Στη διάρκεια της σαραντάχρονης ζωής μου, δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος μου έχει βάλει τα γυαλιά. Το αποδεχόμουν πλήρως, και μάλιστα, μ᾽ έκανε συχνά και καλύτερο άνθρωπο. Δε θα ξεχάσω, όμως, τη φορά που ένα κοριτσίστικο μουτράκι, έκανε κάτι που μ᾽ έκανε να νιώσω τόσο μικρός και τιποτένιος μπροστά του. Όχι μόνο μου έβαλε τα γυαλιά, αλλά ήταν σαν να μου έδωσε το φως μου ξανά απ᾽ την αρχή.
Τη μικρή μου Στέλλα δεν τη λες και κοινωνικό παιδί. Κρυβόταν πάντα πίσω απ᾽ τα πόδια μου όταν γνωρίζαμε νέο κόσμο. Φορούσε τ᾽ αστεία γυαλάκια της που λερωνόνταν συνέχεια και τα σκούπιζε στην μπλούζα μου. Εγώ κι η γυναίκα μου, ξέραμε πολύ καλά πως θα περάσουμε μία δύσκολη εφηβεία. Δύσκολα έκανε παρέα με άλλα παιδάκια και περισσότερο της άρεσε να διαβάζει ή να βλέπει μαζί μας ταινίες, παρά να βγαίνει στο πάρκο και να τσακίζεται στην τσουλήθρα, όπως κάθε άλλο παιδί της γειτονιάς.Εγώ, έβλεπα λάμψη στο βλέμμα της κι ήξερα ότι το μυαλό της «κόβει». Η γυναίκα μου, ανησυχούσε για την κοινωνικότητα της, αλλά κάθε παιδί είναι διαφορετικό. Καλούπια δεν υπάρχουν, τα σπάμε απ᾽ τη στιγμή που το παιδί γεννιέται. Μετά, όλος ο κόσμος είναι δικός του, να τον εξερευνήσει όπως αυτό γουστάρει.Η Ασημίνα, αναφέρθηκε πρώτη φορά στο σπίτι ένα φθινοπωρινό απόγευμα που άρχισαν τα πρωτοβρόχια του Οκτωβρίου. Η Στελλίτσα, ήταν σκεπτική και σχεδόν δεν είχε αγγίξει το αγαπημένο της φαγητό. Κοτόπουλο αλά κρεμ. Ήξερα ότι κάτι την απασχολούσε.«Αν δεν το βγάλεις από μέσα σου, θα είσαι κατσούφα όλη μέρα. Πες μου αγάπη μου, τι έγινε; Σε πείραξε κανεις;»
Τη μικρή μου Στέλλα δεν τη λες και κοινωνικό παιδί. Κρυβόταν πάντα πίσω απ᾽ τα πόδια μου όταν γνωρίζαμε νέο κόσμο. Φορούσε τ᾽ αστεία γυαλάκια της που λερωνόνταν συνέχεια και τα σκούπιζε στην μπλούζα μου. Εγώ κι η γυναίκα μου, ξέραμε πολύ καλά πως θα περάσουμε μία δύσκολη εφηβεία. Δύσκολα έκανε παρέα με άλλα παιδάκια και περισσότερο της άρεσε να διαβάζει ή να βλέπει μαζί μας ταινίες, παρά να βγαίνει στο πάρκο και να τσακίζεται στην τσουλήθρα, όπως κάθε άλλο παιδί της γειτονιάς.Εγώ, έβλεπα λάμψη στο βλέμμα της κι ήξερα ότι το μυαλό της «κόβει». Η γυναίκα μου, ανησυχούσε για την κοινωνικότητα της, αλλά κάθε παιδί είναι διαφορετικό. Καλούπια δεν υπάρχουν, τα σπάμε απ᾽ τη στιγμή που το παιδί γεννιέται. Μετά, όλος ο κόσμος είναι δικός του, να τον εξερευνήσει όπως αυτό γουστάρει.Η Ασημίνα, αναφέρθηκε πρώτη φορά στο σπίτι ένα φθινοπωρινό απόγευμα που άρχισαν τα πρωτοβρόχια του Οκτωβρίου. Η Στελλίτσα, ήταν σκεπτική και σχεδόν δεν είχε αγγίξει το αγαπημένο της φαγητό. Κοτόπουλο αλά κρεμ. Ήξερα ότι κάτι την απασχολούσε.«Αν δεν το βγάλεις από μέσα σου, θα είσαι κατσούφα όλη μέρα. Πες μου αγάπη μου, τι έγινε; Σε πείραξε κανεις;»
Η εννιάχρονη κορούλα μου, με κοίταξε με σοβαρό και συνάμα λυπημένο βλέμμα.«Μπαμπά θα μου υποσχεθείς ότι δε θα μου κόψεις ποτέ όλα μου τα μαλλιά;»
Η ερώτηση με ξάφνιασε. Δεν το περίμενα. Φοβήθηκα μήπως έγινε κάτι στο σχολείο και μαλλιοτραβήχτηκε με κάποια συμμαθήτρια της.«Εννοείται πως όχι, μωρό μου! Γιατί να σου κόψω τα όμορφα σου μαλλιά;» Η Στέλλα κούνησε το πιρούνι της αδιάφορα πάνω από το κρύο πλέον κοτόπουλο.«Γιατί σε μια συμμαθήτριά μου, της κουρέψαν όλα τα μαλλιά! Σ᾽ ένα βράδυ! Και τα φρύδια της!»Ομολογώ πως για λίγα λεπτά έμεινα να την κοιτάζω. Σχεδόν κρατούσα την αναπνοή μου. Ο συνειρμός ήρθε αμέσως στο μυαλό μου κι οι πρώτες λέξεις βγήκαν άηχες. Γονάτισα δίπλα στην κόρη μου και της έστρεψα το κεφάλι προς εμένα. «Στέλλα μου, πώς το λένε το κορίτσι που του έκοψαν τα μαλλιά;»
«Ασημίνα μπαμπά».
Πήρα βαθιά ανάσα. «Ωραία. Να ξέρεις ότι κανείς δεν κούρεψε τα μαλλιά της Ασημίνας με το ζόρι. Ούτε επειδή το ήθελε. Η Ασημίνα περνάει μία δύσκολη δοκιμασία και θα πρέπει για λίγο διάστημα ν᾽αφήσει τα μαλλάκια της ώστε μετά να βγουν καινούρια».
Με κοίταξε με αυστηρό ύφος λες και με μάλωνε.«Μπαμπά, έλα τώρα. Ξέρω ότι έχει μία κακιά αρρώστια που τη λένε καρκίνο. Το λένε όλα τα παιδιά στο σχολείο. Και τώρα όλοι νομίζουν ότι θα κολλήσουν κι αυτοί καρκίνο και ότι θα πρέπει όλοι να κόψουμε τα μαλλιά μας».
Η ερώτηση με ξάφνιασε. Δεν το περίμενα. Φοβήθηκα μήπως έγινε κάτι στο σχολείο και μαλλιοτραβήχτηκε με κάποια συμμαθήτρια της.«Εννοείται πως όχι, μωρό μου! Γιατί να σου κόψω τα όμορφα σου μαλλιά;» Η Στέλλα κούνησε το πιρούνι της αδιάφορα πάνω από το κρύο πλέον κοτόπουλο.«Γιατί σε μια συμμαθήτριά μου, της κουρέψαν όλα τα μαλλιά! Σ᾽ ένα βράδυ! Και τα φρύδια της!»Ομολογώ πως για λίγα λεπτά έμεινα να την κοιτάζω. Σχεδόν κρατούσα την αναπνοή μου. Ο συνειρμός ήρθε αμέσως στο μυαλό μου κι οι πρώτες λέξεις βγήκαν άηχες. Γονάτισα δίπλα στην κόρη μου και της έστρεψα το κεφάλι προς εμένα. «Στέλλα μου, πώς το λένε το κορίτσι που του έκοψαν τα μαλλιά;»
«Ασημίνα μπαμπά».
Πήρα βαθιά ανάσα. «Ωραία. Να ξέρεις ότι κανείς δεν κούρεψε τα μαλλιά της Ασημίνας με το ζόρι. Ούτε επειδή το ήθελε. Η Ασημίνα περνάει μία δύσκολη δοκιμασία και θα πρέπει για λίγο διάστημα ν᾽αφήσει τα μαλλάκια της ώστε μετά να βγουν καινούρια».
Με κοίταξε με αυστηρό ύφος λες και με μάλωνε.«Μπαμπά, έλα τώρα. Ξέρω ότι έχει μία κακιά αρρώστια που τη λένε καρκίνο. Το λένε όλα τα παιδιά στο σχολείο. Και τώρα όλοι νομίζουν ότι θα κολλήσουν κι αυτοί καρκίνο και ότι θα πρέπει όλοι να κόψουμε τα μαλλιά μας».
Σοκαρίστηκα και κοίταξα απεγνωσμένα για βοήθεια γύρω μου. Ήμαστε μόνοι μας, η γυναίκα μου έλειπε. Την οδήγησα στο σαλόνι για να καθίσουμε πιο άνετα και της έπιασα τα χέρια. «Στελλάκι μου, ο καρκίνος είναι μία σοβαρή ασθένεια. Δεν την κολλάς όπως τη γρίπη. Και για να γίνει κάποιος καλά πρέπει να περάσει από πολλά. Η απώλεια μαλλιών είναι ένα απ᾽ αυτά. Αλλά μην ανησυχείς, αυτό σημαίνει ότι κάνει θεραπεία κι ότι θα γίνει καλά.»
Η κόρη μου έπιασε ασυναίσθητα τα μαλλιά της και τα κοίταξε.«Ναι, αλλά τώρα την κοροιδεύουν. Και κάτι λένε ότι πρέπει να βάλει περούκα. Ψεύτικα μαλλιά».
Η κόρη μου έπιασε ασυναίσθητα τα μαλλιά της και τα κοίταξε.«Ναι, αλλά τώρα την κοροιδεύουν. Και κάτι λένε ότι πρέπει να βάλει περούκα. Ψεύτικα μαλλιά».
Αναστέναξα. Τα παιδιά λένε τις μεγαλύτερες και τις πιο επίπονες αλήθειες. «Ναι, το ξέρω. Αλλά δεν είναι ψεύτικα. Είναι μαλλιά που κάποιοι άλλοι οικειοθελώς έκοψαν για να τα χαρίσουν στα παιδάκια που κάνουν αυτήν τη θεραπεία».
Η Στέλλα κοίταξε με έκπληξη μία εμένα και μία τα μαλλιά της. Ήταν ξανθά, σπαστά και αρκετά πλούσια. Κατέβηκε απ᾽ τον καναπέ και μου έπιασε το χέρι.«Έλα μπαμπά πάμε. Έλα». Ξαφνιασμένος σηκώθηκα και την άφησα να με οδηγήσει στην πόρτα.«Που πάμε μικρή μου;». Χωρίς να μου απαντήσει, βγήκαμε έξω στη βροχή και σχεδόν τρέχοντας κατεβήκαμε τον δρόμο.
Δέκα λεπτά αργότερα, είχαμε φτάσει έξω από μία μπουτίκ ρούχων που ήξερα πως πουλάει και περούκες. Φτάσαμε στη βιτρίνα κι η Στέλλα έψαχνε ανυπόμονα να βρει κάτι ή κάποιον μέσα στο μαγαζί. Τα μάτια της άστραψαν. «Να τη, μπαμπά. Να τη!».
Η Ασημίνα. Ένα κοριτσάκι σκυθρωπό, καθόταν σ᾽ ένα σκαμπώ, φορούσε ένα σκουφάκι και περίμενε όσο δίπλα της μία κυρία της έδειχνε διάφορες περούκες που το κοριτσάκι τις αντιμετώπιζε με αδιαφορία.
Φανερά συγκλονισμένος από την εικόνα, δεν μπορούσα με τίποτα να σκεφτώ τη θέση της γυναίκας. Με το ζόρι κρατούσε το χαμόγελο της ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φτιάξει τη διάθεση της μικρής Ασημίνας μέσα από μία τέτοια επίπονη διαδικασία.
Ούτε πήρα χαμπάρι τη μικρή μου κόρη που μπήκε μέσα στο μαγαζί κι έτρεξε προς τα εκεί. Η Ασημίνα, γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένη. Η Στέλλα την αγκάλιασε αμέσως και έμειναν εκεί γι αρκετή ώρα. Μπήκα μέσα και χαιρέτησα τη γυναίκα που μου συστήθηκε σαν η μητέρα της Ασημίνας. «Μπαμπά έχεις ένα ψαλίδι;» με ρώτησε η κόρη μου.
Την κοίταζα αποσβολωμένος, μη γνωρίζοντας πώς ν᾽ αντιδράσω. «Άσ᾽ το βρήκα» και μ᾽ ένα σάλτο άρπαξε ένα ψαλίδι απ᾽ τον πάγκο.
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μας, άρχισε να κόβει τις μπούκλες της. Τις καστανόξανθες και πλούσιες μπούκλες της. Δεν ξέρω γιατί δεν τη σταμάτησα. Δεν ξέρω γιατί δεν της φώναξα. Ίσως έφταιγαν τα δάκρυα που ανέβαιναν ασταμάτητα στα μάτια μου.
Η Στέλλα, με τα κοντά και μπουρδουκλωμένα μαλλιά έδωσε μία χούφτα γεμάτη μπούκλες στην έκπληκτη Ασημίνα. «Δε μ᾽ αρέσουν αυτές οι ψεύτικες περούκες. Ορίστε. Να φτιάξεις μία από τα δικά μου μαλλιά. Έτσι θα μοιάζουμε κιόλας».
Αγκαλιάστηκαν ξανά. Από τότε, όντως, έγινα καλύτερος άνθρωπος. Κι αυτό δε μου το έμαθε κανένα βιβλίο, καμία ταινία, κανένα ρητό.
Αλλά ένα εννιάχρονο κορίτσι με τεράστιο χαμόγελο και κακοκουρεμένα μαλλιά.
Ιωάννης Σιδέρης
Πηγή: ilov.gr