Ονειρεύτηκα χθες βράδυ πως ήμουν και πάλι παιδί που γύριζε κουρασμένο
από το παιχνίδι στην θαλπωρή του πατρικού του σπιτιού.
Ονειρεύτηκα την θάλασσα που ψάρευα με το καλάμι μου.
Τότε που αγκάλιαζε το λιμάνι από άκρη σε άκρη,
πριν αυτό μεγαλώσει κι επεκταθεί.
Το τιμόνι του ποδηλάτου που καθόμουν,
καθώς το οδηγούσε ο αδελφός μου και μ’ έκανε βόλτα στην παραλία.
Αισθανόμουν βασίλισσα που έβγαινε βόλτα με την άμαξά της.
Την υδροφόρα που μετέφερε νερό πόσιμο στα νησιά.
Τις ώρες που έμενε δεμένη κι αφύλαχτη στο μουράγιο, ανέβαινα πάνω.
Το νερό της θάλασσας ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα πλευρά της.
Στεκόμουν στην άκρη και ταλαντευόμουν χωρίς να χάνω την ισορροπία μου.
Αισθανόμουν τόσο ριψοκίνδυνη, λες κι αρμένιζα στο πέλαγος με δέκα μποφόρ.
Ονειρεύτηκα την γειτονιά όπου με περίμενε τ’ απογεύματα η παρέα μου να παίξουμε.
Κάθε της σημείο κι ένα παιχνίδι. Σε κάθε της γωνιά ανεμελιά και γέλια ν’ αντηχούν.
Τ’ αθώα φλερτ, η ντροπαλή διεκδίκηση του αγοριού που φάνταζε ήρωας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Το φούσκωμα στο στήθος από μια απλή ματιά. Όλα τρόπαια στην σάλα των αναμνήσεων. Η καλύτερη ηλικία όλων. Η παιδική.
Τίποτα δεν σκίαζε τον ουρανό μου.
Μόνο καμία αρρώστια που θα μ’ εμπόδιζε από το να πάω σχολείο
ή να βγω έξω μετά τα μαθήματα.
Τον αγώνα για επιβίωση τον είχαν αναλάβει οι γονείς μου.
Η δική μου απασχόληση ήταν να τους ακούω και να μεγαλώνω μέσα σ’ αυτόν τον προστατευτικό κύκλο που με είχαν κλείσει.
Να προσλαμβάνω τις βασικές γνώσεις, να βοηθάω στο σπίτι, όποτε κρινόταν απαραίτητο και να παίζω μέχρι να σκοτεινιάσει έξω στον δρόμο χωρίς να φοβάμαι.
Κίνδυνοι τότε δεν υπήρχαν. Ούτε τα πολλά αμάξια, ούτε άνθρωποι κακόβουλοι που καιροφυλακτούσαν να σου κάνουν κακό.
Αθωότητα ήταν τ’ όνομα της παιδικής μου ηλικίας.
Κι η εποχή που την βίωνα ήταν ντυμένη με λευκό φόρεμα.
Στροβιλιζόμουν, χαιρόμουν, ανυπομονούσα να μεγαλώσω.
Με ρωτούσαν πόσο χρονών είμαι κι απαντούσα τρία τέσσερα χρόνια πιο πολύ απ’ όσο ήμουν.
Δεν ήξερα τότε ότι αυτό το κομμάτι της ζωής μου ήταν το πιο πολύτιμο απ’ όλα.
Το ζεστό σπίτι με τις γαργαλιστικές μυρωδιές από αυτά
που μαγείρευε η μαμά μου στην κουζίνα.
Η αγκαλιά κι η τρυφερότητα της.
Η παρουσία του πατέρα που εξασφάλιζε την ασφάλεια και την αστείρευτη παροχή αγάπης.
Ο μεγαλύτερος αδερφός που προπορευόταν κι άνοιγε τον δρόμο
που θ’ ακολουθούσα κι εγώ αργότερα.
Αυτός ο φύλακας άγγελος που ήταν πάντοτε πανταχού παρών.
Ονειρεύτηκα και θυμήθηκα έντονα όσα η ζωή μ’ έκανε να ξεχάσω μέσα στο πέρασμα των χρόνων.
Την συμμετοχή μου στις μυροφόρες αλλά και στην χορωδία της εκκλησίας κάθε Πάσχα.
Το κατηχητικό και τις νουθεσίες του παπά της ενορίας μας.
Την προσμονή του ερχομού της ξαδέλφης μου τα καλοκαίρια και όχι μόνο, στο νησί μας. Τις βόλτες και τα μπάνια μας στην θάλασσα.
Το καρπούζι που μοσχοβολούσε κάτω από τ’ αρμυρίκια.
Την συλλογή με τα βότσαλα που είχαν περίεργο χρώμα και σχήμα.
Κοιμήθηκα ενήλικη και ξύπνησα παιδί.
Με το βλέμμα ξάστερο και φωτεινό. Την καρδιά ανάλαφρη κι αθώα.
Κι αν πέρασα πολλά, κι αν έφαγα τα μούτρα μου από τις τρικλοποδιές της ζωής,
μετά από γάμο, γεννήσεις παιδιών, διαζύγιο, αρρώστιες, θανάτους κι αποχωρισμούς, ένα μπορώ να πω.
Ήμουν πολύ τυχερή που είχα μια τόσο πλούσια κι ωραία παιδική ηλικία στην επαρχία.
Ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, εκεί θα επέστρεφα.
Γιατί τότε ήταν που έμαθα να συνεχίζω με γδαρμένα γόνατα ό,τι κι αν κάνω. Να γελάω και να κλαίω με την ψυχή μου. Να κάνω φίλους χωρίς υστεροβουλία και να δέχομαι ανεπιφύλακτα κάθε τι το διαφορετικό.
Τότε έμαθα ν’ αγαπάω και να μαλώνω και να συμφιλιώνομαι ξανά και ξανά.
Αυτό το τρυφερό κομμάτι είναι η ασπίδα μου στα βέλη της ωριμότητας
και στην σκληρότητα της εποχής που ζούμε.
Είναι οι ρίζες που με κρατούν όρθια παρά τον κόντρα καιρό που φυσάει.
Είναι το παιδί που κρύβεται βαθιά μέσα μου.
Αυτό που αντιστέκεται και μου υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να διατηρώ την ψυχραιμία και την ανθρωπιά μου, στην εποχή των μηχανών που ζούμε.
Στην εποχή της αλλοτρίωσης και της μοναξιάς.