Ίσως απ’ τα πλέον ευαίσθητα, κοινωνικού χαρακτήρα θέματα. Η υιοθεσία αποτελεί μια πράξη, πρωτίστως, ψυχής, εξαιρετικά σπουδαία κι αξιέπαινη, που όμως ως διαδικασία καταλήγει δέσμια ενός αχανούς νομοθετικού και γραφειοκρατικού καθεστώτος.
Αποτελεί, λοιπόν, τη νομική πράξη εκείνη, σύμφωνα με την οποία ένα παιδί, εφόσον δεν μπορεί να ζήσει στη φυσική του οικογένεια, μπορεί να ενταχθεί μόνιμα σε μία άλλη, νέα οικογένεια. Η υιοθεσία εκχωρεί επίσημα στους θετούς γονείς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός νόμιμου γονέα ενώ την ίδια στιγμή, καθιστά το υιοθετούμενο παιδί ισότιμο μέλος της νέας του οικογένειας.
Επί του πιεστηρίου και θέτοντας στο μικροσκόπιο τη διαδικασία των υιοθεσιών στην Ελλάδα, ανακαλύπτει κανείς ότι ο δρόμος είναι εξαιρετικά μακρύς και δύσβατος, ενώ οι αντοχές των ενδιαφερόμενων ζευγαριών δοκιμάζονται έντονα και καθημερινά, από τη στιγμή που θα επιλέξουν την οδό της υιοθεσίας παιδιού.
Οι μηχανισμοί της διαδικασίας είναι δαιδαλώδεις ενώ ο μέσος χρόνος που χρειάζεται ένα ζευγάρι υποψήφιων γονέων για να αποκτήσει ένα παιδάκι μέσα από ένα κρατικό ίδρυμα είναι περίπου πέντε έτη. Αυτό το τελευταίο, φυσικά, εξηγεί πλήρως τόσο τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εγκαταλελειμμένων παιδιών μέσα σε ιδρύματα, όσο κι απ’ την άλλη πλευρά, την απρόσκοπτη δράση του παράνομου εμπορίου βρεφών και παιδιών.
Άπειρα συμβολαιογραφικά έγγραφα, φωτοτυπίες, αιτήσεις, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά, δικαιολογητικά, εκκαθαριστικά, υπεύθυνες δηλώσεις, σφραγίδες, ξανά φωτοτυπίες, μετά δικαστήρια, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν δυνάμει θετοί γονείς πληρούν όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για να υιοθετήσουν ένα παιδί. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όχι μόνο οι γονείς τηρούν στάση αναμονής επί σειρά ετών αλλά, και τα παιδιά μένουν εγκλωβισμένα σε ιδρύματα και κλινικές για αρκετά χρόνια, μέχρι να ληφθούν οι αποφάσεις και να ρολάρουν τα γρανάζια του συστήματος.
«Ελλάς, το μεγαλείο σου» θα φωνάξεις δυνατά κι ειρωνικά για μια ακόμη φορά. Αν, όμως, αξίζει για ένα πράγμα να υπομείνεις το ελληνικό νομοθετικό και γραφειοκρατικό καθεστώς συνθηκών, θα ορκιζόμουν ότι είναι να γυρίσεις σπίτι με ένα μαλακό, παιδικό χεράκι να σου κρατά τα δύο-τρία δάχτυλα της παλάμης ή τελοσπάντων όσα μπορεί να πιάσει σφιχτά.
Υπάρχουν άνθρωποι που απλώς είναι πλασμένοι να γίνουν γονείς. Και γονιός δεν είναι μόνο αυτός που γεννά ένα παιδί, αλλά κι αυτός που το αναθρέφει, το μεγαλώνει, το νοιάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, η υιοθεσία έρχεται ως μάννα εξ ουρανού, ως θείο δώρο, ως εκπλήρωση του μέχρι τώρα ανεκπλήρωτου ονείρου τους. Γιατί η ευτυχία τους είναι να κάνουν ευτυχισμένο το παιδάκι τους, να το δουν να τους χαμογελά, να μεγαλώνει γλυκά μαζί τους και να γίνει ένας υπέροχος άνθρωπος. Έχουν τεράστιο απόθεμα στοργής να προσφέρουν ανιδιοτελώς, τέτοιο, που αμφιβάλλω αν μπορεί να το χωρέσει ο νους. Αφοσίωση, δέσμευση κι αγάπη τόσο απλόχερα σ’ ένα παιδί που τα έχει στερηθεί στην πλέον τρυφερή του ηλικία.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, λέει ότι σε κανένα παιδάκι δεν αξίζει η μοναξιά, το περιθώριο ή η εγκατάλειψη. Υπάρχουν παιδιά που δε θα υιοθετηθούν ποτέ, θα παραμείνουν έγκλειστα σε ιδρύματα, τη στιγμή που κάθε χρόνο οι αιτήσεις για υιοθεσία πολλαπλασιάζονται. Ορφανά ή παρατημένα παιδιά, που δε θα βρουν ποτέ ένα ζεστό σπίτι, μια οικογενειακή ατμόσφαιρα, μια γλυκιά θαλπωρή, αυτά που για τους περισσότερους από εμάς θεωρούνται δεδομένα κι αυτονόητα.
Τραγική ειρωνεία. Λίστες ατέρμονες με υποψήφιους, άτεκνους γονείς που απεγνωσμένα αναζητούν ένα παιδί να το σφίξουν στην αγκαλιά τους, να τους φωνάξει «μαμά και μπαμπά», να το αγαπήσουν σαν να ήταν βιολογικό τους παιδί και την ίδια στιγμή πόσα παιδιά στριμώχνονται μέσα στα στενά δωμάτια με τους μουντούς τοίχους και τα σιδερένια κρεβάτια των κρατικών ιδρυμάτων ή των νοσοκομειακών κλινικών.
Τα παιδιά αυτά, στην πραγματικότητα, θέλουν μόνο φροντίδα κι αγάπη. Μια ευκαιρία ν’ αλλάξουν ζωή αλλά και μια πρόκληση να σου αλλάξουν τη δική σου. Επίσης, δεν έχουν ανάγκη από «σωτήρες» αλλά από γονείς. Δεν έχει σημασία αν είναι οι «τέλειοι» γονείς, αρκεί να φτιάχνουν όλοι μαζί την πιο δυνατή κι ενωμένη ομάδα. Και το πρώτο πράγμα που κρατά δεμένη την ομάδα, κάθε ομάδα, είναι η εμπιστοσύνη.
Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν όλη την αλήθεια, από νωρίς, προκειμένου να ενταχθούν ομαλά στη νέα τους οικογένεια αλλά και στην ευρύτερη, νέα τους καθημερινότητα, απολύτως φυσιολογικά πλέον, χωρίς απορίες, ερωτήσεις, μισόλογα, ψέμματα, θλίψη, πληγές του παρελθόντος και κακές αναμνήσεις.
Ναι, είναι γνωστά ως «τα παιδάκια της καρδιάς μας» αυτά τα παιδιά. Νομίζω τώρα καταλαβαίνεις γιατί.