Το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Ένα ορόσημο στην παρακολούθηση της κύησης

Σήμερα δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε την παρακολούθηση της εξέλιξης της κύησης χωρίς τη χρήση του υπερηχογράφου. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου σε διάφορα στάδια της κύησης είναι αναπόσπαστο μέρος της πάγιας κλινικής πρακτικής.

Η πρώτη ιατρική εφαρμογή των υπερήχων έλαβε χώρα το 1956 στη Γλασκώβη. Τότε ο Γυναικολόγος Ian Donald και ο Μηχανολόγος Tom Brown δημιούργησαν πρωτότυπα υπερηχογραφικών μηχανημάτων για ιατρική χρήση, τα οποία βασιζόντουσαν σε αντίστοιχα μηχανήματα, που χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία.

Ως «αφετηρία» της ενσωμάτωσης του υπερηχογραφικού ελέγχου στην ειδικότητα της Γυναικολογίας και Μαιευτικής θεωρείται η δημοσίευση της κλασσικής μελέτης του Ian Donald και των συνεργατών του στο ιατρικό περιοδικό Lancet το 1958. Μέσα στη δεκαετία του 1970 ο υπερηχογραφικός έλεγχος εισήχθη στα βρετανικά νοσοκομειακά ιδρύματα και προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας η πρακτική αυτή πέρασε και διεθόθη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Τι είναι το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου

Το υπερηχογράφημα β – επιπέδου είναι ένα από τα «ορόσημα» της παρακολούθησης της κύησης. Δια του υπερηχογραφικού αυτού ελέγχου εξετάζεται λεπτομερώς η ανατομία του μωρού.

Το υπερηχογράφημα β-επιπέδου διαρκεί περίπου 20 με 30 λεπτά. Ο υπερηχογραφιστής ελέγχει τα όργανα του εμβρύου. Έτσι για παράδειγμα ελέγχεται το στομάχι, η καρδιά, οι ουροδόχος κύστη, αλλά και τα άκρα, καθώς και ο εγκέφαλος. Στο υπερηχογράφημα αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά και το φύλο του μωρού σας!

Σε ποιο στάδιο της κύησης γίνεται το υπερηχογράφημα β – επιπέδου;

Το υπερηχογράφημα β – επιπέδου διενεργείται μεταξύ των 21 και 25 εβδομάδων κύησης. Φαίνεται όμως, πως η βέλτιστη απεικόνιση της ανατομίας του εμβρύου επιτυγχάνεται μεταξύ των 23 και 24 εβδομάδων της κύησης.

Αν το υπερηχογράφημα αυτό γινόταν νωρίτερα από τις 21 εβδομάδες της κύησης, η υπερηχογραφική απεικόνιση των οργάνων δεν θα ήταν η καλύτερη δυνατή. Αντίθετα, αν γινόταν αργότερα από τις 25 εβδομάδες κύησης, η πυκνότητα των οστών του κρανίου θα είχε αυξηθεί τόσο, ώστε θα παρεμποδιζόταν σε σημαντικό βαθμό ο έλεγχος του εγκεφάλου.

Η δυνατότητα των υπερήχων να διαπεράσουν τους διάφορους ιστούς είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πυκνότητα των ιστών αυτών. Με άλλα λόγια, όσο πιο πυκνός είναι ένας ιστός, τόσο περισσότερο εμποδίζει τη διέλευση των υπερήχων.

Πόσο «ακριβές» είναι το υπερηχογράφημα β – επιπέδου στην αξιολόγηση της ανατομίας του εμβρύου;

Απολύτως ακριβείς στην περιγραφή ανατομικών ανωμαλιών μόνο δια απεικονιστικών μεθόδων (υπερηχογράφημα, ακτινογραφία, αξονική και μαγνητική τομογραφία) δεν μπορούμε να είμαστε, όταν εξετάζουμε παιδιά ή ενήλικες. Πόσω μάλλον, αν πρέπει να εκτιμήσουμε την ανατομία του μωρού, το οποίο αναπτύσσεται «προστατευμένο» στο κλειστό περιβάλλον της μήτρας.

Το ποσοστό των ανατομικών ανωμαλιών, που μπορούν να διαγνωστούν υπερηχογραφικά στο 2ο τρίμηνο της κύησης (οπότε και γίνεται το β – επιπέδου), δεν υπερβαίνει διεθνώς το 70%, ενώ για κάποια ανατομικά συστήματα δύναται να είναι σημαντικά μικρότερο (π.χ. για τις σοβαρές ανατομικές ανωμαλίες της καρδιάς δεν υπερβαίνει το 50% με 60% και των άκρων το 40%).

Ο μη εντοπισμός ανατομικών ανωμαλιών στο υπερηχογράφημα β – επιπέδου δεν συνεπάγεται αυτομάτως και τη γέννηση αρτιμελούς και υγειούς παιδιού.

Όμως το υπερηχογράφημα β – επιπέδου είναι ο πιο ακριβής και εύχρηστος τρόπος, που διαθέτουμε για να εκτιμήσουμε την ανατομική αρτιότητα του εμβρύου.

Σε ειδικές περιπτώσεις, ενδέχεται να συστηθεί η υποβολή σε περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο, όπως:

Μόνο την ανατομία του μωρού εξετάζουμε στο υπερηχογράφημα β – επιπέδου;

Με το υπερηχογράφημα β – επιπέδου εκτιμούμε επίσης:

Μπορούμε στο β – επιπέδου να εξετάσουμε το ενδεχόμενο το έμβρυο να παρουσιάζει Σύνδρομο Down;

Κατά την εξέταση του β – επιπέδου μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιους δείκτες, που αυξάνουν την πιθανότητα το έμβρυο να εμφανίζει Σύνδρομο Down. Οι δείκτες αυτοί είναι:

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο υπολογισμός των πιθανοτήτων το έμβρυο να εμφανίζει Σύνδρομο Down είναι πιο αξιόπιστος δια του μη επεμβατικού ελέγχου, ο οποίος διενεργείται στο πρώτο τρίμηνο και περιλαμβάνει τη μέτρηση της Αυχενικής Διαφάνειας, καθώς και των επιπέδων της β – χοριακής και της PAPP – A στο αίμα της εγκύου.

Απουσία των δεικτών χρωμοσωμικών ανωμαλιών, που αναφέραμε πιο πάνω, στο υπερηχογράφημα β – επιπέδου δεν συνεπάγεται την απουσία χρωμοσωμικής ανωμαλίας (όπως είναι το Σύνδρομο Down), αλλά μειώνει την πιθανότητα ύπαρξης αυτής.

Οι ανωμαλίες στο γενετικό υλικό του εμβρύου μπορούν αν διαγνωσθούν με επεμβατικό έλεγχο (αμνιοπαρακέντηση), ο οποίος όμως ενέχει κίνδυνο αποβολής, που κυμαίνεται μεταξύ του 0,7% και του 1%.

Υπάρχει εξάλλου και η δυνατότητα εκτίμησης των πιθανοτήτων το έμβρυο να εμφανίζει Σύνδρομο Down και δια της εξέτασης του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA, στο αίμα της μητέρας.