Το καλύτερο μάθημα για ένα παιδί, είναι να σε βλέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου

Το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει ένας γονιός για να φροντίσει επαρκώς και υγιώς το παιδί του, είναι να φροντίζει με συνέπεια τον εαυτό του, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.

Η έλλειψη της γονεϊκής αυτοφροντίδας επηρεάζει τη σχέση του γονιού με το παιδί και την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Ένας γονιός που παραμελεί τον εαυτό του και πιθανά δομεί τη ζωή του μόνο γύρω από το γονεϊκό του ρόλο και χωρίς να δίνει χώρο στα υπόλοιπα κομμάτια του, δεν μπορεί να μεγαλώσει ένα ψυχικά υγιές και ασφαλές παιδί.

Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσω να ξεδιπλώσω διάφορες σημαντικές πτυχές της γονεϊκής αυτοφροντίδας και να εξηγήσω γιατί είναι σημαντικές για την ψυχική ευημερία του παιδιού.

Καλλιεργώντας την αποδοχή του εαυτού μας, καλλιεργούμε την αποδοχή του παιδιού μας

Ο βαθμός στον οποίο είμαστε συνδεδεμένοι με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις δυσκολίες μας, καθορίζει και το βαθμό στον οποίο θα είμαστε ανοιχτοί στην εμπειρία του παιδιού, όπως αυτό την εκφράζει. Όσο πιο κοντά είμαστε στον εαυτό μας, τόσο πιο έτοιμοι είμαστε να ακούσουμε και να αποδεχτούμε τα συναισθήματα του παιδιού. Έτσι, όσο φροντίζουμε τη σύνδεση με τον εαυτό μας, φροντίζουμε ουσιαστικά τη σχέση με το παιδί μας.

Για παράδειγμα, αν δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε τα δικά μας αρνητικά συναισθήματα (φόβο, θυμό ή άγχος) θα θέσουμε ασυνείδητα ένα απαγορευτικό στην έκφραση των συναισθημάτων αυτών από το παιδί μας. Το παιδί θα λάβει ως μήνυμα ότι κάποιες συναισθηματικές εμπειρίες του είναι μη αποδεκτές και θα εκπαιδευτεί στο να τις αρνείται ή να τις καλύπτει, αφήνοντάς τες έξω από τη σφαίρα του συνειδητού, εις βάρος της ψυχικής του συνεκτικότητας.

Σεβόμενοι τα όριά μας, μπορούμε να είμαστε αυθεντικά παρόντες στη σχέση με το παιδί

Ο γονιός έχει φυσικά και ψυχικά όρια και χρειάζεται να τα σέβεται. Ένας γονιός που εξαντλείται κάνοντας πράγματα για ή με το παιδί που τον υπερβαίνουν, δεν μπορεί να είναι αυθεντικά παρών και να επικοινωνεί με αποδοχή. Ένας εξαντλημένος γονιός έχει πολλές πιθανότητες να νιώσει θυμό, όταν το παιδί εκφράσει κάποια ανάγκη του σε «άσχημη στιγμή».

Επιπλέον, ένας γονιός που ταυτίζει τη γονεϊκότητα με την άνευ ορίων δοτικότητα και έχει υπερβολικές προσδοκίες από τον εαυτό του, ματαιώνεται και αισθάνεται ένοχος κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με τα όριά του. Και ενώ ουσιαστικά επικρίνει ο ίδιος τον εαυτό του, ενδέχεται να προβάλει αυτή την εσωτερική επίκριση στο παιδί και να θυμώσει, αισθανόμενος ότι το παιδί του καθρεπτίζει μία εικόνα ανεπαρκούς και «κακού» γονιού, σαν ένας σιωπηρός επικριτής.

Έχοντας αισθανθεί θυμό, κάποιοι γονείς μπορεί να εκδηλώσουν στιγμιαία ανεξήγητη επιθετικότητα προς το παιδί. Σε άλλες περιπτώσεις, ο θυμός παραμένει ανέκφραστος, όμως το παιδί τον αντιλαμβάνεται, όπως αντιλαμβάνεται και όλα τα συναισθήματα του γονιού του.

Η επικοινωνία αυτή με το παιδί μπορεί εύκολα να καταλήξει σε φαύλο κύκλο, αφού ο γονιός έχοντας θυμώσει ή έχοντας επιτεθεί, αισθάνεται ακόμα μεγαλύτερες ενοχές και υπερβαίνει ακόμα περισσότερο τα όριά του για να φροντίσει.Το παιδί λαμβάνει έτσι δύο αντικρουόμενα μηνύματα : το πρώτο ότι ο γονιός μπορεί να είναι άνευ ορίων διαθέσιμος και το δεύτερο ότι μπορεί να θυμώσει ή να τιμωρήσει όταν το παιδί έχει κάποια ανάγκη. Χωρίς κανόνα για το ποιες ανάγκες ικανοποιούνται και ποιες τιμωρούνται, το παιδί είναι αντιμέτωπο με ένα σχεσιακό χάος, μέσα στο οποίο δυσκολεύεται να βρει τη θέση του και φυσικά να αποδεχτεί τον εαυτό του.

Αναγνωρίζοντας τις ανάγκες μας, μπορούμε να τις διαφοροποιήσουμε ξεκάθαρα από αυτές του παιδιού μας

Ένας γονιός που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις προσωπικές του ανάγκες ή να πάρει την ευθύνη να τις ικανοποιήσει, είναι πιθανό να τις μετατοπίσει στο παιδί του ή ακόμα να επιχειρήσει να τις ικανοποιήσει άστοχα μέσα από το γονεϊκό του ρόλο.

Ο γονιός μπορεί να προβάλει τις δικές του, μη εκπληρωμένες, ανάγκες στο παιδί του. Η δική του ακάλυπτη ανάγκη για φροντίδα ή προστασία μπορεί να μετατραπεί σε υπερβολική φροντίδα και υπερπροστασία του παιδιού του. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομεύσει την αυτορρύθμιση και την αυτονόμηση του παιδιού και να το καταστήσει εξαρτημένο από μία φροντίδα που ουσιαστικά δεν χρειάζεται, παρεμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξή του.

Επιπλέον, ένας γονιός , που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει, να αποδεχτεί και να καλύψει ανάγκες που έχουν να κάνουν με την αυτοπραγμάτωση και την αναζήτηση νοήματος στη ζωή του, μπορεί να επιχειρήσει να τις καλύψει μόνο μέσα από το ρόλο του ως γονιός. Μπορεί να γίνεται σημαντικός και να βρίσκει νόημα στη ζωή του, μόνο μέσα από τη φροντίδα του παιδιού, το οποίο όμως εγκλωβίζεται και θυσιάζει την αυτονομία του στο βωμό της ανάγκης του γονιού του. Αν αρχίσει να τα καταφέρνει μόνο του, ο γονιός παύει να αισθάνεται σημαντικός και πλήρης.

Τέλος, αν ένας γονιός έχει προσδοκίες ή επιθυμίες σχετικά με την προσωπική του εξέλιξη, το επάγγελμα, τις σπουδές, τις σχέσεις, που δεν πραγματώθηκαν, ενδέχεται να τις κληροδοτήσει στο παιδί του, καθιστώντας το εκπρόσωπο των γονεϊκών ονείρων ζωής. Το παιδί εγκλωβίζεται σε προσδοκίες που δεν το αφορούν και δεν έχει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τις δικές του επιθυμίες και να οικοδομήσει έναν διαφοροποιημένο εαυτό.

Φροντίζοντας τον εαυτό μας, επιτρέπουμε στο παιδί μας να μένει στο ρόλο του χωρίς να χρειάζεται να μας «φροντίσει»

Ένας γονιός που φροντίζει τον εαυτό του, επιτρέπει στο παιδί να παραμένει στο ρόλο του παιδιού. Αντίθετα, ένας γονιός που δυσκολεύεται να φροντιστεί μπορεί να καλέσει ασυνείδητα το παιδί να πάρει διάφορους ρόλους μέσα από τους οποίους να αναλάβει εκείνο τη φροντίδα του γονιού του.

Σε κάποιες οικογένειες τα παιδιά δεν είναι απλώς παιδιά. Έχουν αναλάβει να φροντίζουν τους γονείς τους μέσα από ένα γονεϊκό ή συντροφικό ρόλο. Τα παιδιά προσπαθούν να ενδυναμώσουν τους γονείς τους και να τους κάνουν ευτυχισμένους.

Προσδοκούν ότι, αν φροντίσουν αρκετά τους γονείς τους, τότε εκείνοι θα μπορέσουν να σταθούν ως γονείς και να αντιγυρίσουν  χώρο, φροντίδα και στήριξη. Η θέση αυτή όμως «καταργεί» το παιδί, γιατί δεν αφήνει χώρο στην παιδικότητά του. Για να λάβει την φροντίδα που κανονικά θα έπρεπε να έχει αβίαστα, χρειάζεται να καταβάλει μεγάλο κόπο. Το παιδί μένει σε μια κατάσταση στέρησης που ενέχει παράπονο και συχνά ανέκφραστο θυμό.

Εξάλλου οι προσπάθειές του ποτέ δεν είναι αρκετές, διότι εξ’ ορισμού ένα παιδί δεν μπορεί να φροντίσει το γονιό του. Έτσι το παιδί αισθάνεται ανεπαρκές και αδύναμο. Νιώθει ότι κάτι δεν κάνει καλά, κάτι δεν καταφέρνει.

Φροντίζοντας τον εαυτό μας, διδάσκουμε στο παιδί την αυτοφροντίδα

Το παιδί χτίζει τον εαυτό του ταυτιζόμενο με τους γονείς και εσωτερικεύει ρητές και άρρητες πεποιθήσεις και επιταγές του οικογενειακού του συστήματος που το διαμορφώνουν ως ενήλικα. Ο γονιός αποτελεί το πρώτο και το πιο σημαντικό παράδειγμα ζωής!

Ο τρόπος με τον οποίο ένας γονιός ακούει και φροντίζει τις δικές του ανάγκες, αποτελεί ένα μοντέλο σχέσης με τον εαυτό που το παιδί εσωτερικεύει καθώς μεγαλώνει. Έτσι, ο βαθμός στον οποίο το παιδί θα γίνει ένας ενήλικας που φροντίζει τον εαυτό του, εξαρτάται από το πόσο είχε την εμπειρία γονιών που φρόντιζαν τον εαυτό τους.

Φροντίζοντας τον εαυτό μας, επιτρέπουμε στο παιδί να προχωρήσει χωρίς να κοιτάζει διαρκώς «πίσω»

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο για κάθε παιδί να διαφοροποιηθεί από τους γονείς του και να βαδίσει σε μία πορεία αυτοπραγμάτωσης στη ζωή του, όταν αισθάνεται ότι αφήνει πίσω του γονείς που είναι παραιτημένοι, στερημένοι ή πληγωμένοι.

Ακόμα και αν οι γονείς δεν ζητούν από το παιδί φροντίδα και αφοσίωση στα πλαίσια της σχέσης τους ή της καθημερινότητας, το παιδί δυσκολεύεται να δώσει στον εαυτό του την άδεια να αποδεσμευθεί ψυχικά και να προχωρήσει σε μία ζωή πιο ικανοποιητική και χαρούμενη από αυτή που έζησαν οι γονείς του. Σε αυτή την περίπτωση συχνά το παιδί σαμποτάρει με διάφορους ασυνείδητους τρόπους την πορεία του, παραμένοντας ψυχικά δέσμιος του οικογενειακού συστήματος και κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά της προηγούμενης γενιάς.

Είναι βέβαιο ότι κάθε γονιός δεν θα τα καταφέρνει πάντα να ακούει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και να φροντίζεται. Δεν θα είναι λίγες οι φορές εκείνες που μπορεί να χάσει την άκρη του νήματος που τον συνδέει με τον εαυτό του. Αυτό που μπορεί όμως πάντα να κάνει, είναι να αναζητά την επίγνωση. Να προσπαθεί δηλαδή να ανακαλύψει τα σημάδια που του δίνει ο εαυτός του όταν μένει αφρόντιστος. Και μαθαίνοντας να ακούει αυτά τα σημάδια, θα μπορεί να επανασυνδέεται με τα παραμελημένα κομμάτια του και να προσπαθεί να τα φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί.