Κλινικά η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη δεν τίθεται με ευκολία λόγω της ποικιλομορφίας των παρουσιαζόμενων συμπτωμάτων.
Αν τα συμπτώματα παρουσιάζονται αμέσως μετά τη λήψη της λακτόζης η διάγνωση είναι πιο εύκολη. Συμπτώματα που εμφανίζονται μέσα στα πρώτα 30 λεπτά από τη λήψη της λακτόζης είναι η ναυτία και ένα αίσθημα πληρότητας (φούσκωμα) του στομαχιού ενώ αυτά που εμφανίζονται μέσα σε 2 έως 6 ώρες είναι ο κοιλιακός πόνος ο οποίος μπορεί να έχει κολικοειδή χαρακτήρα (εντοπιζόμενος γύρω από τον ομφαλό ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς), το γουργούρισμα των εντέρων, το φούσκωμα, η έκλυση αερίων και η διάρροια. Η τυπική διάρροια χαρακτηρίζεται από υδαρή, ογκώδη και αφρώδη κόπρανα.
Η συσχέτιση της λήψης της λακτόζης με τα συμπτώματα είναι επίσης δύσκολο να τεκμηριωθεί από το ιστορικό στον παιδικό πληθυσμό αφού πολλά, κυρίως μικρότερης ηλικίας παιδιά, δεν μπορούν να εκθέσουν τα συμπτώματά τους με καθαρό τρόπο. Ο παιδίατρος θα πρέπει να υποπτευθεί την δυσανεξία στη λακτόζη στα παιδιά εκείνα που παρουσιάζουν υποτροπιάζοντα κοιλιακό πόνο αφού αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες χρόνιου κοιλιακού πόνου στα παιδιά (24-40%). Τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και οι έφηβοι με συμπτωματολογία ευερέθιστου εντέρου (κοινώς σπαστική κολίτιδα) θα πρέπει επίσης να διερευνώνται για δυσανεξία στη λακτόζη.
Διάγνωση
Η εργαστηριακή διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη γίνεται με τη δοκιμασία μέτρησης του υδρογόνου στον εκπνεόμενο αέρα των ατόμων μετά από λήψη διαλύματος λακτόζης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω όταν η δραστικότητα της λακτάσης είναι ανεπαρκής η λακτόζη δεν μπορεί να απορροφηθεί, ενεργεί σαν οσμωτικό φορτίο για το λεπτό έντερο και κατέρχεται στο παχύ όπου ζυμώνεται από την εκεί χλωρίδα. Από τη ζύμωση αυτή παράγεται υδρογόνο το οποίο περνά στο αίμα και στη συνέχεια μεταφέρεται στους πνεύμονες όπου εκπνέεται. Τα άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα υδρογόνου στον εκπνεόμενο αέρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δοκιμασία αυτή είναι εύκολη και ανώδυνη και εφαρμόζεται τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει τον περιορισμό της λακτόζης στη δίαιτα, την υποκατάστασή της από εναλλακτικές θρεπτικές ουσίες, την παροχή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου και τη λήψη υποκατάστατων του ενζύμου της λακτάσης.
Η ανάγκη για το διαιτητικό περιορισμό της λακτόζης εξατομικεύεται ανάλογα με την ανοχή του κάθε ατόμου. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως στα βρέφη και τα παιδιά η λακτόζη προσδίδει το 30-50 % περίπου των ημερήσιων θερμίδων, γι’ αυτό και ο διαιτητικός περιορισμός της έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε σύγκριση με τους μεγάλους. Οι ασθενείς με ανεπάρκεια λακτάσης μπορούν ν’ αρχίσουν με μια δίαιτα ελεύθερης λακτόζης τη στιγμή της διάγνωσης ώστε να εξαλειφθούν τα συμπτώματά τους και στη συνέχεια να επανεισάγουν τη λακτόζη στη διατροφή τους αυξάνοντάς τη σταδιακά μέχρι να βρεθεί η ποσότητα εκείνη που δεν προκαλεί συμπτώματα. Τα γάλατα σόγιας δεν περιέχουν λακτόζη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά με τα γάλατα ελεύθερης ή μειωμένης λακτόζης.
Οι γονείς θα πρέπει να ερευνούν τη σύσταση των έτοιμων τροφών που αγοράζουν για τα παιδιά τους και να διαβάζουν την αναγραφόμενη σύνθεση των συσκευασμένων τροφών.
Εκτός από τις φανερές πηγές λακτόζης υπάρχουν και κρυφές για τις οποίες οι γονείς θα πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένοι. Προϊόντα στα οποία αναγράφονται οι όροι: ορός γάλακτος, καζεΐνη, λακταλβουμίνη, σκόνη γάλακτος μπορεί να περιέχουν σημαντική ποσότητα λακτόζης. Τροφές που μπορεί να περιέχουν «κρυφές» πηγές λακτόζης είναι τα ψωμάκια, τα μπισκότα, τα παξιμάδια, τα ζαχαρωτά, τα γλειφιτζούρια, τα γλυκίσματα που απαιτούν ψήσιμο, τα δημητριακά, οι σούπες και τα κρέατα ταχείας παρασκευής, η μαργαρίνη και τα έτοιμα ντρέσινγκ σαλάτας. Η λακτόζη εμπεριέχεται σαν έκδοχο και σε πολλά φάρμακα όπως αντισυλληπτικά και αντιόξινα, αλλά προκαλεί συμπτώματα μόνο στα άτομα εκείνα με σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη.
Η παροχή της αναγκαίας ημερήσιας ποσότητας ασβεστίου στους ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη είναι πρωταρχικής σημασίας, καθώς τα γαλακτοκομικά προϊόντα που αποτελούν την κύρια διαιτητική πηγή ασβεστίου περιορίζονται. Εναλλακτικές πηγές ασβεστίου αποτελούν τα λαχανικά, ορισμένα θαλασσινά που περιέχουν μαλακά κόκαλα που μπορούν να φαγωθούν (σολομός, σαρδέλα, γαρίδες), ξηροί καρποί (αμύγδαλα, καρύδια) και το μαλακό τυρί σόγιας (Tofu).
Επειδή όμως οι τροφές που είναι πλούσιες σε ασβέστιο αλλά δεν περιέχουν γάλα δεν είναι αρεστές στα περισσότερα παιδιά δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η πιθανότητα χορήγησης συμπληρωμάτων ασβεστίου.
Μελέτες έχουν δείξει ότι παιδιά με δυσανεξία στη λακτόζη που υποβάλλονταν σε δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη και ασβέστιο παρουσίασαν ελάττωση της οστικής πυκνότητας συγκρινόμενα με τα παιδιά εκείνα που λάμβαναν κανονική δίαιτα. Οι ημερήσιες ανάγκες ασβεστίου συνίστανται σε 800 mg στοιχειακού ασβεστίου για παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών και 1200 mg γι’ αυτά που είναι μεγαλύτερα των 10 ετών (μπρόκολο, σπανάκι, μπάμιες, ρεβίθια).
Κωνσταντίνος Γ. Σιαφάκας – babyzone.gr