Μαμά που βρίσκεσαι;
Για ακόμη μια φορά χτύπησε το ξυπνητήρι σήμερα. Άνοιξες τα μάτια σου με το ζόρι ξανά. Άντε να σηκωθείς πάλι και να επαναλάβεις τη ρουτίνα σου. Δε θες να σηκωθείς. Έχει απαίσιο καιρό και σε έπιασε για χιλιοστή φορά η μελαγχολία σου. Πρέπει να σηκωθείς όμως, δε γίνεται αλλιώς. Το σπίτι είναι σκοτεινό, λίγο φως δε θέλει να μπει ούτε στα κλεφτά, έτσι να ομορφύνει λίγο ο χώρος. Πίνεις μια γουλιά καφέ, ανάβεις και το πρώτο τσιγάρο και ξαφνικά σε πιάνουν πάλι οι απορίες και τα παράπονα.
Πάλι λείπει, σκέφτεσαι. Για ακόμη μια μέρα, λείπει, είναι εξαφανισμένη κι εσύ εδώ να τη σκέφτεσαι. Πόσο άδικο μπορεί να είναι αυτό; Γιατί έφυγε; Μήπως τιμωρείσαι για κάτι; Πες μου, πόσα χρόνια κάνεις αυτήν την ερώτηση στον εαυτό σου; Μα καλά, πώς τα κατάφερα; Μουρμουράς και δίνεις λίγους πόντους σε σένα που ακόμα και τώρα τα καταφέρνεις και χωρίς εκείνη. Ναι, την παλεύεις, αλλά αν ήταν εδώ όλα θα ήταν καλύτερα και πολύ πιο όμορφα και δε θα υπήρχαν αυτές οι σκέψεις να βασανίζουν το μυαλό σου. Έτσι δεν είναι;
Η εφηβεία σου ήταν δύσκολη. Έπεσαν πολλές ευθύνες πάνω σου αφού έφυγε εκείνη. Ανέλαβες τις δικές της υποχρεώσεις εξαιρώντας την εργασία, την οποία είχε αναλάβει ο πατέρας σου που δούλευε όλη μέρα για να βάλει το φαγητό στο τραπέζι και να πληρωθούν οι λογαριασμοί. Εσένα η δουλειά σου ήταν να κάνεις ό,τι μπορείς να συντηρήσεις το σπίτι σου κι όταν δεν είχες κάτι να κάνεις, αφοσιωνόσουν στο διάβασμα, μπας και κατάφερνες να σπουδάσεις κάτι για να προκόψεις στο μέλλον σου.
Έκαψες την κουζίνα αμέτρητες φορές και για θυμήσου αυτό το αυγολέμονο που πάλεψες να πετύχεις, το οποίο ακόμα και τώρα δεν το μπορείς. Δεν πειράζει, σε άλλα τα καταφέρνεις μια χαρά. Ξέχνα και τα ρούχα που καταστράφηκαν στο πλυντήριο όταν τα έψηνες στους 90. Τώρα πλέον, ξέρεις κι από αυτά. Τι μπορεί να σου προσάψει ο καθένας; Αυτοί είχαν τις μανάδες τους να τα κάνουν. Κάτι που εσύ στερήθηκες, αλλά η απώλεια της σε έκανε αυτό που είσαι τώρα.
Είσαι ένα κενό που δε γεμίζει…
Πέρασες δύσκολα, δεν αντιλέγω, και τα παιδιά που τις είχαν δίπλα τους τα ζήλευες και πίστευες πως ήταν μια πολυτέλεια για αυτούς. Μα δεν είναι; Μόνο αυτοί που το έχουν ζήσει μπορούν να καταλάβουν για τι είδους πολυτέλεια μιλάμε. Δεν αντικαθίσταται. Δεν μπορεί καμία να πάρει τη θέση της στην ζωή σου. Δεν το επιτρέπει η φύση, πώς να το κάνουμε. Ο χαμός της είναι το πιο αφύσικο πράγμα για ένα παιδί κι ειδικά αν τη χάσει σε ηλικία που του είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.
Κάθε μέρα αναρωτιέσαι αν ήταν όνειρο το γεγονός που έπρεπε να φύγει. Κάθε μέρα σκέφτεσαι αν θα γυρίσει ξανά. Με αυτήν την ελπίδα ζεις. Μεγάλωσες μόνο με την παρουσία του πατέρα σου στο πλευρό σου, ο οποίος πάλεψε γερά να παίξει και το δικό της ρόλο. Άντε πες του τώρα πως δεν τα κατάφερε. Μα ούτε κι αυτό γίνεται, πάλι επεμβαίνει στους κανόνες της φύσης. Είναι δυνατόν ο πατέρας να γίνει και μάνα και πατέρας μαζί; Δεν μπορεί κανένας πατέρας να αποκτήσει τις δυνάμεις της μάνας. Είναι ήρωας, δεν αντιλέγω, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει σούπερ ήρωας.
Ξέρω τι σκέφτεσαι. Πόσο άδικη μπορεί να γίνει η ζωή μερικές φορές, πόσο εγωίστρια, για να σου στερήσει τον άνθρωπο που σε έφερε σε αυτόν τον κόσμο; Ξέρω, είναι πέρα από άδικο και πολύ οδυνηρό. Πόσο άδικο μπορεί να είναι όλο αυτό, ειδικά αν σου τύχουν πράγματα και καταστάσεις που θα έπρεπε να ήταν κι εκείνη παρούσα;
Πώς θα κάνεις εγγόνια ενώ εκείνη δε θα υπάρχει πουθενά; Και ποιος θα τα κακομάθει; Ποιος θα τα μάθει πράγματα που δεν μπορείς εσύ να τα μάθεις; Κι όταν πετύχεις κάπου; Δε θα είναι εκεί να σε καμαρώσει και να σου πει μπράβο; Τι, όλα αυτά πάλι ο πατέρας σου θα τα κάνει;
Έρχονται γιορτές και πόσο τις σιχαίνεσαι ούτε εσύ δεν ξέρεις. Γεμίζει το σπίτι με φίλους και συγγενείς αλλά η καρέκλα της είναι άδεια, για ακόμη μια φορά. Δεν ξεχνάς ποτέ τα γενέθλιά της ούτε το πρόσωπό της, ακόμα κι ας έχεις να τη δεις τόσα χρόνια. Κάθε λεπτομέρειά της είναι αποθηκευμένη στο μυαλό σου. Ακόμα κι η φωνή της, υπάρχει μέσα σου. Μεγαλώνοντας ακούς όσους την ήξεραν να σου λένε πόσο της μοιάζεις. Πόση ευτυχία αισθάνεσαι όταν το ακούς αυτό; Πες μου, πόση;
Τώρα πλέον, μεγάλωσες. Απέκτησες κρίση κι άποψη, αλλά τη σκέφτεσαι ακόμα. Δεν επιτρέπεις να ξεθωριάσει απ’ τη μνήμη σου και της έχεις βάλει τέτοια θέση στην καρδιά σου που κανένας δε θα μπορέσει να την πάρει από κει.
Δεν έχει φύγει, το γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλους. Και το νιώθεις κιόλας. Μην απελπίζεσαι γιατί εκείνη δεν το θέλει. Κοιτάξου στον καθρέφτη. Να τη! Δεν τη βλέπεις; Όχι, δεν έχει φύγει. Ζει μέσα από ‘σένα. Και για όσο την κρατάς μέσα σου, θα υπάρχει.
Πηγή: pillowfights.gr