Όχι, όχι, όχι, δεν είμαι εσύ μαμά!
Κάθομαι στον καναπέ κρατώντας μια πάνα-βρακάκι, μιας και τα βαμβακερά πνίγηκαν όλα σε κάποια από τις λιμνούλες που φύτρωσαν τον τελευταίο καιρό στο πάτωμα του σπιτιού μας, και της ζητάω να έρθει κοντά μου να τη φορέσει. Με αγνοεί. Έχει να βάλει το μωρό της για ύπνο, να αναζητήσει λίγη κρέμα για να αλείψει «το κουνούπι της», να σταθεί δίπλα στο cd player και να παραγγείλει το αγαπημένο της άσμα… δουλειές με φούντες δλδ, πού να τρέχει τώρα να φορέσει βρακί.
[babyPostAd]Είναι μικρή, την προσοχή της τραβάνε διάφορα πράγματα τριγύρω, μεταφράζω. Η ώρα όμως περνάει, πρέπει να ετοιμαστώ για το γραφείο, την προσοχή της τραβάνε όλα τα πράγματα τριγύρω εκτός από μένα, αρχίζω να χάνω την υπομονή μου. Της το ζητάω ξανά, με πιο επιτακτικό τόνο. Όχι μία ούτε δύο φορές. Τίποτε. Αποφασίζει επιτέλους να πάρει θέση απέναντί μου. Επιτέλους επικοινωνήσαμε, μεταφράζω. Στέκεται ευθυτενής, περήφανη και ξεβράκωτη στο ένα μέτρο από τον καναπέ και βγάζει από το στόμα της ένα ολόσωστο, συνειδητοποιημένο, ήρεμο και πιο-ξεκάθαρο-πεθαίνεις «όχι». Επαναλαμβάνω το αίτημα. Επαναλαμβάνει το «όχι», σχεδόν ατάραχη. Τρεις φορές. Με κοιτάει σαν να με ρωτάει πόσο το εννοώ. Προσπαθώ να την κοιτάξω άγρια. Θυμίζουμε μονομάχους έτοιμους να διασταυρώσουν τα ξίφη τους. Και τότε το βλέπω όλο μπροστά μου. Δεν πρόκειται για κάποια ελλειμματική λόγω ηλικίας προσοχή. Ούτε για την ανάγκη της να χορέψει χωρίς βρακί, επειδή ζεσταίνεται και ήρθε στο κέφι. Πρόκειται απλώς για την ανάγκη της να πει «όχι». Με τις πράξεις, κι αφού δεν το καταλαβαίνω, με τις λέξεις. Και θέλει να το πει στον άνθρωπο από τον οποίο έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση: τη μαμά της.
Η μεγάλη σύγκρουση έχει αρχίσει. Είναι πέρα και πάνω από εμάς. Αψηφά τους κανόνες της κληρονομικότητας και τις όποιες γραμμές διαπαιδαγώγησης. Είναι η πανάρχαια ανάγκη της αυτονόμησης που περνάει πάντα από τον δρόμο της αντίδρασης. Είναι η ίδια δύναμη που την ωθεί να φτύνει το νερό στην μπλούζα της και στο πάτωμα όταν της λέω «μη». Η ίδια που την κάνει να κραδαίνει το παιδικό ψαλιδάκι της μπροστά στα μούτρα της για να με βλέπει ξανά και ξανά να τρομάζω και να της υποδεικνύω τον σωστό τρόπο λαβής. Αυτή που την κάνει να λέει «όχι» στο βραδινό γάλα το οποίο μετά μανίας πίνει ευθύς αμέσως. Και πολύ φοβάμαι ότι είναι η ίδια που βάζει το χεράκι της για όλες τις αποτυχημένες προσπάθειες απομάκρυνσης της πάνας. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω την διακαή επιθυμία της κόρης μου για «την κατου-η-μένη!» όταν τις προάλλες τόλμησα να την αλλάξω μόλις ξύπνησε;
Κάποιοι το λένε terrible twos. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για έναν μύθο απομεινάρι της ευτυχισμένης αμερικανικής οικογένειας των 50s που τρόμαξε στη θέα ενός παιδιού που αντιδρά. Εγώ το λέω ζήτημα αρχής. Διότι ο κάθε άνθρωπος αν θέλει να σέβεται τον εαυτό του και να τον σέβονται και οι άλλοι, πρέπει να μάθει να λέει όχι. Και το όχι των 2 ετών σημαίνει είμαι άλλος, ξεχωριστός, ανεξάρτητος, δεν είμαι εσύ μαμά. Κατεβάζω λοιπόν το άγριο βλέμμα μου και αφήνω κάτω την πάνα. Ας χαρεί την ξεβράκωτη νίκη της. Όχι, δεν θα της χαρίζονται όλες οι φορές που θα αντιδράσει, αλλά αυτή τη φορά το αξίζει. Επειδή αντέδρασε ώριμα, χωρίς φωνές, υστερίες και κλάματα, λέγοντας απλώς ένα πιο-ξεκάθαρο-πεθαίνεις «όχι». Απέναντι στο οποίο δεν είχα να αντιτάξω τίποτε πέρα από τα τσακισμένα νεύρα μου. Και αυτά ΟΧΙ, δεν της άξιζαν.
Πηγή: 31ebdomades.gr