Το παιδί μπροστά στο διαζύγιο των γονέων του
[babyPostAd]Της ψυχολόγου Δέσποινας Κωστοπούλου
Οι επιπτώσεις του διαζυγίου στη ζωή του ενήλικα μπορεί να είναι τραυματικές. Ακόμα και στις περιπτώσεις αμοιβαίας συναίνεσης, η διάλυση μιας τόσο σημαντικής σχέσης και δέσμευσης, που οδήγησε σε γάμο, αφήνει συχνά έντονα αρνητικά συναισθήματα. Ειδικά όμως στις περιπτώσεις που παρεμβαίνει το πάθος, η κατάσταση μπορεί να γίνει αφόρητη. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες φτάνουν τη στιγμή που οι γονείς θα το ανακοινώσουν στο ή τα παιδιά τους. Η αμηχανία, η δυσκολία να βρει κανείς τα λόγια, ο φόβος μην πληγωθεί το παιδί, η ανησυχία για τις αντιδράσεις του, οδηγούν συχνά τους γονείς στους ειδικούς, ώστε να λάβουν βοήθεια για το πώς να διαχειριστούν μια τέτοια κατάσταση.
Η συναισθηματική φόρτιση δεν επιτρέπει πάντα να μιλήσει κανείς στο παιδί του για τις αλλαγές που πρόκειται να συμβούν. Ο πόνος, ο φόβος για το αύριο, ο θυμός, το αίσθημα της αδικίας, της αβοηθησίας μερικές φορές, κάνει και οι γονείς αφήνουν το παιδί να καταλάβει μόνο του, απαντούν με μισόλογα, ή ακόμα νομίζουν ότι είναι μικρό για να του εξηγήσουν και πως θα καταλάβει όταν μεγαλώσει. Προσπαθούν, δηλαδή, να το προστατέψουν, όσο μπορούν, από το να βιώσει τα δύσκολα συναισθήματα που βιώνουν οι ίδιοι. Είναι απαραίτητο οι γονείς να συγκροτήσουν το λόγο του ο καθένας και να μπορέσουν να μεταφέρουν στο παιδί τους την πραγματικότητα της πολύ σοβαρής διαφωνίας που τους οδήγησε στο διαζύγιο.
Όμως, κάθε παιδί, στην ηλικία και την αναπτυξιακή φάση που βρίσκεται κάθε φορά, έχει τη δυνατότητα, και, κυρίως, την επιθυμία, να καταλάβει τι συμβαίνει και τι πρόκειται να συμβεί. Αρκεί να του μιλήσει κανείς στη γλώσσα του, με τις λέξεις που καταλαβαίνει. Και είναι σημαντικό, οι γονείς να σκεφθούν και να δράσουν προληπτικά, αν χρειασθεί να συμβουλευθούν και ειδικό για αυτό το λόγο, ώστε να μιλήσουν οι ίδιοι στο παιδί τους για αυτή την αλλαγή στη ζωή τους.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του χωρισμού μπορεί να ανακοινωθεί στο παιδί καθώς και όλες οι αλλαγές που θα προκύψουν στο εξής για όλα τα μέλη της οικογένειας. Είναι θεμιτό να μην αιφνιδιάζονται τα παιδιά και να ενθαρρύνονται να θέτουν τις ερωτήσεις και τους προβληματισμούς τους. Χρειάζεται να διαβεβαιώνονται πως τα ίδια δεν φταίνε σε κάτι και πως και οι δύο γονείς τα αγαπούν και θα συνεχίσουν να τα φροντίζουν, ακόμα κι αν ζουν χωριστά. Οι γονείς χρειάζεται να έχουν μια παραπάνω έγνοια για τον τρόπο που διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους προς τον/την πρώην σύζυγο, αφού τα παιδιά καταλαβαίνουν περισσότερα από τη μη λεκτική επικοινωνία.
Επίσης, η έκφραση παραπόνων προς τον άλλο γονέα είναι τραυματική για το παιδί, καθώς νιώθει πως πρέπει κάποιον από τους δύο να υποστηρίξει και διχάζεται. Χρειάζεται να είναι ξεκάθαρο πως το παιδί δεν είναι ενήλικας, και πως δεν μπορεί να «σηκώσει» το συναισθηματικό βάρος των γονιών του. Αντίθετα, χρειάζεται οι γονείς να σηκώσουν το βάρος και την απώλεια που νιώθουν τα παιδιά.
Αλλά και μετά το χωρισμό, τα παιδιά χρειάζονται να μιλάνε και να λύνουν απορίες, τουλάχιστον έως ότου η ζωή ξαναμπεί σε μια νέα σταθερότητα για όλους. Διαφορετικά, παρουσιάζουν μεγάλες συναισθηματικές δυσκολίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, δυσκολία στον ύπνο και εφιάλτες. Στην εφηβεία, οι δυσκολίες εκφράζονται με την ταύτιση με την αρνητική όψη της οικογένειας: «δεν έπρεπε να έχω γεννηθεί», «δεν θα παντρευτώ και δεν θα κάνω παιδιά γιατί θα είναι δυστυχισμένα», ενώ στην ενήλικη ζωή, οι δυσκολίες αυτές μπορεί να φέρουν αδιέξοδα στις σχέσεις και αναβίωση των συναισθημάτων ανασφάλειας, απώλειας, φόβου εγκατάλειψης.
Τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα για το παιδί όταν ο χωρισμός γίνεται μέσα σε φορτισμένη ατμόσφαιρα, όταν είναι παρόν σε καβγάδες και εντάσεις, όταν υπάρχει ρήξη ανάμεσα στους γονείς ακόμα και στα θέματα που το αφορούν, όταν εκτίθεται ως πρόσωπο σε υπηρεσίες και ειδικούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται να ληφθεί μέριμνα για την ψυχική του υγεία από κάποιον τρίτο, προκειμένου να λάβει την κατάλληλη ψυχολογική φροντίδα.
Πηγή: Iatropedia.gr