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία από μόνη της αποτελεί αιτία υπογονιμότητας, όμως μπορεί να συνυπάρχουν κι άλλες πολύ σημαντικές αιτίες, πχ ενδομητρίωση, θυρεοειδοπάθεια, ανδρικός παράγοντας, που το σωστό είναι να συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση του πλάνου θεραπείας. Η σωστή διάγνωση θέτει τις σωστές βάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.
3. Πρωτόκολλα διέγερσης / πρόκλησης ωοθυλακιορρηξίας
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή / εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει τη χρήση φαρμάκων για τη διέγερση των ωοθηκών ή την προετοιμασία του ενδομητρίου, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες σύλληψης. Σύμφωνα με όλα τα επιστημονικά δεδομένα, ένας κύκλος εξωσωματικής γονιμοποίησης με φάρμακα φαίνεται πως έχει σαφή πλεονεκτήματα σε σχέση με έναν φυσικό κύκλο και οδηγεί σε υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι, η απόκριση των ωοθηκών στα φάρμακα δεν είναι τόσο καλή όσο η γυναίκα μεγαλώνει. Η μέτρηση της ορμόνης ΑΜΗ είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης της πιθανής ικανότητας των ωοθηκών να αποκριθούν τουλάχιστον ικανοποιητικά στα φάρμακα, όχι όμως πάντα. Ακόμα και αν μια γυναίκα στα 42 – 44 φαίνεται πως έχει ένα πολύ καλό ορμονικό και υπερηχογραφικό προφίλ, αυτό δε σημαίνει πως η χρήση ορμονών στα πλαίσια της εξωσωματικής γονιμοποίησης θα είναι αποτελεσματική. Η γυναίκα λοιπόν πρέπει να συζητήσει αναλυτικά με τον θεράποντα ιατρό της τί επιλογές έχει σχετικά με τα πρωτόκολλα διέγερσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, και να είναι προετοιμασμένη για απρόσμενα αποτελέσματα. Σε πολλές περιπτώσεις ο φυσικός κύκλος εξωσωματικής γονιμοποίησης, χωρίς τη χρήση φαρμάκων γονιμότητας, είναι η καλύτερη επιλογή.
4. Ποσοστό επιτυχίας στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση
Στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση ο τρόπος με τον οποίο δίνονται τα αποτελέσματα επιτυχίας για μία προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι συχνά παραπλανητικός. Κάποιοι θεωρούν επιτυχία μία θετική β-χοριακή, άλλοι μία κλινική εγκυμοσύνη και οι πιο αυστηροί τη γέννηση ενός παιδιού ανά προσπάθεια που ξεκινάει (το οποίο έχει και τη σπουδαιότερη σημασία). Επίσης κάποιοι αναφέρουν τα ποσοστά επιτυχίας ανά κύκλο προσπάθειας, ενώ άλλοι το συνολικό ποσοστό επιτυχίας μετά από 2 ή 3 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Πολλοί ασθενείς πιστεύουν ότι ένα εξαιρετικό ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι 60-70% ή παραπάνω, και ότι οτιδήποτε κάτω από το 50% αποτελεί αποτυχία. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα νεαρό και θεωρητικά γόνιμο ζευγάρι έχει μονάχα 15-20% πιθανότητα να συλλάβει με φυσικό τρόπο μέσα σε ένα μήνα. Έτσι έχει καθοριστεί από τη φύση. Οι γυναίκες με κορυφαίες πιθανότητες επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση έχουν ανά κύκλο ποσοστά επιτυχίας 40% ή κάποιες φορές περισσότερο, ενώ η πλειοψηφία των γυναικών έχουν ανά κύκλο ποσοστά επιτυχίας 20-35%. Μία σωστή έρευνα στο διαδίκτυο από έγκυρες πηγές (HFEA,ESHRE, SART, WHO, ASRM) δίνει αυτά τα αποτελέσματα.
Ο παράγοντας ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο στις πιθανότητες επιτυχίας σε μία προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Και ενώ σε μία γυναίκα μέσης αναπαραγωγικής ηλικίας ισύει αυτό το 20 με 35% ανά κύκλο προσπάθειας, η στατιστική δεν είναι η ίδια όσο η γυναίκα μεγαλώνει. Το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι σχεδόν το μισό (περίπου 12%) στα 40 και λιγότερο από 3% από τη στιγμή που η γυναίκα είναι 44, όταν βέβαια χρησιμοποιεί τα δικά της ωάρια.
Πολύ πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βαρκελώνης επιβεβαιώνει τα πιο πάνω δεδομένα, υποστηρίζοντας ότι οι πιθανότητες μια γυναίκα άνω των 44 ετών να αποκτήσει ένα παιδί με κάποια μέθοδο εξωσωματικής γονιμοποίησης, χρησιμοποιώντας τα δικά της ωάρια, είναι μόνο 1,3%. Οι ερευνητές μάλιστα επεσήμαναν ότι δυστυχώς είναι πολλές οι γυναίκες που δεν γνωρίζουν ότι μετά τα 35, οι πιθανότητες επιτυχίας ακόμα και με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνονται αρκετά, και σχεδόν μηδενίζονται μετά τα 44.
Αυτό δε σημαίνει πως μία γυναίκα πολύ προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας δεν μπορεί να μείνει έγκυος με τα δικά της ωάρια. Σημαίνει όμως πως στατιστικά θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο και αρκετές προσπάθειες προκειμένου να τα καταφέρει, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογιστούν και άλλες πιθανές παράμετροι υπογονιμότητας που μπορεί να δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Εάν και πάλι δεν τα καταφέρει η μόνη επιλογή για να αποκτήσει ένα παιδί είναι η δωρεά ωαρίων, με πιθανότητα επιτυχίας που μπορεί να αγγίζει και το 60%.
5. Δωρεά ωαρίων
Αν λοιπόν οι προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν έχουν αποτέλεσμα, οι ωοθήκες έχουν πλέον πολύ μειωμένο απόθεμα ωαρίων ή τα ωάρια φαίνεται πως είναι κακής ποιότητας, τότε το επόμενο λογικό βήμα είναι το ζευγάρι να χρησιμοποιήσει τα ωάρια μιας άλλης, πολύ νεότερης γυναίκας, η οποία διαθέτει τα ωάρια της για αυτό το σκοπό. Οι κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο με χρήση δανεικών ωαρίων φαίνεται να έχουν αυξηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, λόγω της αύξησης του αριθμού των γυναικών που αποφασίζουν να κάνουν παιδί σε προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία αλλά και λόγω ενός πιο οργανωμένου και ελεγχόμενου συστήματος δώρησης ωαρίων. Τα ποσοστό επιτυχίας αυτής της μεθόδου είναι συγκριτικά πολύ θεαματικά, λόγω της μικρής αναπαραγωγικής ηλικίας των δοτριὠν. Ωστόσο, ως διαδικασία είναι αρκετά πιο ακριβή και μόνο λίγοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση, πριν ένα ζευγάρι προχωρήσει σε μία τέτοια διαδικασία, πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με όλες τις παραμέτρους που αφορούν τη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης με δωρεά ωαρίων, και, ανάλογα με την περίπτωση, να συμβουλευτεί και έναν ψυχολόγο/ οικογενειακό σύμβουλο σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μία τέτοια διαδικασία στο μέλλον.
6. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες
Όπως ανέφερα πιο πάνω, ακόμα και όταν η ορμονολογική και υπερηχογραφική εικόνα μιας γυναίκας προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας είναι καλή, και η ίδια έχει τακτικά περίοδο, η ποιότητα των ωαρίων που απελευθερώνονται κάθε μήνα μπορεί να μην είναι τόσο καλή.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο κίνδυνος χρωμοσωμικών ανωμαλιών όπως το σύνδρομο Down, ή ακόμα πιο θανατηφόρων, όπως το σύνδρομο Edwards, αυξάνει καθώς η γυναίκα μεγαλώνει. Στην ηλικία των 40 ετών, ο κίνδυνος μία γυναίκα να έχει παιδί με σύνδρομο Down είναι περίπου 1 στα 70, κίνδυνος που μεγαλώνει δραματικά έως την ηλικία των 44 ετών που η πιθανότητα γίνεται 1 στα 20. Αυτό αποτελεί μία σημαντική διαφοροποίηση των πιθανοτήτων με το πέρασμα των χρόνων, αν σκεφτεί κανείς πως η πιθανότητα αυτή είναι περίπου 1 στα 1000 στα 20 έτη της ηλικίας της. Ομοίως, με το σύνδρομο Edwards, ο κίνδυνος αυξάνεται κοντά στις 20 φορές μεταξύ της ηλικίας 20 και 40. (1 στα 200 στην ηλικία των 40 ετών).
Έως σήμερα, η επιστήμη της εμβρυομητρικής ιατρικής χρησιμοποιεί έμμεσους υπερηχογραφικούς (Έλεγχος Αυχενικής Διαφάνειας, Υπερηχογράφημα Β- Επιπέδου), και βιοχημικούς δείκτες (Papp-A, free b-hCG) προκειμένου να ανιχνεύσει το Σύνδρομο Down και άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Στα χέρια του έμπειρου ειδικού της εμβρυομητρικής ιατρικής, υπάρχει η δυνατότητα ανακάλυψης περίπου του 90% των μη φυσιολογικών κυήσεων. Η μέθοδος όμως αυτή αν και απόλυτα ασφαλής, χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών (~ 5% ) αποτελεσμάτων. Αυτό σημαίνει πως ένας σημαντικός αριθμός γυναικών που λαμβάνουν θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να υποβληθούν σε λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση για επιβεβαίωση του αποτελέσματος. Όμως, η λήψη τροφοβλάστης και η αμνιοπαρακέντηση, αποτελούν επεμβατικές διαδικασίες και ενέχουν, αν και είναι μικρός, τον κίνδυνο αποβολής. Στην περίπτωση ενός ψευδώς θετικού αποτελέσματος, ένας σημαντικός αριθμός γυναικών προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, που κυοφορούν φυσιολογικά μωρά, θα πρέπει να υποβληθούν στον αδικαιολόγητο κίνδυνο (κίνδυνος αποβολής 0.5-1%), άγχος και φόβο που συνοδεύει τις επεμβατικές τεχνικές. Οι περισσότερες γυναίκες, ακόμα περισσότερο σε αυτή την ηλικία, θέλουν να αποφύγουν μία επικίνδυνη διαδικασία αν δεν υπάρχει λόγος, ειδικά όταν πρόκειται για περιστατικά που έχουν πασχίσει πολύ για την επίτευξη της εγκυμοσύνης ή η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ευτυχώς, η εισαγωγή μίας προηγμένης μεθόδου ανίχνευσης του συνδρόμου Down και άλλων χρωμοσωμικών ανωμαλιών, που ονομάζεται Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος, λόγω του εξαιρετικά μικρού ποσοστού ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων (λιγότερο από 0.1%) έχει βελτιώσει εντυπωσιακά τα ποσοστά ανίχνευσης των χρωμοσωμικών ανωμαλιών και συνεπώς η πλειοψηφία των εγκύων μπορεί να αποφύγει κινδύνους στους οποίους θα εκτίθετο διαφορετικά. Το απολύτως ασφαλές τεστ Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου TRANQUILITY της Genoma προσφέρει στους ιατρούς, στις γυναίκες και στις οικογένειες τον πλέον αξιόπιστο τρόπο ανίχνευσης χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα αρχικά στάδια κύησης και με τον τρόπο αυτό περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για μία επεμβατική διαδικασία όπως η αμνιοκέντηση.
7. Κίνδυνος αποβολής και επιπλοκές της εγκυμοσύνης
Όσο η γυναίκα μεγαλώνει, οι πιθανότητες να αποβάλει στο πρώτο τρίμηνο λόγω χρωμοσωμικών ανωμαλιών ή να εμφανίσει κάποια επιπλοκή αργότερα στην κύηση αυξάνονται. Αυτό είναι μία αλήθεια που πρέπει η γυναίκα να γνωρίζει προκειμένου να κάνει ότι είναι δυνατό ώστε να αυτό να μη συμβεί ή εάν συμβεί να είναι σωστά ενημερωμένη και προετοιμασμένη.
Οι πιο συνηθισμένες επιπλοκές περιλαμβάνουν προεκλαμψία, διαβήτη της κύησης, πρόωρο τοκετό, περιορισμό της ενδομήτριας ανάπτυξης και διάφορα άλλα. Η κύηση σε προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία σίγουρα αποτελεί κύηση υψηλότερου κινδύνου. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η έγκυος δεν πρέπει να “χαρεί” την εγκυμοσύνη της ως μία απόλυτα φυσιολογική κατάσταση και όχι ως ασθένεια, εφόσον όλα βαίνουν καλώς ή τα όποια προβλήματα έχουν αντιμετωπισθεί εγκαίρως και η εγκυμοσύνη εξελίσσεται φυσιολογικά.
8. Τοκετός και προχωρημένη αναπαρωγική ηλικία
Όσον αφορά στον τοκετό, κάτι που προβληματίζει την πλειοψηφία των γυναικών προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, σαφέστατα η ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί ένδειξη για καισαρική τομή. Βέβαια, με τα τελευταία στατιστικά δεδομένα, οι γυναίκες πάνω από 40 ετών έχουν 40% πιθανότητα να γεννήσουν με αυτόν τον τρόπο. Όμως, με τη μέθοδο αυτή θα έπρεπε να γεννούν μόνο οι γυναίκες που έχουν απόλυτη ένδειξη για καισαρική τομή. Εφόσον η ίδια το επιθυμεί και η εγκυμοσύνη εξελίσσεται φυσιολογικά χωρίς επιπλοκές, η έγκυος μπορεί να γεννήσει απολύτως φυσιολογικά. Για να το καταφέρει όμως αυτό είναι καλό να διατηρεί τον εαυτό της σε καλή φυσική κατάσταση με διατροφή και άσκηση, σε καμία περίπτωση να μην πάρει περιττό βάρος και -το σπουδαιότερο- να κάνει την κατάλληλη προετοιμασία: τόσο με τη μαία της, που θα την προετοιμάσει για ένα φυσιολογικό τοκετό καθώς και για την τόσο απαιτητική περίοδο της λοχείας (θηλασμός, περιποίηση βρέφους), όσο και με το γιατρό, που θα την ενημερώσει με λεπτομέρεια και αναλυτικά για τον τοκετό και θα την κάνει να νιώσει ασφαλής και δυνατή λύνοντας κάθε απορία και καθησυχάζοντάς την. Η εγκυμοσύνη, σε κάθε ηλικία, αποτελεί μία απόλυτα φυσιολογική κατάσταση και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Καθώς η επιστήμη προχωράει και ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται, ολοένα και περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να γίνουν μητέρες σε πιο μεγάλη ηλικία. Το γεγονός ότι όλοι μας γνωρίζουμε αρκετές πλέον γυναίκες στα 42, στα 45 ή και τα 48 τους ακόμα που διανύουν επιτυχώς την εγκυμοσύνη τους, κάνει τη διαδικασία αυτή να φαίνεται κάτι σύνηθες ή εύκολο. Στην πραγματικότητα όμως, για την πλειοψηφία των γυναικών, δεν είναι.
Σίγουρα, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, οι γυναίκες έχουν πολλές επιλογές που αφορούν την αναπαραγωγή. Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι κάθε τι που γίνεται, να διασφαλίζει όσο είναι δυνατό, όχι μόνο τη γέννηση ενός υγιούς μωρού αλλά και την υγεία της κάθε γυναίκας – μέλλουσας μητέρας.
Πηγή: Draristsigris.gr