Όρια – Πειθαρχία: Η συμβολή τους στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού – Ορθές πρακτικές

Όρια – Πειθαρχία: Η συμβολή τους στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού – Ορθές πρακτικές

Είναι γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, κάθε στιγμή, διαπραγματευόμαστε τα όρια των άλλων, δείγμα της φυσιολογικότητας των αντιδράσεων των παιδιών σε αυτά και απόρροια της εξελικτικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά από νωρίς γνωρίζουν τα όρια του κόσμου τους, το «καλό» και το «κακό», εσωτερικεύοντας ηθική και κανόνες συμπεριφοράς.


[babyPostAd]Το ζήτημα των σωστών ορίων απασχολεί έντονα τους γονείς. Συχνά κατά την ψυχολογική αξιολόγηση εγείρονται ερωτήματα και διαπιστώσεις όπως «μήπως ήμουν πολύ σκληρός;», «δεν έπρεπε να τον αφήσω να δει τηλεόραση», «με κάνει ό,τι θέλει, δε μπορώ να επιβληθώ», «δε με ακούει», «της φωνάζω συνεχώς».

Είναι γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, κάθε στιγμή, διαπραγματευόμαστε τα όρια των άλλων, δείγμα της φυσιολογικότητας των αντιδράσεων των παιδιών σε αυτά και απόρροια της εξελικτικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά από νωρίς γνωρίζουν τα όρια του κόσμου τους, το «καλό» και το «κακό», εσωτερικεύοντας ηθική και κανόνες συμπεριφοράς.

Πώς μπορούν λοιπόν τα όρια και η πειθαρχία να τίθενται αποτελεσματικά στην καθημερινότητα (τουλάχιστον τις περισσότερες φορές);

Αρχικά, για να γίνουν σεβαστά τα όρια, απαιτείται η δημιουργία ζεστών σχέσεων αγάπης και εμπιστοσύνης. Η άμεση ανταπόκριση στις συναισθηματικές και βιολογικές του ανάγκες, η χρήση θετικών χαρακτηρισμών, η ευγένεια και η τρυφερότητα δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση ασφαλούς περιβάλλοντος και θετικά πρότυπα, τα οποία, μιμούμενο, θα επιθυμεί να ακολουθήσει.

Κάθε παιδί είναι διαφορετικό: επομένως, δεν υπάρχουν «έτοιμες συνταγές» που ταιριάζουν σε όλα! Χρησιμοποιήστε περισσότερο θετικές ενισχύσεις όταν επιδεικνύει μια επιθυμητή συμπεριφορά και λιγότερο τιμωρίες (περιορισμό προνομίων και στέρηση δραστηριοτήτων που είναι σημαντικές για το παιδί) -ειδικά η σωματική τιμωρία συνοδεύεται από πλήθος μειονεκτημάτων, με κυριότερο ότι διδάσκει επιθετικότητα (αντί, όπως θεωρείται, να την παύει).

Θέστε με σιγουριά και σαφήνεια όρια (τα οποία, πρώτα εμείς έχουμε αποδεχτεί), ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού. Πάντα εξηγούμε «γιατί» επιτρέπουμε ή δεν επιτρέπουμε κάτι σε ηλικίες άνω των 2 ετών, σε μικρότερα παιδιά η απλή απομάκρυνση από μια πηγή κινδύνου είναι αρκετή. Σε περίπτωση «παραβίασης», να είστε σταθεροί στις συνέπειες που έχετε θέσει, αλλά θυμηθείτε ότι η συνέπεια επιβάλλεται για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και όχι για το χαρακτήρα του παιδιού εν γένει.

Δώστε χρόνο με υπομονή στο παιδί να κατανοήσει τους λόγους που πρέπει να ακολουθήσει μια συμπεριφορά και χρησιμοποιήστε το «timeout» όταν υπάρχει ένταση-βοηθά και τις δύο πλευρές. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, μπορείτε από κοινού να βρείτε μια λύση κοινά αποδεκτή.

Αναπτύξτε την αυτοεκτίμηση και αφιερώστε του χρόνο, καθώς μέσα από την επικοινωνία και τη δράση, επιτυγχάνουμε πολλά- άλλωστε και τα παιδιά προτιμούν να τους λέμε τι να κάνουν και όχι τι να μη κάνουν. Αναγνωρίστε τα λάθη σας ζητώντας συγγνώμη και δείξτε του με παραδείγματα από τη δική σας ζωή ότι τα όρια και η πειθαρχία υπάρχουν και στους «μεγάλους» (πχ «αν δεν πάω στη δουλειά μου και προτιμήσω να μείνω σπίτι, δε θα πληρωθώ»)

Προσπαθήστε να ελέγχετε το θυμό σας και κάνετε συχνά αυτοκριτική για το αν έχετε υπερβολικές απαιτήσεις, που μπορεί να οφείλονται σε δική σας νευρικότητα και όχι σε λανθασμένη συμπεριφορά του παιδιού.

Η διαδικασία επιβολής ορίων είναι ευκολότερα κατανοητή, αν τη σκεφτούμε ως μία…πλαστελίνη: δεν είναι άκαμπτα, προσαρμόζονται ανάλογα με την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία του παιδιού, δεν είναι χαλαρά αλλά ούτε πνίγουν. Είναι διευκολυντικά για μικρούς και μεγάλους, προετοιμάζοντας τα παιδιά να θέσουν μεγαλώνοντας τα δικά τους όρια, με στόχο τη συνείδηση, την αυτοπροστασία και την αυτοπεποίθηση.

Πηγή:   psychologynow.gr