Το πρωί που ξυπνάω για το σχολείο δεν προλαβαίνω να σε δω.
Άμα χουζουρέψω και λιγάκι παραπάνω, τρέχω μετά σαν τον Μέσι.
Αρπάζω ένα κρουασάν, φοράω το ένα μανίκι στο σπίτι και το άλλο στο δρόμο. Στο σχολείο βλέπω άλλους μπαμπάδες.
Δεν σου το κρύβω, ζηλεύω λίγο. Εντάξει, έχω τη μαμά πάντα μαζί μου. Αλλά εσύ είσαι άλλο, μπαμπά.
Είσαι ο αόρατος ήρωας μου.
Το μεσημέρι πάντα λείπεις. Καθόμαστε με τη μαμά στα γρήγορα, μασάμε στα γρήγορα, μαλώνουμε στα γρήγορα… ξέρεις… για τη σαλάτα. Ή μήπως δεν το ξέρεις;
Δύσκολη μέρα σήμερα. Ωχ! Μαθηματικά! Πού είσαι, ρε μπαμπά, να με βοηθήσεις λίγο; Μόνο τους πελάτες σου βοηθάς.
Αλαμπουρνέζικα μου φαίνονται αυτά τα ποσοστά! Μήπως να γίνω κι εγώ πελάτης σου, για να μου δώσεις σημασία; Τέλος πάντων!
Ελπίζω τουλάχιστον να κρατήσεις την υπόσχεσή σου για το γήπεδο.
Και τώρα τι κάνουμε; Θα ανοίξω το βοήθημα. Πάλι ένα σωρό ασκήσεις μάς έβαλε. Έχω και προπόνηση. Γράφω, γράφω… πιάστηκε το χέρι μου
Πριν καλά καλά τελειώσω, χτυπάει το κουδούνι.
Αμάν! Έχουμε και μια εργασία στη Γεωγραφία. Δεν προλαβαίνω. Θα τη γράψω αύριο στο διάλειμμα από τον Κώστα. Αυτός έρχεται πάντα γραμμένος.
Μία ώρα Αγγλικά φτάνει για να ανάψει ο εγκέφαλος. Άργησα. Ποιος τον ακούει πάλι τον προπονητή!
Τρέχω αλαφιασμένος και βλέπω απέναντι το Θάνο με τον μπαμπά του στα ποδήλατά τους να κουβεντιάζουνε και να γελάνε. Εσύ, πάλι δεν πρόλαβες.
Το ξέρω πως θα ‘ρθεις το βράδυ. Αλλά θα χυθείς στον καναπέ και θα χαζεύεις ειδήσεις στο κουτί. Γιατί, ρε μπαμπά; Δεν διάλεξα εγώ να έρθω στη ζωή σου. Εσύ με κάλεσες.
Μ’ αγαπάς. Το ξέρω. Μπορείς, όμως, να μου το δείχνεις λίγο παραπάνω;
Ε, μπαμπά;
(βασισμένο σε μαρτυρίες παιδιών)
Άντα Ευαγγέλου -enet.gr