Το παιδί νιώθει αδύναμο και αβοήθητο μπροστά στην απειλή που εκφράζεται με τη διαμάχη .
Όταν είναι μικρό, νιώθει τεράστιο φόβο ή καλύτερα θα λέγαμε “τρόμο” μπροστά στις φωνές των δικών του γιατί ακόμα δε γνωρίζει ότι κάποια στιγμή οι φωνές θα σταματήσουν.
Επιπλέον, τα παιδιά φοβούνται μήπως οι γονείς τους χωρίσουν. Ο παιδικός φόβος είναι μήπως χάσει το στήριγμα του ενός εκ των δύο γονέων και άρα μείνει απροστάτευτο.
Το δύσκολο κομμάτι είναι ότι τα παιδιά δεν μιλούν γι” αυτούς τους φόβους και δεν μπορούν να τους εκφράσουν. Έτσι προσπαθούν με δικό τους τρόπο να προσαρμοστούν στο άγχος.
Συνήθως μάλιστα αναρωτιούνται για το πώς πρέπει να φέρονται τα ίδια. Πιστεύουν πως αν αλλάξουν τη δική τους συμπεριφορά αν δηλαδή γίνουν «καλύτερα παιδιά» θα καταφέρουν να αλλάξουν τα πράγματα και τη σχέση μεταξύ των γονιών τους.
Ο στόχος τους λοιπόν είναι να αλλάξουν τα ίδια. Έτσι βάζουν σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες τους, αποδιώχνουν την παιδική τους ανεμελιά και ωριμάζουν πριν την ώρα τους.
Με άλλα λόγια χάνουν την παιδική τους ποιότητα, γίνονται μεγάλοι και στηρίζουν τους γονείς τους.
Στη συνέχεια, απορρίπτουν όσα μπορεί να δυσκολεύουν τους γονείς τους. Έτσι χωρίς να γίνεται συνειδητό, απορρίπτουν μέρος ή και ολόκληρο τον εαυτό τους και αλλοιώνεται η υγιής ανάπτυξη της ταυτότητάς τους.
Όχι φωνές παρακαλώ
Επιμελήθηκε ο Ν.Π.