Το γνωστό σε όλους μας «κου-κου… τζα!» είναι ένα από τα πιο διαδραστικά παιχνίδια που μπορεί κανείς να παίξει με ένα μωρό και είναι το ίδιο (αν και με διαφορετικό επιφώνημα) σε όλον τον κόσμο. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με μια σειρά από επιστημονικές έρευνες, είναι ένα παιχνίδι που παίζει ουσιαστικό και επιδραστικό ρόλο στη νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού.
Έχοντας μελετήσει την εγκεφαλική δραστηριότητα και τις αντιδράσεις παιδιών από πολλά μέρη του κόσμου και αφού κατέγραψαν κάθε χαμόγελο, γέλιο και ξάφνιασμα, οι ερευνητές κατέληξαν σε μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Μία από αυτούς είναι και η Ίρις Νομικού, γλωσσολόγος στο τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ, σύμφωνα με την έρευνα της οποίας, «τέτοιου είδους διαδραστικές επαφές είναι ουσιώδεις για την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας».
Το καθιερωμένο παιχνίδι, λοιπόν, φαίνεται πως λειτουργεί σαν ένας σύντομος διάλογος μεταξύ του ενήλικα και του μωρού. Η απλότητα και η προβλεψιμότητά του το κάνει ιδανικό ώστε το βρέφος να προσαρμόζεται σταδιακά, μαθαίνοντας τι να περιμένει μετά και τι περιμένει ο άλλος από αυτό. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, υπήρξαν βρέφη που, από την ηλικία των 4 μηνών ακόμη, έδειχναν τη διάθεση να συμμετέχουν στο παιχνίδι απλώνοντας το χέρι ν’ αγγίξουν (και ας μην μπορούν να το τραβήξουν) το κάλυμμα ή τα χέρια στο πρόσωπο του ενήλικα. Οι αντιδράσεις τους δε, ήταν εναρμονισμένες με τις αλλαγές που περιλαμβάνει το παιχνίδι, όπως π.χ. το αυθόρμητο γέλιο με την αποκάλυψη του προσώπου.
Πέρα από τη δυναμική φύση της κοινωνικής επαφής, οι ερευνητές σημειώνουν πως το «κου-κου… τζα!» επιφυλάσσει στα παιδιά ένα πρόωρο μάθημα φυσικής που περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την εντύπωση στη συνείδησή τους ότι το να μην βλέπουμε ένα αντικείμενο, δε σημαίνει ότι αυτό εξαφανίζεται. Μάλιστα, η αίσθηση ότι μαθαίνουν κάτι καινούργιο πιθανόν να κάνει το παιχνίδι πιο διασκεδαστικό για τα μικρά.
Όταν τα παιδιά χρονίσουν, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το «κου-κου… τζα!» διαφορετικά. Ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους κάνοντας τον κόσμο γύρω τους να «εξαφανίζεται» και να «εμφανίζεται» ή κρύβονται τα ίδια από τον γονιό, με μια κουβέρτα π.χ., παίζοντας το παιχνίδι αντίστροφα. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, το απλοϊκό παιχνίδι εξελίσσεται στο διασκεδαστικό «κρυφτό» όπου τα παιδιά και οι γονείς έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εδραιώσουν μια σχέση εμπιστοσύνης.
Όπως λένε και οι ερευνητές, «όταν οι γονείς παίζουν κρυφτό με το παιδί, ακόμη και αν το παιδί δεν κρύβεται πραγματικά, «είναι σα να του λένε “είμαι εδώ όποτε και αν επιστρέψεις από την κρυψώνα σου και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει”».