Η παιδική διατροφή μέσα από 7 ερωτήσεις

Γράφει η Κυριακή Απέργη, MSc από το TheHealthLab

Πως ορίζεται η παιδική παχυσαρκία και πότε ένα παιδί είναι ή τείνει να γίνει παχύσαρκο;

Με τον όρο «παχυσαρκία» ορίζεται η ανώμαλη ή η υπερβολική συσσώρευση λίπους, και όχι απλά βάρους, που μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην ψυχοσωματική υγεία του ατόμου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο αριθμός των παχύσαρκων Ευρωπαίων έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του ’80 και ότι περίπου το 1 στα 3 παιδιά ηλικίας 6-9 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Η παιδική παχυσαρκία είναι μια παθολογική κατάσταση, που επηρεάζει τα παιδιά και τους εφήβους.

Η αξιολόγηση της παχυσαρκίας στα παιδιά είναι διαφορετική και πιο περίπλοκη από στους ενήλικες. Τα παιδιά είναι αναπτυσσόμενοι οργανισμοί και μάλιστα αναπτύσσονται με διαφορετικό ρυθμό σε διαφορετικές ηλικίες. Επιπλέον, μελέτες αναφέρουν ότι οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν αν το παιδί τους είναι υπέρβαρο ή πιστεύουν ότι το αυξημένο βάρος του παιδιού θα γίνει ύψος.

Για να αξιολογήσει κανείς την κατηγορία βάρους ενός παιδιού ή εφήβου υπάρχουν 3 μέθοδοι. Η μέθοδος που είναι ευρέως αποδεκτή είναι η χρήση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), δηλαδή το βάρος σε κιλά διαιρεμένο με το τετράγωνο του ύψους σε εκατοστά (kg/m2), σε σύγκριση με το διάγραμμα «ΔΜΣ-για-ηλικία». Σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, «υπέρβαρα» θεωρούνται τα παιδιά ή οι έφηβοι με ΔΜΣ μεγαλύτερο της 85ης εκατοστιαίας θέσης (ΕΘ), ενώ ως «παχύσαρκα» κατατάσσονται εκείνα με ΔΜΣ μεγαλύτερο της 95ης ΕΘ για την ηλικία και το φύλο.

Από ποια ηλικία και μετά θα πρέπει να ανησυχούμε; Ένα «γεμάτο» μωρό θα γίνει ένα παχύσαρκο παιδί;

Όλοι αγαπούν ένα «γεμάτο» μωρό και ως έναν βαθμό οι «δίπλες» σε ένα βρέφος μπορεί να αποτελέσει «ένδειξη υγείας». Τα μωρά χρειάζονται το λίπος για το άμεσο αναπτυξιακό στάδιο, που είναι από τα ταχύτερα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, το λίπος μπορεί να υπερβαίνει το υγιές ποσοστό που χρειάζεται το μωρό. Τα μωρά που παίρνουν βάρος πιο γρήγορα κινδυνεύουν να εμφανίσουν παχυσαρκία κατά την ηλικία των 3 ετών, γεγονός που από μελέτες φαίνεται να συνδέεται με παχυσαρκία, όχι μόνο ως παιδί, αλλά και στην ενηλικίωση.

Δεν είναι εύκολο για τον γονιό να εντοπίσει την παχυσαρκία απλά κοιτάζοντας το παιδί, καθώς τα μωρά έχουν διαφορετικά όρια φυσιολογικού ποσοστού σωματικού λίπους. Είναι σημαντικό ωστόσο να επισκέπτονται τακτικά τον παιδίατρο, ώστε να ελέγχεται η ανάπτυξη και ο ΔΜΣ του μωρού για την ηλικία του.

Η περίσσεια λίπους και θερμίδων μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα ανησυχίας. Για παράδειγμα, το υπερβολικό βάρος μπορεί να καθυστερήσει το περπάτημα – βασικά μέρη της σωματικής και πνευματικής ανάπτυξης του μωρού.

Ένα «μεγάλο» μωρό δεν θα γίνει απαραίτητα ένα υπέρβαρο παιδί, αλλά αν δεν δοθεί προσοχή ένα παιδί που είναι παχύσαρκο συχνά παραμένει παχύσαρκος ως ενήλικας.

Η σωστή και ελεγχόμενη αύξηση βάρους στην εγκυμοσύνη, ο έλεγχος για διαβήτη κύησης, ο εξάμηνος αποκλειστικός θηλασμός του βρέφους, η αναγνώριση και ο σεβασμός στα σήματα πληρότητας του μωρού , η αποφυγή πρώιμης εισαγωγής στερεών είναι κάποιοι από τους παράγοντες, που συμβάλουν σε ένα υγιές ποσοστό λίπους.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονίσουμε ότι τα μωρά χρειάζονται μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά για να υποστηριχτεί η ανάπτυξη κατά τη βρεφική ηλικία και για αυτό οι ενεργειακοί περιορισμοί που αποσκοπούν στη μείωση του βάρους δεν συνιστώνται για βρέφη κάτω των 2 ετών.

Ένα παιδί που τρώει πολύ «άτακτα» αλλά δεν παίρνει κιλά θα πρέπει να μας ανησυχεί;

Ο λόγος που τρεφόμαστε είναι πρωτίστως για να πάρουμε τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά από την τροφή, και δευτερευόντως για κοινωνικούς, ψυχολογικούς και άλλους λόγους. Όταν ένα παιδί (ή και ενήλικας) δεν λαμβάνει θρεπτικά συστατικά, είτε λόγω υπερβολικής κατανάλωσης τροφής μειωμένης θρεπτικής αξίας ή λόγω συνολικής μειωμένης πρόσληψης τροφής για τις ατομικές ανάγκες ή/και μειωμένης απορρόφησης εξαιτίας κάποιας υποκείμενης νόσου, τότε βρίσκεται σε κίνδυνο διατροφικών ελλείψεων και εμφάνισης προβλημάτων υγείας. Επομένως πέρα από τυχόν «αισθητικούς» λόγους, τόσο ένα παχύσαρκο παιδί, όσο ένα παιδί «αδύνατο», αλλά «κακόφαγο» βρίσκονται αμφότερα σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών και επιπλοκών της υγείας.

Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ο γονιός ή ο κηδεμόνας να αναγνωρίζει πότε η διατροφή ενός παιδιού είναι «ελλιπής» ή πότε το παιδί «δεν παίρνει κιλά». Τα παιδία εμφανίζουν μια περιοδικότητα τόσο στη πρόσληψη τροφής, όσο στην ανάπτυξη και η πίεση για κατανάλωση τροφής συχνά επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Τα παιδί που πιέζονται να φάνε κάποιο συγκεκριμένο τρόφιμο, τελικά έχουν αυξημένη πιθανότητα να το απορρίψουν, ενώ όσο πιέζονται να φάνε περισσότερο καταλήγουν να έχουν λάθος διατροφικές συνήθειες και πεποιθήσεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο βάρος και διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά μετέπειτα.

Σε κάθε περίπτωση που ο γονιός ανησυχεί για την διατροφή ή την ανάπτυξη του παιδιού, καλό θα ήταν να απευθύνεται στον παιδίατρο για επιβεβαιώσει αν όντως υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ιατρικό έλεγχο και να ακολουθεί παραπομπή σε πτυχιούχο διαιτολόγο-διατροφολόγο.

Διαβάστε περισσότερα για τα προγράμματα διατροφής

Παίζει ρόλο η κληρονομικότητα και ποιοι άλλοι παράγοντες συμβάλουν στην εμφάνιση της παιδικής παχυσαρκίας;

Το αυξημένο σωματικό βάρος και ορθότερα, το αυξημένο ποσοστό λίπους, είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, που συμβάλλουν σε ένα θετικό ενεργειακό ισοζύγιο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Μελέτες σε γονείς και παιδιών, σε διδύμους και σε παιδιά, που υιοθετήθηκαν, φαίνεται να συνηγορούν στο γεγονός ότι η παχυσαρκία έχει και κληρονομικό υπόβαθρο, με συγκεκριμένα γονίδια που μπορεί να συμβάλλουν κατά 60-84% στον καθορισμό του ΔΜΣ ενός ατόμου.

Ωστόσο, φαίνεται ότι προοδευτική αύξηση της παχυσαρκίας στις περισσότερες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες οφείλεται σε «παχυσογόνους» περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως είναι η μείωση της φυσικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση σε τροφές υψηλής θερμιδικής και χαμηλής θρεπτικής αξίας.

Πως αντιμετωπίζεται από τους γονείς και πότε πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικό διατροφολόγο;

Κάλο θα ήταν οι γονείς να έχουν προληπτικά μια επαφή με έναν διαιτολόγο- διατροφολόγο με εξειδίκευση στην παιδική διατροφή, ώστε να αποκτήσουν «αυτοπεποίθηση» για το πώς πρέπει να θρέφουν το παιδί τους και να θέσουν τις βάσεις της υγείες διατροφής όσο πιο νωρίς γίνεται, ακόμα και πριν τον ερχομό του παιδιού.

Όταν οι κηδεμόνες ενημερωθούν από τον παιδίατρο ότι το βάρος του παιδιού έχει αρχίσει να ξεφεύγει από το εύρος του φυσιολογικού ή παρατηρήσουν και οι ίδιοι ότι το παιδί τους δεν τρέφεται «σωστά» και τους δυσκολεύει με το φαγητό, τότε είναι μια κατάσταση συναγερμού και η συνάντηση με διαιτολόγο είναι επιτακτική.

Καλό θα είναι όλη η οικογένεια να αναγνωρίσει εξ’ αρχής την καίρια σημασία της ισορροπημένης διατροφής για την υγεία και την ποιότητα ζωής.

Η βελτίωση του σωματικού βάρους ενός παιδιού δεν αποτελεί ένα «πρόβλημα» που αφορά μόνο το υπέρβαρο μέλος, αλλά για επιτυχία της παρέμβασης πρέπει να γίνουν αλλαγές του τρόπου διατροφής και ζωής όλης της οικογένειας. Για αυτόν τον λόγο, πολλές φορές η παρουσία όλης της οικογένεια στο γραφείο του διαιτολόγου είναι απαραίτητη, ενώ συχνά γίνεται χρήσιμη και η παρουσία του παππού- γιαγιάς που φροντίζουν τα παιδιά. Η συνδυαστική συμβουλευτική με έναν ειδικό ψυχικής υγείας μπορεί να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα.

Ποιο είναι το σωστό καθημερινό διατροφολόγοι για τα παιδιά για να μη φτάσουμε στην παχυσαρκία;

Η πρόληψη είναι σαφώς η καλύτερη θεραπεία. Η «δίαιτα» είναι μια επίπονη διαδικασία, που πολλές φορές μπορεί να αλλοιώσει την σχέση του ατόμου με την τροφή και να μειώσει την ικανότητα του ατόμου να αξιολογεί σωστά το αίσθημα πείνας- κορεσμού. Δυστυχώς, η αλλαγή των λανθασμένων διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής, που συμβάλλει στην αύξηση του βάρους είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, που απαιτεί χρόνο, υπομονή και επιμονή, τόσο για τους ενήλικες, όσο για τα παιδιά.

Ωστόσο, όσο πιο πολύ πιστεύουμε στην σημασία διατήρησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής και όσο πιο νωρίς αρχίσουμε να επενδύουμε σε αυτό, τόσες περισσότερες θα είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. Είναι σημαντικό να νιώθουμε την ισορροπημένη διατροφή σαν ένα μέσο αυτοσεβασμού και αυτοφροντίδας για την διατήρηση της καλής υγείας και ποιότητας ζωής και όχι σαν ένα «μέτρο» ή ένα «χαρτί» διατροφής για έλεγχο του βάρους.

Υπό αυτή την προϋπόθεση λοιπόν δεν θα πρέπει να υπάρχουν απαγορεύσεις και ακρότητες. Κάθε άτομο, αλλά και κάθε οικογένεια έχει τις δικές της ανάγκες και συνήθεις.

Σε γενικές γραμμές τα παιδιά θα πρέπει να έχουν κάτι θρεπτικό για πρωινό στο σπίτι, ακόμα και μικρό σε ποσότητα. Βοηθά να παίρνουν κολατσιό από το σπίτι τις περισσότερες μέρες και να έχουν μικρά και συχνά γεύματα- σνακ ανά περίπου 3-4 ώρες. Σε κάθε γεύμα ή σνακ είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποιο φρούτο ή λαχανικό, ωμό, μαγειρεμένο, ή σε μορφή πουρέ σούπας ή smoothie. Όσο είναι δυνατό θα πρέπει να προτιμούμαι τις τροφές στην πιο απλή και ανεπεξέργαστη τροφή τους, πχ. δημητριακά ολικής, αντί για λευκά, απλό γιαούρτι αντί για επιδόρπιο γιαουρτιού, ωμοί ξηροί καρποί, αντί για σνακ κτλ

Παράλληλα είναι σημαντικό:

Πως θα κάνουμε πιο εύκολο για τα παιδιά να τρώνε πιο υγιεινά στην καθημερινότητα τους;

Το πιο σημαντικό «μυστικό» για να φάνε τα παιδιά σωστά, είναι να τρώνε σωστά οι γονείς. Αν ο γονιός ή ο κηδεμόνας ή ο φροντιστής του παιδιού δεν τρέφεται ισορροπημένα, το παιδί είναι σχεδόν αδύνατο να φάει διαφορετικά.

Το «πρότυπο» και η «μίμηση» είναι πολύ σημαντικές διαδικασίες και μεγαλώνοντας αφορά και τους δασκάλους ή τους συνομιλητής. Επομένως θα πρέπει το άμεσο περιβάλλον, πχ οι γονείς, ο παππούς ή η γιαγιά να έχουν από νωρίς μια κοινή διατροφική γραμμή.

Η υπομονή και επίμονη είναι επίσης σημαντική. Από την βρεφική ηλικία εκλυόμαστε για τροφές γλύκες και εύπεπτες, όπως το γάλα της μαμάς. Αυτή η έμφυτη τάση μας έχει την βάση της στις αρχές για την επιβίωση μας σαν είδος και δεν μας εγκαταλείπει ούτε στην σύγχρονη κοινωνία, ούτε μεγαλώνοντας. Στην βρεφική ηλικία και μέχρι το πρώτο έτος ζωής, τα παιδιά δοκιμάζουν εύκολα σχεδόν τα πάντα, ακόμα και πράγματα που δε τρώγονται! Όσο περισσότερα λοιπόν τρόφιμα καταφέρουμε να εισάγουμε σε αυτό τα στάδιο, τόσο περισσότερη ποικιλία θα εξασφαλίσουμε για την επομένη ηλικιακή φάση που υπάρχει φοβία για νέα τρόφιμα (νεοφοβία) και αποκλεισμός τροφίμων που παλιότερα καταναλώνονταν.

Ωστόσο, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία μπορούμε να αυξήσουμε την ποικιλία υγιεινών τροφών στο διαιτολόγιο του παιδιού, ώστε χορτασμένο να «μην έχει χώρο» για τροφές λιγότερο υγιεινές.

Σε αυτό συμβάλει το να μην υπάρχει διαχωρισμός ή απαγόρευση τροφών, που αυτόματα σχεδόν τις κάνει πιο επιθυμητές. Σε ένα ισορροπημένο πλάνο όλα έχουν την θέση τους και δεν υπάρχουν «καλές» ή «κακές» τροφές, αλλά καλές και κακές διατροφικές συνήθειες. Η επανειλημμένη έκθεση των παιδιών σε τροφές, χωρίς όμως πίεση για κατανάλωση ή αρνητικό σχολιασμό είναι βοηθητική. Δημιουργικότητα στην παρουσίαση και παραμύθια ή ιστορίες με τρόφιμα, για τα μικρότερα παιδιά και αίσθηση επιλογής και συμμετοχής στην οργάνωση της διατροφή για τα μεγαλύτερα και τους εφήβους αποτελούν επίσης εργαλεία για την ενίσχυση της σωστής διατροφικής επιλογής. Μπορούμε να βάλουμε το παιδί να επιλέξει και να αγοράσει ένα νέο λαχανικό ή φρούτο κάθε εβδομάδα, να συζητήσουμε μαζί την επιλογή των γευμάτων και σνακ και, γιατί όχι, να μαγειρέψουμε μαζί του και μαζί με τους φίλους του υγιεινές συνταγές.

Όσον αφορά το τι μπορεί αν αποτελέσει ένα υγιεινό σνακ, οι επιλογές είναι άπειρες, αρκεί να κάνουμε τον εξής συνδυασμό: 1) θρέψη, 2) γεύση, 3) ποσότητα. Επιλέγουμε τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά πχ. φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, γιαούρτι, τυρί, αυγό κτλ. τα συνδυάζουμε με γεύση πχ μέλι, σοκολάτα, μπισκότο, δημητριακά, κτλ. και θυμόμαστε πάντα την ποσότητα. Για παράδειγμα: