Υπογονιμότητα, οι συναισθηματικές επιπτώσεις στη ζωή ενός ζευγαριού
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδιά με τη διαδικασία της φυσιολογικής σύλληψης. Για να θεωρηθεί ένα ζευγάρι υπογόνιμο θα πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος, τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία, κατά το οποίο δεν έχει επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, αυτό της γονιμοποίησης.
[babyPostAd]Σε ιατρικό επίπεδο οι λόγοι για τους οποίους ένα ζευγάρι αντιμετωπίζει κάποια μορφής δυσχέρεια στην προσπάθεια του να αποκτήσει τέκνα μπορεί να είναι πολλοί. Οι κατάλληλες εξετάσεις και οι εξιδεικευμένοι επιστήμονες ιατροί μπορούν να εντοπίσουν τα αίτια και να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος, δίνοντας συχνά αποτελεσματικές λύσεις. Σε ψυχολογικό επίπεδο όμως οι επιπτώσεις της υπογονιμότητας είναι πολλαπλές και το ζευγάρι επιβαρύνεται σημαντικά.
Οι διαστάσεις της υπογονιμότητας
Η υπογονιμότητα ιστορικά υπήρξε πάντοτε ένα θέμα που προκαλούσε πολλά αρνητικά συναισθήματα στα ζευγάρια που τη βίωναν. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα για τις διαστάσεις που έπαιρνε η ικανότητα ή η αδυναμία ενός ζευγαριού να κάνει παιδιά. Οι μεγαλύτερες συνέπειες φαίνεται ότι βάραιναν τη γυναίκα καθώς η αξία της καθοριζόταν από το αν θα μπορέσει να φέρει στον κόσμο απογόνους και όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά, περιφρονητικά ενώ η ίδια βίωνε ισχυρό πλήγμα στην αυτοεκτίμηση της. Αντίθετα, η γυναίκα η οποία γεννούσε, έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης. Για τον άνδρα η υπογονιμότητα ήταν συνυφασμένη με έλλειψη ανδρισμού και επίσης μεγάλο πλήγμα για την αυτοεικόνα του. Για το λόγο αυτό, οι ευθύνες της υπογονιμότητας σε ένα ζευγάρι επιρρίπτονταν σχεδόν πάντοτε στην γυναίκα.
Στις μέρες μας με την πρόοδο της επιστήμης τα ζευγάρια φαίνεται να έχουν περισσότερες ευκαιρίες και επιλογές να αποκτήσουν παιδιά και ταυτόχρονα λαμβάνουν μεγαλύτερη κατανόηση και στήριξη από τον κοινωνικό περίγυρο. Το πρόβλημα της υπογονιμότητας ωστόσο αν και φαίνεται να βρίσκει περισσότερες λύσεις, αποτελεί ακόμα ένα θέμα ταμπού που επηρεάζει τη ψυχολογία και τη σχέση του ζευγαριού. Στις περιπτώσεις εκείνες όπου έχουν εξαντληθεί όλες οι μέθοδοι τεχνητής γονιμοποίησης χωρίς αποτέλεσμα, τα συναισθήματα είναι ακόμα πιο έντονα. Απογοήτευση, άγχος, αίσθημα απώλειας, κατάθλιψη, απομόνωση, φόβος, θυμός, ντροπή είναι μερικά από τα πιο κοινά. Το ζευγάρι ενδέχεται να απομονώνεται και να νιώθει μειονεκτικά απέναντι σε φίλους ή συγγενικά πρόσωπα, τα οποία έχουν παιδιά. Η μεταξύ τους σχέση, ιδιαίτερα η σεξουαλική μπορεί να κλονιστεί, με μια απώλεια επιθυμίας για επαφή εξαιτίας της ματαίωσης που ακολουθεί την μη σύλληψη. Το υψηλό κόστος των τεχνητών μεθόδων γονιμοποίησης, οι παρενέργειες των φαρμάκων και το άγχος της αναμονής των αποτελεσμάτων καθιστούν επιπρόσθετους επιβαρυντικούς παράγοντες για το ζευγάρι. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι η τεκνοποίηση παραδοσιακά θεωρούνταν ως «σκοπός» ζωής κατανοούμε το μέγεθος του άγχους που υπάρχει εν όψει της απειλής μη γονιμοποίησης.
Η αίσθηση απώλειας ελέγχου
Δεδομένων όλων των παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε ότι ένα ζευγάρι το οποίο αδυνατεί να κάνει παιδιά διαδέχεται τα ίδια στάδια αντίδρασης με ένα άτομο που πενθεί (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή). Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους όλα τα ζευγάρια χρησιμοποιούν μεθόδους αντισύλληψης για να αποφύγουν μια κύηση, θεωρώντας όμως αυτονόητο ότι όταν το επιθυμήσουν θα μπορέσουν να επιτύχουν μια σύλληψη. Όταν τελικά το επιδιώκουν και διαπιστώνουν την δυσκολία, τότε βιώνουν συναισθήματα πένθους και απώλειας ελέγχου σε ένα σημαντικό τομέα της ζωής τους. Σε αυτή τη φάση μπορεί να ψάχνουν να εντοπίσουν τις αιτίες του προβλήματος, αναζητώντας ευθύνες σε συμπεριφορές και πράξεις του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα να δοκιμάζουν διάφορους τρόπους, όπως η μεταβολή των διατροφικών συνηθειών ή συγκεκριμένες στάσεις κατά τη σεξουαλική επαφή, οι οποίες ελπίζουν ότι θα συμβάλλουν θετικά στην γονιμοποίηση.
Η κατάθλιψη είναι αρκετά συχνή ιδιαίτερα στις γυναίκες, καθώς και οι βίαιες αντιδράσεις, οι οποίες μπορεί να ενισχύονται από την φαρμακευτική αγωγή η οποία συνοδεύει την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Οι άντρες φαίνεται να επιβαρύνονται περισσότερο όταν το οργανικό αίτιο της υπογονιμότητας αποδίδεται στους ίδιους, ενώ αντίθετα εμφανίζουν πιο ήπιες συναισθηματικές αντιδράσεις όταν το αίτιο αφορά τη σύντροφο τους. Ο θυμός, οι αλληλοκατηγορίες, η αίσθηση μη στήριξης και κατανόησης, ακόμα και ο χωρισμός είναι συχνά φαινόμενα.
Πώς στηρίζουμε τα υπογόνιμα ζευγάρια
Ένα σημαντικό στοιχείο της στήριξης ενός υπογόνιμου ζευγαριού είναι η συνειδητοποίηση ότι η υπογονιμότητα είναι πρόβλημα ζεύγους και όχι ατόμου. Οι επιπτώσεις επιβαρύνουν και τους δύο συντρόφους, ενώ η ενοχή, η αυτομομφή και η προσωπική ανάληψη ευθύνης οδηγούν σε μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση.
Από την άλλη η άρνηση και η αποδοχή της δυσκολίας σύλληψης είναι κοινός μηχανισμός άμυνας, ο οποίος όμως συμβάλλει αρνητικά στη μείωση της έντασης. Τα υπογόνιμα ζευγάρια χρειάζεται να βιώσουν το πένθος της απώλειας, να το διαχειριστούν, να ενισχύσουν την αυτοεικόνα τους, να υπερβούν το στρες και την κατάθλιψη και να εξετάσουν εναλλακτικές επιλογές, όπως αυτή της υιοθεσίας. Στις περιπτώσεις όπου αυτή δεν είναι επιθυμητή, τότε είναι αναγκαίο να επαναπροσδιοριστεί το νόημα της ζωής, να ενισχυθεί η μεταξύ τους σχέση αλλά και ο δεσμός με τους σημαντικούς άλλους και να εντοπιστούν ευκαιρίες για θετικές εμπειρίες και συναισθήματα που δεν θα αφορούν την ανατροφή ενός παιδιού. Ένας έμπειρος ειδικός μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά.
Ιωάννα Κούρια Ψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια
Πηγή: psycholozin.gr