Το όνομά της, Σάφι Ρόουζ Ρούσος. Η ηλικία της, ίδια με εκείνη του γιου μου…
Ετών οκτώ. Κοιτάζω το χαμόγελό της. Απαλλαγμένο από κάθε ίχνος προσποίησης, καθαρό απέναντι σε κάθε ενήλικο σκουπίδι. Πιστεύει ακόμη στα παραμύθια, φοβάται τους λύκους, αγαπά τους πρίγκιπες, λατρεύει τα παιχνίδια, θέλει το χάδι της μαμάς για “καληνύχτα” και αγνοεί την ανθρώπινη παράνοια μέχρι τη στιγμή που η τελευταία τής κόβει το νήμα της ζωής σε μια γιορτή γεμάτη φώτα, νιάτα και μουσική. Η μέρα περνάει με την εικόνα της, μ’ εκείνο το χαμόγελο που όσο κι αν προσπαθώ να διώξω απ’ το μυαλό μου τόσο καρφώνεται στην καρδιά μου, σαν ένα απ’ τα καρφιά της βόμβας που το έσβησε.
[babyPostAd]Κοιτάζω το χαμόγελο του γιου μου. Μοιάζει μεγαλύτερο σήμερα, πιο σίγουρο, πιο ισχυρό. Κάτι σημαίνει αυτό το χαμόγελο, κάτι μαρτυρά που τον κάνει να αισθάνεται περήφανος και μεγάλος: “Ξέρεις, μαμά. Όταν τελειώσω την έκτη δημοτικού θα πάω με το σχολείο μου για μία ολόκληρη εβδομάδα στο Παρίσι! Και θα πάμε σε θέατρα, και σε μουσεία, και σε πλατείες, και σε συναυλίες. Και θα περάσουμε τέλεια μαμά!” Του λέω ότι δεν θα πάει. Πως δεν του το επιτρέπω. Ότι θα είναι ακόμη πολύ μικρός για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι… Τον βλέπω να με κοιτάζει αποσβολωμένος. Ανίκανος να καταλάβει, αδύναμος να κατανοήσει. Τον παρακολουθώ με την ίδια απεγνωσμένη ματιά που με κοιτούσε η μάνα μου κάθε φορά που έβγαινα και δεν τηλεφωνούσα για να πω ότι ζω, ότι είμαι καλά…
Ύστερα αρχίζω να κλαίω. Δεν είχα κλάψει ποτέ μπροστά του, δεν ήθελα ποτέ να κλάψω. Είμαι τόσο μεγάλη για να κλαίω, τόσο μικρή για να μη φοβάμαι. Το “όχι” μου με κάνει να νιώθω ταπεινωμένη, άσχημη, δειλή. Όσο πνίγω όμως τα δάκρυά μου τόσο εκείνα ξεχειλίζουν μέχρι τη στιγμή που ο μικρός έρχεται προς το μέρος μου και μου ψιθυρίζει: “Μην κλαις μαμά. Αν είναι να κλαις, δεν θα πάω…” Μένω εκεί. Με το βλέμμα θολό από τρόμο και λύπη. Αιχμάλωτη κάποιου άγνωστου κτήνους, αιχμάλωτα μαζί και τα παιδιά μου. Νιώθω σαν να τα δένω με λουριά και αλυσίδες, σαν ν’ αμπαρώνω την ελευθερία τους σε μια σκοτεινιά ακόμη πιο τυφλή από το απύθμενο μίσος των παρανοϊκών τζιχαντιστών, να τα περιορίζω, να τα φυλακίζω, να τα κρατώ ομήρους του φόβου μου, δούλους ενός απρόσωπου πανικού.
Τι ανόητο ξέσπασμα, πόσο κακόγουστη σκηνή. Του μιλάω. Όλα του τα λέω. Τίποτα δεν του κρύβω. Με την τηλεόραση ανοιχτή και τον πανικό του Μάντσεστερ σε γκρο πλαν. Με το χαμόγελο της Σάφι Ρόουζ σε χρόνο παρελθοντικό και τα δάκρυα χιλιάδων γονιών σε βασανιστικό ενεστώτα. Με ρωτάει, του απαντάω. Όσα γνωρίζω κι όσα δεν φανταζόμουν πως θα γνωρίσω κάποτε. Αισθάνομαι πως για να ελπίσει στο λευκό πρέπει να μοιραστώ μαζί του το μαύρο αυτού του κόσμου. Πως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μετατρέψει στο όνομα του δικού του θεού ένα γονέα σε δυνάστη κι ένα παιδί σε σκλάβο. Πως θα τον αφήσω να πάει στο Παρίσι και όπου αλλού θέλει. Πως δεν θα κάνουμε σε κανέναν τη χάρη να είμαστε νεκροί πριν ακόμη πεθάνουμε…