Όπως έδειξε, οι πιθανότητες ενός παιδιού να υπνοβατεί επταπλασιάζονται όταν και οι δύο γονείς του έχουν ιστορικό υπνοβασίας, σε σύγκριση με τα παιδιά δίχως τέτοιο ιστορικό.
Στην πραγματικότητα, υπνοβασία εκδήλωσε περισσότερο από το 60% των παιδιών που είχαν και τους δύο γονείς υπνοβάτες.
Η υπνοβασία είναι μία πολύ συνηθισμένη διαταραχή του ύπνου της παιδικής ηλικίας, η οποία συνήθως υποστρέφεται στην εφηβεία, αν και σε κάποιες περιπτώσεις επιμένει και μετά την ενηλικίωση.
Υπολογίζεται ότι σχεδόν ένα στα τέσσερα παιδιά παρουσιάζουν επεισόδια υπνοβασίας, ενώ μετά την ενηλικίωση η συχνότητά της περιορίζεται σε λιγότερο από 4%.
Τη νέα μελέτη πραγματοποίησαν ερευνητές από το Νοσοκομείο Sacre-Coeur και το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, οι οποίοι ανέλυσαν στοιχεία από 1.940 παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν την περίοδο 1997-1998 και τα παρακολουθούσαν από το 1999 έως το 2011.
Η συνολική συχνότητα της υπνοβασίας στις ηλικίες 2,5 έως 13 ετών, σύμφωνα με τα νέα, ήταν μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη – έφτανε το 29%.Στις προσχολικές ηλικίες ήταν σχετικά σπάνια, αλλά στις σχολικές αυξανόταν σταθερά για να φτάσει το 13% στην ηλικία των 10 ετών.
Τα παιδιά των οποίων ο ένας γονιός υπνοβατούσε είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να είναι υπνοβάτες, σε σύγκριση με τα συνομήλικά τους παιδιά δίχως οικογενειακό ιστορικό υπνοβασίας.
Αντίστοιχα, όταν και οι δύο γονείς υπνοβατούσαν, οι πιθανότητες υπνοβασίας του παιδιού τους επταπλασιάζονταν.
Και ο νυχτερινός τρόμος
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «JAMA Pediatrics», έδειξε επίσης ότι μία άλλη διαταραχή του ύπνου, ο νυχτερινός τρόπος, επίσης αυξάνει τον κίνδυνο υπνοβασίας.
Στον νυχτερινό τρόμο το παιδί μπορεί να φωνάζει και να κλαίει τρομοκρατημένο, αλλά επειδή συνήθως εξακολουθεί να κοιμάται ό,τι κι αν κάνουμε μπορεί να μην το ηρεμεί, ενώ είναι απίθανο να θυμάται τι συνέβη όταν ξυπνήσει.
Η νέα μελέτη έδειξε ότι η συνολική συχνότητα του νυχτερινού τρόμου ήταν 56% στις ηλικίες 1,5 έως και 13 ετών, με την μεγαλύτερη συχνότητα (34%) να παρατηρείται όταν τα παιδιά είχαν ηλικία 18 μηνών και την μικρότερη (5%) στα 13 τους χρόνια.
Όσα παιδιά είχαν εκδηλώσει νυχτερινούς τρόμους πριν από τα 3,5 τους χρόνια, είχαν κατά 34% περισσότερες πιθανότητες να έχουν παρουσιάσει υπνοβασία έως ότου γίνουν 5 ετών, σε σύγκριση με όσα δεν είχαν ιστορικό νυχτερινών τρόμων.
Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι οι δύο διαταραχές του ύπνου μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά και σχετίζονται κυρίως με τον βαθύ ύπνο, γράφουν ο δρ Ζακ Μονπλεζίρ, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, και οι συνεργάτες του.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι υπάρχει ισχυρή γενετική προδιάθεση στην υπνοβασία, η οποία πιθανώς σχετίζεται με πολυμορφισμούς στα γονίδια που παίζουν ρόλο στο στάδιο βραχέων κυμάτων του ύπνου, δηλαδή στον βαθύ ύπνο», δήλωσε ο δρ Μονπλεζίρ.
«Οι ίδιοι πολυμορφισμοί ενδέχεται να συμμετέχουν και στους νυχτερινούς τρόμους».
Σε πρακτικό επίπεδο, ο δρ Μονπλεζίρ είπε πως «οι γονείςμε ατομικό ιστορικό υπνοβασίας θα πρέπει να ξέρουν ότι τα παιδιά τους είναι πολύ πιθανό να υπνοβατούν, επομένως πρέπει να είναι έτοιμοι ψυχολογικά γι’ αυτό»