Το όνομά της, Σάφι Ρόουζ Ρούσος. Η ηλικία της, ίδια με εκείνη του γιου μου…
Ετών οκτώ. Κοιτάζω το χαμόγελό της. Απαλλαγμένο από κάθε ίχνος προσποίησης, καθαρό απέναντι σε κάθε ενήλικο σκουπίδι. Πιστεύει ακόμη στα παραμύθια, φοβάται τους λύκους, αγαπά τους πρίγκιπες, λατρεύει τα παιχνίδια, θέλει το χάδι της μαμάς για “καληνύχτα” και αγνοεί την ανθρώπινη παράνοια μέχρι τη στιγμή που η τελευταία τής κόβει το νήμα της ζωής σε μια γιορτή γεμάτη φώτα, νιάτα και μουσική. Η μέρα περνάει με την εικόνα της, μ’ εκείνο το χαμόγελο που όσο κι αν προσπαθώ να διώξω απ’ το μυαλό μου τόσο καρφώνεται στην καρδιά μου, σαν ένα απ’ τα καρφιά της βόμβας που το έσβησε.
Ύστερα αρχίζω να κλαίω. Δεν είχα κλάψει ποτέ μπροστά του, δεν ήθελα ποτέ να κλάψω. Είμαι τόσο μεγάλη για να κλαίω, τόσο μικρή για να μη φοβάμαι. Το “όχι” μου με κάνει να νιώθω ταπεινωμένη, άσχημη, δειλή. Όσο πνίγω όμως τα δάκρυά μου τόσο εκείνα ξεχειλίζουν μέχρι τη στιγμή που ο μικρός έρχεται προς το μέρος μου και μου ψιθυρίζει: “Μην κλαις μαμά. Αν είναι να κλαις, δεν θα πάω…” Μένω εκεί. Με το βλέμμα θολό από τρόμο και λύπη. Αιχμάλωτη κάποιου άγνωστου κτήνους, αιχμάλωτα μαζί και τα παιδιά μου. Νιώθω σαν να τα δένω με λουριά και αλυσίδες, σαν ν’ αμπαρώνω την ελευθερία τους σε μια σκοτεινιά ακόμη πιο τυφλή από το απύθμενο μίσος των παρανοϊκών τζιχαντιστών, να τα περιορίζω, να τα φυλακίζω, να τα κρατώ ομήρους του φόβου μου, δούλους ενός απρόσωπου πανικού.
Τι ανόητο ξέσπασμα, πόσο κακόγουστη σκηνή. Του μιλάω. Όλα του τα λέω. Τίποτα δεν του κρύβω. Με την τηλεόραση ανοιχτή και τον πανικό του Μάντσεστερ σε γκρο πλαν. Με το χαμόγελο της Σάφι Ρόουζ σε χρόνο παρελθοντικό και τα δάκρυα χιλιάδων γονιών σε βασανιστικό ενεστώτα. Με ρωτάει, του απαντάω. Όσα γνωρίζω κι όσα δεν φανταζόμουν πως θα γνωρίσω κάποτε. Αισθάνομαι πως για να ελπίσει στο λευκό πρέπει να μοιραστώ μαζί του το μαύρο αυτού του κόσμου. Πως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μετατρέψει στο όνομα του δικού του θεού ένα γονέα σε δυνάστη κι ένα παιδί σε σκλάβο. Πως θα τον αφήσω να πάει στο Παρίσι και όπου αλλού θέλει. Πως δεν θα κάνουμε σε κανέναν τη χάρη να είμαστε νεκροί πριν ακόμη πεθάνουμε…