«Γεννημένες μάνες» δεν υπάρχουν

«Κάθε θηλυκό έχει τη σφραγίδα της μάνας του και δύσκολα ξεφεύγει καθεμιά μας από τον κανόνα.

Και είναι πράγματι αυτή η «σφραγίδα» ένα αναλλοίωτο δυναμικό αποτύπωμα που φέρει ο ψυχισμός μας ισόβια και επηρεάζει ένα πολλαπλό δίκτυο σχέσεων. Με τον εαυτό μας, τον σύντροφό μας, την επόμενη γενιά, αλλά και όλα τα υπόλοιπα θηλυκά που εμφανίζονται κατά διαστήματα στη ζωή μας. Ποια σφραγίδα, όμως;
Προστασία, παντοδυναμία, ασφάλεια, ισοβιότητα και ανάταση, κυριαρχία, δημιουργία, συναίσθημα, προτυπική εικόνα, αδιαπραγμάτευτη στοργή, άνευ όρων παροχή είναι η μία όψη της έννοιας «Μητέρα». Γιατί υπάρχει και η άλλη, η λιγότερο αναμενόμενη, η πιο σκληρή, η όχι τόσο προσωπική. Αυτή της απαιτητικής, της επικριτικής μητέρας, της απούσας-παρούσας, της τιμωρητικής μητέρας που αναπτύσσει σταθερές προσδοκίες, που διαπραγματεύεται σκληρά με το «δεν θα… αν δεν», που διαπληκτίζεται με την κόρη της σε κάθε ένταση και ύφος, που προκαλεί τον ανταγωνισμό, που φτάνει στο τέρμα προκειμένου να κατατροπώσει τη θηλυκή απόγονό της και να επιβεβαιώσει το κυριαρχικό μητρικό της εγώ.

Ένα πρόσωπο, δύο όψεις, διπλή σφραγίδα, αμφιλεγόμενο αποτύπωμα.
Η σχέση της κόρης με τη μητέρα είναι ένας δεσμός που συνδέει το παρόν με ό,τι υπάρχει ψυχοσυναισθηματικά ενεργό από το παρελθόν και εξακολουθεί και στο μέλλον,  ακόμα και όταν η μητέρα δεν βρίσκεται στη ζωή. Όταν πια η κόρη επιλέγει συνειδητά τι και πόσα να «κρατήσει» από τα μητρικά πρότυπα, αλλά και όσα ασυνείδητα μεταφέρει, συναισθήματα και συμπεριφορές που παρουσιάζει, τα οποία ούτε η ίδια μπορεί να αποκωδικοποιήσει ή αιτιολογήσει, που μπορεί να καθοδηγούν τις επιλογές της, την καθημερινότητά της, να ορίζουν τον τρόπο σκέψης της και να διαμορφώνουν τα όσα νιώθει και ανταποδίδει στους γύρω της.

Η μητρική αγάπη θεωρείται κατά γενική παραδοχή έννοια αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη. Και ίσως είναι έτσι. Φτάνει, όμως, πάντα σωστά στον προορισμό της; Αντιλαμβάνεται η κόρη το συναίσθημα αυτό; Ή γίνεται αποδέκτης μιας στρεβλής εκδοχής του; Της δίπολης; Της αντιφατικής; Της συγκρουσιακής; Κι αν ναι, τι συμβαίνει τότε;

Η κόρη αμφιβάλλει για τη μητρική αγάπη και τη διεκδικεί με κάθε τρόπο και κάθε μέσο και αν δεν τα καταφέρει συγκρούεται με τη μητέρα για να προστατεύσει το νεοσύστατο εγώ της και η μητέρα με την κόρη για να επιβάλει την κυριαρχία της. Η σύγκρουση, όμως, είναι ο καθρέφτης που αντανακλά τις συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες που έχουν ζήσει οι μητέρες.  

Μητέρες με συναισθηματικά κενά, ακάλυπτες ανάγκες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες στρέφονται στο κοντινότερο θηλυκό του περιβάλλοντός τους, την κόρη τους, γιατί βλέπουν στο πρόσωπο αυτής τον δικό τους εαυτό σε άλλο χωροχρόνο, σε άλλες συνθήκες, με άλλες ευκαιρίες και διεκδικούν μέσα από την «κόρη» τη ζωή που δεν μπόρεσαν οι ίδιες να έχουν. Όταν όμως το γέννημά τους ξεφεύγει από τις δικές τους επιθυμίες και το δικό τους στρατηγικό πρόγραμμα ολοκλήρωσής τους, τότε αρχίζει η πάλη. Προσβολές, συναισθηματικός εκβιασμός, πρόκληση ενοχής, υποτροπή, ανοιχτές απειλές, ώσπου η κόρη να υποκύψει για να ολοκληρώσει το όνειρο και τις προσδοκίες της «μαμάς». Αν δεν υποκύψει, το συναίσθημα εκφυλίζεται, χάνει το δρόμο του και πάλι επανέρχεται αλλοιωμένο, διστακτικό, επιφυλακτικό και καχύποπτο, αλλά πάντα εκεί για να επιβεβαιώνει τον ισόβιο και άρρηκτο δεσμό μητέρας – κόρης.

Είναι η δύσκολη στιγμή που συγκρούονται οι προσδοκίες της καθεμιάς γενιάς: η προσδοκία της κόρης για αποδοχή, στοργή και υποχώρηση και η μητρική προσδοκία για εξέλιξη, βελτίωση, εκπλήρωση των στόχων με όποιο κόστος και όποιον χειρισμό. Η μη αποδοχή της κόρης από τη μητέρα συνιστά μεγάλο ψυχικό τραυματισμό. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί να καθρεφτιστεί στα μάτια του πιο σημαντικού άλλου και να νιώθει σιγουριά γι’ αυτό που είναι, γιατί έτσι δημιουργεί τις προϋποθέσεις να την αποδεχθούν οι άλλοι. Αν δεν σε αποδεχθεί η ίδια σου η μάνα, δεν ξεκινάς καλά την πορεία της ζωής. Αμφιβάλλεις, φοβάσαι, ντρέπεσαι, νιώθεις ενοχικά χωρίς λόγο, άβολα, δυσάρεστα. Πρέπει να παλέψεις πολύ μέσα σου για να λυτρωθείς από αυτό το μαρτύριο, να βρεις τελικά τον ίδιο σου τον εαυτό.

Πότε ξεκινά, όμως, η σύγκρουση; Από τη νηπιακή ήδη ηλικία η μητέρα αναμένει και προσδοκεί από τη θηλυκή της απόγονο. Της δίνει εφόδια για να γίνει καλύτερη, όσα έχει και μπορεί. Αν η κόρη δεν τα καταφέρνει, κάνει η μητέρα το λάθος να της στερεί τις αμοιβές και ενίοτε την τιμωρεί για να τη συμμορφώσει. Ώσπου έρχεται και η εποχή της εφηβείας για την κόρη, που χρονολογικά περίπου συμπίπτει με την είσοδο της μητέρας στην ωριμότητα. Η μητέρα μεγαλώνει, νιώθει τη νεότητά της να υποχωρεί. Το νέο κορίτσι που εκείνη κάποτε ήταν τώρα ζει μέσα από την κόρη της και έτσι η μητέρα νιώθει να απειλείται. Θέλει να επαναφέρει τη νεότητά της με κάθε τρόπο τώρα που η κόρη της, με την εμφάνισή της, της επαναφέρει στη μνήμη αυτό που δεν είναι πια. Η μητέρα υποσυνείδητα καταπιέζει την έφηβη κόρη της που αρχίζει να ζει τη νεότητά της.

Αυτός ο άρρηκτος δεσμός μάνας – κόρης κρύβει ένα πλέγμα συναισθημάτων που αλλάζει αποχρώσεις και μορφές ανάλογα με τις διεκδικήσεις της καθεμιάς και όχι μόνο. Τα βιώματα της μητέρας, τα γνωσιακά της σχήματα, οι προσδοκίες της, οι επιθυμίες για τη ζωή της κόρης διαμορφώνουν τον τρόπο και το πλάνο ανατροφής, κάνοντάς μας τελικά ν’ αναρωτηθούμε αν υπάρχει ιδανική μητέρα. Καμιά από εμάς δεν έρχεται στον κόσμο έτοιμη μάνα. Ούτε το σπουδάζει. Το βιώνει όμως μέσα από τη δική της ιδιαίτερη, μοναδική σχέση με τη μητέρα της και κάποιες πάλι φορές βλέποντας και παρατηρώντας άλλες μητρικές συμπεριφορές.

Η μητέρα εκείνη που αγαπά αδιαπραγμάτευτα το παιδί της χωρίς να επιζητά ανταλλάγματα από αυτό πλησιάζει την ιδανική. Εκείνη που απλά τροφοδοτεί το παιδί της με γνώσεις και τα αναγκαία εφόδια για τη ζωή χωρίς την προσδοκία της τελειότητας. Εκείνη που σε όσα κάνει για το παιδί της τα κάνει σιωπηλά χωρίς να χρησιμοποιεί τον ψυχολογικό εκβιασμό «θυσίασα για εσένα τη ζωή μου», ώστε να φορτίζει υποχρέωση και ενοχή το παιδί της, εκείνη πλησιάζει την ιδανική μητέρα.

Συχνά οι μητέρες μέσα στη σχέση με την κόρη μπερδεύονται και χάνουν τον προσανατολισμό τους. Με το να βλέπουν την κόρη τους ως προέκταση του εαυτού τους και να μην αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες επιθυμίες του παιδιού τους, τη μοναδική ατομικότητά του, τα θέλω του, εγκλωβίζουν την κόρη τους και η πάλη και η σύγκρουση θα έρθει αναπόφευκτα, όταν η απόγονος θα θελήσει να διεκδικήσει την αυτονομία της.

Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση η κόρη να μην αντιδράσει ποτέ ανοιχτά και φανερά, να καταπίνει τα «θέλω» της μητέρας της και να μεταμορφώνεται σταδιακά στο «όνειρο της μαμάς» και να το εκπληρώνει με εκπληκτικό ηθικό αντάλλαγμα: «η εξαιρετική και επιθυμητή κόρη μου». Πολυσήμαντη φράση αυτή που κατοχυρώνει μια επιθυμία και στις δύο. Η μία κατάφερε να γίνει η τέλεια κόρη της μητέρας και η άλλη να εκπληρώσει τον ρόλο της και ολοκληρώσει την εικόνα του μισοτελειωμένου της «εγώ». Η μητέρα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να προβάλει τις δικές της επιθυμίες και τα δικά της απωθημένα πάνω στο παιδί της κι ούτε να νιώθει ποτέ ότι απειλείται από τη θηλυκή της απόγονο ή να νιώθει εκτεθειμένη και αποτυχημένη ως μητέρα όταν η κόρη της δεν ακολουθήσει τα θέλω της, γιατί το ίδιο ακριβώς συναίσθημα θα προκαλεί στο παιδί της: «απέτυχα να ικανοποιήσω τη μητέρα μου, δεν αξίζω πολλά, δεν μού αξίζει να με προσέχουν και να με αγαπούν». Συναίσθημα αναξιότητας που θα βασανίζει τη νέα γυναίκα.

Η μητρική αγάπη πρέπει να δίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Το αυτονόητο δεν μπορεί να γίνει επιχείρημα. «Σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, γιατί τη μοναδικότητα της ύπαρξής σου, τις ιδιαιτερότητές σου» θα έπρεπε να είναι η φράση που λέει η κάθε μάνα στην κόρη της. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει ότι και η μητέρα είναι πλήρης ως προσωπικότητα και ότι δεν περιμένει να ζήσει μέσα από τη ζωή του παιδιού της, να συγχωνευτεί στη ζωή της νέας κοπέλας. Η μητέρα πρέπει να έχει το δικό της περιβάλλον, φιλίες, κοινωνική ζωή, δραστηριότητες και να μην επιδιώκει την αδιάλειπτη συνύπαρξη με το παιδί της ως διέξοδο της μοναξιάς της.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου καταπιεσμένα παιδιά γίνονται εχθρικά και επιθετικά απέναντι στις μητέρες τους. Κάποτε ανταποδίδουν και αυτά όλο το φορτίο αρνητικών συναισθημάτων και βιωμάτων της παιδικής ηλικίας. Άλλοτε πάλι δεν ξεσπούν ποτέ. Χωνεύουν το αρνητικό και βαρύ συναίσθημα τιμωρώντας άθελά τους τον εαυτό τους για όσο ζουν και τελικά το κληροδοτούν στις επόμενες γενιές.

Στο συναίσθημα υπάρχει αφθαρσία. Τίποτα δεν χάνεται. Απλώς μετασχηματίζεται».

Απόσπασμα από το κείμενο, «Η μάνα μου, ο εχθρός μου-themamagers.gr