Ινομυώματα: Πώς αντιμετωπίζονται κατά την κύηση

Ινομυώματα: Πώς αντιμετωπίζονται κατά την κύηση

Γράφει η Ελένη Αραμπατζή, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστ. Συνεργάτις ΛΗΤΩ

Μία στις τρεις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας θα εμφανίσει ινομυώματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα και πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα. Ειδικά κατά την περίοδο της κύησης, όμως, ποιοι είναι οι επιπλέον κίνδυνοι και ποια είναι η θεραπευτική τους αντιμετώπιση;

Τα ινομυώματα ή λειομυώματα είναι καλοήθεις όγκοι του λείου μυϊκού ιστού της μήτρας και ανευρίσκονται στο 25%-35% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Συνιστούν μία συνηθισμένη κατάσταση στην εγκυμοσύνη και ποικίλλουν σε μέγεθος και αριθμό.

[babyPostAd]Η αιτιοπαθογένεια είναι άγνωστη, ωστόσο η εμφάνιση των ινομυωμάτων ελέγχεται από γονίδια υπεύθυνα για τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και έχει συσχετιστεί με κάποιους παράγοντες όπως η κληρονομικότητα και τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων στη γυναίκα, αφού κάποιες φορές τα ινομυώματα διογκώνονται στην εγκυμοσύνη και με τη λήψη οιστρογόνων, ενώ συρρικνώνονται στην εμμηνόπαυση και με τη χρήση ορμονικών σκευασμάτων που ανταγωνίζονται τα οιστρογόνα.

Τα περισσότερα ινομυώματα είναι ασυμπτωματικά και ανακαλύπτονται τυχαία. Όταν προκαλούν συμπτώματα, η βαρύτητά τους εξαρτάται από την εντόπιση, το μέγεθος και τον αριθμό τους. Ανάλογα με την εντόπισή τους στη μήτρα κατατάσσονται σε:

Τα ινομυώματα που παραμορφώνουν τη μητρική κοιλότητα προκαλούν μεγάλη απώλεια αίματος κατά την περίοδο και μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση αναιμίας. Τα ευμεγέθη ινομυωμάτα ευθύνονται για χρόνιο πόνο, αίσθημα βάρους στην κοιλιακή χώρα, δυσμηνόρροια (πόνος στην περίοδο) και δυσπαρεύνια (πόνος κατά την σεξουαλική επαφή). Οξύ πυελικό άλγος προκαλείται από συστροφή και περίσφιξη μισχωτού ινομυώματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα μεγάλο ινομύωμα μπορεί να πιέζει την ουροδόχο κύστη ή το έντερο, οπότε και εμφανίζονται συχνουρία ή δυσκοιλιότητα αντίστοιχα. Τα τεχθέντα ινομυώματα εκδηλώνονται με εντονότατο πόνο από τη διάταση του τραχήλου και αιμορραγία και αποτελούν επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση παρέμβαση. Πολύ σπάνια επιπλοκή (0,1% έως 0,5%) αποτελεί η κακοήθης εξαλλαγή τους σε λειομυοσάρκωμα.

Τα πιθανά προβλήματα

Στην εγκυμοσύνη τα προϋπάρχοντα ινομυώματα μπορούν να μεγαλώσουν λόγω της αυξημένης ροής του αίματος, όμως επιστρέφουν στο αρχικό τους μέγεθος μετά τον τοκετό.

Περίπου 30% των γυναικών με ινομυώματα θα παρουσιάσουν επιπλοκές στην κύηση: αιμορραγία, αυτόματες αποβολές, ανώμαλες προβολές του εμβρύου, αποκόλληση πλακούντα και πρόωρο τοκετό. Πόνος μπορεί να προκληθεί όταν το ινομύωμα υποστεί εκφύλιση, δηλαδή όταν εξαιτίας της ταχείας ανάπτυξής του δεν αιματώνεται ικανοποιητικά, με συνέπεια τη νέκρωση τμήματός του. Σπανίως μεγάλα ινομυώματα μπορεί να συμπιέσουν και να προκαλέσουν παραμορφώσεις της κεφαλής και των άκρων του εμβρύου.

Κατά τον τοκετό τα ινομυώματα ενοχοποιούνται για πρόκληση ακατάσχετης αιμορραγίας λόγω αδυναμίας σύσπασης της μήτρας και για κατακράτηση του πλακούντα. Η πιθανότητα αποπεράτωσης του τοκετού με καισαρική τομή αυξάνεται ειδικά αν τα ινομυώματα εντοπίζονται στο κατώτερο τριτημόριο της μήτρας, γιατί η ύπαρξή τους εμποδίζει την κάθοδο της εμβρυϊκής προβάλλουσας μοίρας.

Υποβλεννογόνια και ενδοτοιχωματικά ινομυώματα ενδεχομένως ευθύνονται για περιπτώσεις υπογονιμότητας και επαναλαμβανόμενων αποβολών. Η μηχανική παρεμπόδιση της εμφύτευσης λόγω παραμόρφωσης της ενδομήτριας κοιλότητας και η απόφραξη των σαλπιγγικών στομίων αποτελούν τους πιο συνήθεις μηχανισμούς.

Η διάγνωση και η αντιμετώπιση

Η διάγνωση των ινομυωμάτων με φυσική εξέταση στην εγκυμοσύνη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το υπερηχογράφημα προσφέρει σημαντική βοήθεια αλλά η ικανότητά του να ανιχνεύει ινομυώματα στην εγκυμοσύνη είναι περιορισμένη κυρίως λόγω της δυσκολίας διαφοροποίησής τους από τη φυσιολογική πάχυνση του μυομητρίου.

Η ινομυωματεκτομή προ της σύλληψης ενδείκνυται σε γυναίκες με ιστορικό επαναλαμβανόμενων αποβολών για τη βελτίωση του αναπαραγωγικού αποτελέσματος. Ινομυώματα μικρά και ασυμπτωματικά χρειάζονται τακτικό υπερηχογραφικό έλεγχο του μεγέθους τους. Τα υποβλεννογόνια, τα ευμεγέθη ινομυώματα και όσα προκαλούν συμπτώματα πρέπει να αφαιρούνται χειρουργικά, συνήθως με ενδοσκοπικές μεθόδους (υστεροσκόπηση – λαπαροσκόπηση) σε γυναίκες εκτός κύησης.

Στην περίοδο της εγκυμοσύνης οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις επιτυχούς εξαίρεσης ινομυωμάτων. Η αντιμετώπιση εκλογής είναι η τακτική παρακολούθηση της εγκύου και η υποστηρικτική αγωγή του πόνου με ενυδάτωση και αναλγησία.

Η χειρουργική αντιμετώπιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να κριθεί απαραίτητη για την υγεία της μητέρας και του εμβρύου. Ωστόσο, οι επικείμενες επιπλοκές, ιδίως ο κίνδυνος αιμορραγίας, πρέπει πάντα να σταθμίζονται με τα οφέλη. Οι πιο συνηθισμένες ενδείξεις για χειρουργική παρέμβαση στην κύηση είναι η συστροφή ενός μισχωτού ινομυώματος, η απόφραξη του γεννητικού σωλήνα, η εκφύλιση που δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή ή ένας ταχέως αυξανόμενος όγκος.

Η αφαίρεση ινομυωμάτων γενικά στη διάρκεια της καισαρικής τομής πρέπει να αποφεύγεται λόγω του κινδύνου ανεξέλεγκτης αιμορραγίας, εκτός αν η εξαίρεση διευκολύνει την ασφαλή έξοδο του εμβρύου.

Συμπερασματικά, ενώ πολλά ινομυώματα δεν χρειάζονται θεραπεία, σε επιλεγμένα περιστατικά ασθενών κάποια πρέπει να αφαιρούνται λόγω θέσης, διαστάσεων και συμπτωμάτων και είναι απαραίτητη η σωστή κλινική εκτίμηση.

Πηγή:leto.gr