Παιδεία ή παιδεμός; Ένας εκπαιδευτικός μας λέει την γνώμη του…

Οι μαθητές μας παιδεύονται αλλά δεν εκπαιδεύονται. Δεν νιώθουν, ούτε βιώνουν τη μάθηση, ελέγχονται αλλά δεν αυτοελέγχονται, εκτελούν οδηγίες αλλά δεν αυτενεργούν, πειθαρχούν αλλά δεν αυτοπειθαρχούν, πληροφορούνται αλλά δεν μαθαίνουν, αναπαράγουν αλλά δεν δημιουργούν, γεμίζουν το μυαλό αλλά όχι τη ψυχή, μετρώνται από όλους και αναμετρώνται μεταξύ τους. Χωρίς λόγο ιδρυματοποιούνται και ομογενοποιούνται. Είναι αυτό παιδεία ή παιδεμός;

Δεν χαίρονται στο μάθημα
Όσοι από εσάς είστε εκπαιδευτικοί δοκιμάστε να κάνετε την εξής έρευνα μέσα στην τάξη σας : Ρωτήστε τους μαθητές σας α) να βαθμολογήσουν τη χαρά που παίρνουν κατά τη διάρκεια του μαθήματος και β) τι τους κάνει να χαίρονται στο μάθημα.
Θα διαπιστώσετε, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών θα απαντήσει ότι νιώθει από καθόλου μέχρι ελάχιστη χαρά κατά τη διάρκεια των μαθημάτων (πολλά από αυτά θα σας πουν ότι μόνο στα διαλείμματα χαίρονται) και ότι αυτή η ελάχιστη χαρά συνήθως προέρχεται από έναν καλό βαθμό σε ένα διαγώνισμα ή από έναν έπαινο ενός καθηγητή.

Και όταν οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης έχουν καταλήξει ότι «μαθαίνουμε ό,τι μας προκαλεί συγκίνηση και ευχαρίστηση» τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτό πέρα από το ότι οι Έλληνες μαθητές, στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, στην πραγματικότητα μαθαίνουν ελάχιστα πράγματα; Φυσικά όταν λέμε μάθηση δεν εννοούμε την παπαγαλία και την αυτοματοποιημένη αντίδραση σε εξετάσεις, αλλά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και βαθύ.

Μετρώνται και αναμετρώνται
Ας μην κρυβόμαστε, δεν ξέρουμε τι θα απέμενε στο ελληνικό σχολείο σαν κίνητρο μάθησης αν αφαιρούσαμε την σχολική απόδοση. Βαθμοί, βραβεία, αριστεία, έπαινοι, επιτυχία στις εξετάσεις, επιβράβευση από τους γονείς και κοινωνική αναγνώριση. Τα παιδιά διαρκώς μετρώνται από γονείς και εκπαιδευτικούς (αξιολόγηση) και ταυτόχρονα αναμετρώνται μεταξύ τους για την επίτευξη της καλύτερης βαθμολογίας. Έτσι μπολιάζονται στο κυνήγι του ατομικού κέρδους.

Τέτοιου είδους κίνητρα βάλλουν εναντίον της πραγματικής μάθησης και ωρίμανσης και ας νομίζουμε το αντίθετο. Το ζητούμενο είναι τα εσωτερικά κίνητρα της μάθησης : η χαρά του να μαθαίνεις, η συγκίνηση, η ανακάλυψη της γνώσης όπου το μάθημα μοιάζει με περιπέτεια και όχι με βαρετή και προκάτ διαδικασία. Ποια είναι αλήθεια η αγαπημένη ερώτηση του έλληνα γονέα κάθε μεσημέρι στο παιδί του όταν γυρίζει από το σχολείο; Είναι «πώς τα πήγες σήμερα, γράψατε κανένα τεστ ;» ενώ θα έπρεπε να είναι «έμαθες κάτι ενδιαφέρον σήμερα στο σχολείο;»
Δυστυχώς τα ελληνόπουλα κουβαλάνε δυσθεώρητο βάρος στους μικρούς τους ώμους : το άγχος και τα όνειρα ολόκληρης της οικογένειάς τους. Και πώς να πείσεις τους γονείς να το αλλάξουν αυτό, όταν το έχουν τακτοποιήσει μέσα τους ως νοιάξιμο και θυσία για το παιδί τους.

Φορτώνονται
Στα γυμνάσια και λύκεια της χώρας οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αναλώνονται σε ένα απίστευτο κυνηγητό, προσπαθώντας να τα κάνουν όλα ταυτόχρονα. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου.Πρέπει να μπουν καμία δεκαπενταριά διαγωνίσματα σε κάθε τμήμα, χώρια τα τεστ. Χώρια η προφορική εξέταση μαθητών. Χώρια η υποχρεωτική επανάληψη πριν από κάθε διαγώνισμα. Πρέπει να γίνουν πρόβες για τις σχολικές εορτές της 28ης Οκτωβρίου και της 17ης Νοέμβρη. Πρέπει να γίνουν πρόβες βήματος για την παρέλαση. Καταλαβαίνει κανείς τι συμβαίνει όταν οι ώρες των προβών συμπέσουν με τις ώρες των διαγωνισμάτων. Πρέπει να πάμε περιπάτους και εκπαιδευτικές εκδρομές. Έχουμε και τις μέρες του σχολικού αθλητισμού και της διαφορετικότητας.

Επίσης πρέπει να εκλεγούν τα πενταμελή συμβούλια των τμημάτων και το δεκαπενταμελές συμβούλιο του σχολείου. Και μέσα σε όλα αυτά πρέπει να τρέξει και η ύλη, η οποία δεν βγαίνει με τίποτα. Και πρέπει φυσικά το σχολείο να ανταγωνιστεί και το φροντιστήριο. «Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι». Ενώ συμβαίνουν αυτά τα απίθανα σε ποσότητα πράγματα στο ελληνικό σχολείο, η ποιότητα, όπως είναι φυσικό, χάνεται. Επιμένουμε σε ένα άκρως εξεταστικό-κεντρικό σύστημα όταν στις πιο εκπαιδευτικά προηγμένες χώρες τα διαγωνίσματα απαγορεύονται γιατί υπονομεύουν την ομαλή ένταξη του παιδιού στην ομάδα και την κοινή προσπάθεια (Σουηδία, Φινλανδία).

Είναι επιτακτική ανάγκη να αφαιρεθούν κάποιες δραστηριότητες που βασανίζουν τους μαθητές, χωρίς να τους προσφέρουν κανέναν παιδαγωγικό κέρδος (ειδικά η ελάττωση της ύλης και των διαγωνισμάτων είναι απαραίτητο να γίνουν άμεσα) και να αντικατασταθούν από άλλες δραστηριότητες που τους προσφέρουν ουσία. Ας ταράξουμε καλύτερα τα παιδιά με μαθήματα που έχουν να κάνουν με τις τέχνες, με τον πολιτισμό, με τον ανθρωπισμό που προάγουν τις αξίες, που ομορφαίνουν την ψυχή και γαληνεύουν το νου και που τα βοηθούν να εκφραστούν. Είναι άραγε τυχαίο ότι στα καλλιτεχνικά και μουσικά σχολεία δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σχολική βία και σχολικός εκφοβισμός;

Δεν μαθαίνουν, πληροφορούνται
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει από γνωσιοκεντρισμό. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να στοιβάξουμε το μυαλό των μαθητών με γνώσεις τόσο μένουν οι καρδιές τους άδειες. Ο όρος «κοινωνία της πληροφορίας», που τόσο έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, αποδείχθηκε κενός περιεχομένου. Οι καθηγητές οφείλουν να βάζουν τις ειδικότητές τους σε δεύτερη μοίρα και σε πρώτη μοίρα να νιώθουν δάσκαλοι. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι η μεταφορά γνώσης του αντικειμένου τους στα παιδιά αλλά με πρόφαση το αντικείμενο, να τα βοηθήσουν να εμπλακούν συναισθηματικά ώστε να βιώσουν τη γνώση και να την υποδεχτούν θετικά. Αυτό που αρνούμαστε να καταλάβουμε είναι ότι η μάθηση δεν είναι παθητική διαδικασία αλλά ότι είναι μια συνειδητή επιλογή των μαθητών βασισμένη στην επιθυμία τους.

Εδώ ισχύει η εξίσωση (Μάθηση = συναίσθημα + βίωμα). Τελικά τα παιδιά μαθαίνουν ό,τι εκείνα θέλουν και γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να θέλουν. Το όχημα της μάθησης είναι η προσωπική σχέση του εκπαιδευτικού με τον μαθητή και του μαθητή με τους συμμαθητές του. Εκεί αξίζει να εστιάσουμε, στις προσωπικές σχέσεις.

Δεν αυτοπειθαρχούν, πειθαρχούν από φόβο
Όλες σχεδόν οι παιδαγωγικές επιστήμες θεωρούν ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ωρίμανση των μαθητών. Όμως καθώς η ωρίμανση αυτή εξελίσσεται, τα όρια πρέπει να αναπροσαρμόζονται. Στις πολύ μικρές ηλικίες τα όρια μπαίνουν από τους γονείς και τους δασκάλους αλλά όσο μεγαλώνουν τα παιδιά τα όρια πρέπει να έχουν την τάση να μπαίνουν από τα ίδια τα παιδιά και όχι να ορίζονται από τρίτους. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι τα μεγάλα παιδιά να πιέζονται από τα ασφυκτικά όρια που προορίζονται κανονικά για μικρότερα παιδιά. Έχουμε αλήθεια αναρωτηθεί ποτέ, αν πολλές από τις αρνητικές συμπεριφοράς των παιδιών οφείλονται στα πολύ ασφυκτικά όρια που τους έχουμε θέσει; Είναι πολύ σημαντικό την ώρα που εμείς οι εκπαιδευτικοί απαιτούμε από τα παιδιά να μην παραβαίνουν τα όρια, να σκεφτούμε μήπως εμείς πρώτοι έχουμε παραβιάσει τα όρια των παιδιών.

Οι περισσότεροι έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν την τάση να επιβάλλουν την απόλυτη πειθαρχία και ησυχία στην τάξη τους. Οι τάξεις «νεκροταφεία» είναι αποτέλεσμα του φόβου που νιώθουν οι μαθητές για την παραβίαση των ορίων που έχει θέσει ο εκπαιδευτικός, ο οποίος με τη σειρά του τρέμει όσο τίποτα άλλο το μη χάσει τον έλεγχο της τάξης του. Δηλαδή ο εκπαιδευτικός φοβάται τα παιδιά και τα παιδιά τον εκπαιδευτικό. Εδώ ισχύει το «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Το πρόβλημα είναι ότι οι μαθητές δεν έχουν μάθει την αυτοπειθαρχία αλλά την επιβαλλόμενη πειθαρχία. Και η επιβαλλόμενη πειθαρχία σίγουρα δεν είναι η ιδανική συνθήκη για το απαραίτητο «παιδαγωγικό πλησίασμα», ενώ αναπτύσσει στα παιδιά αντιδραστικές τάσεις απέναντι στις σχολικές νόρμες.

Δεν αυτοελέγχονται και δεν αυτενεργούν
Οι έλληνες μαθητές παρουσιάζουν, στην πλειονότητά τους, έλλειμμα αυτοελέγχου. Ας αναφέρουμε παραδείγματα καταστάσεων που απαιτούν αυτοέλεγχο: 1) είναι κακοί ακροατές και θεατές. Δεν μπορούν να επιβληθούν εύκολα στον εαυτό τους για να παρακολουθήσουν π.χ. μια ομιλία ή μια θεατρική παράσταση. 2) Τους είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν την ίδια τους την χαρά. Η χαρά τους μεταφράζεται αμέσως σε μια μη δημιουργική υπερένταση και μια κατάσταση εκτός ελέγχου. 3) Εκεί που δυσκολεύονται περισσότερο, είναι στη διαχείριση της ελευθερίας τους.
Τότε αρχικά σαστίζουν, βραχυκυκλώνουν και τελικά φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν από τον εκπαιδευτικό να τους πει τι να κάνουν, στην ουσία προσκαλώντας τον να τους απαλλάξει από την βασανιστική ελευθερία που τους είχε παραχωρήσει. Τα παιδιά έχουν μάθει να λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της τάξης τους και να ακολουθούν τις εντολές.

ταν καλούνται εκείνα να αυτενεργήσουν και να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους, αποσυντονίζονται και νιώθουν «ψάρια έξω από τα νερά τους». Ένα είδος ιδρυματισμού δηλαδή.

Ομογενοποιούνται
Το σχολείο θα όφειλε να ανιχνεύει και να αναδεικνύει τη μοναδικότητα του κάθε παιδιού. Τις ιδιαίτερες κλίσεις του, τα ταλέντα του, τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές του. Όμως στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σκοπός είναι η ομογενοποίηση και η εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής διαφορετικότητας. Το σχολείο λειτουργεί σαν μια μηχανή του κιμά που όλα τα μετατρέπει σε ένα εύπλαστο και ομογενές υλικό.

Αν ρωτήσουμε τους ίδιους τους μαθητές ποιος είναι ο σκοπός που πάνε σχολείο σχεδόν όλοι θα μας απαντήσουν το ίδιο: «για να γίνω καλός μαθητής και καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία». Κανένας τους δεν θα μας πει «για να ανακαλύψω ποιος είμαι και να βελτιώσω αυτό που είμαι». Οφείλουμε όμως να γνωρίζουμε ότι ένα σχολείο που δεν επιδιώκει την ανθρώπινη ποικιλομορφία, μετατρέπεται μοιραία σε εξουσιαστικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό.

Δημήτρης Τσιριγώτης -tvxs.gr