Ποια είναι κατάλληλη ηλικία να ξεκινήσει το παιδί ξένες γλώσσες;

από την Μπαντανά Μαρίκα, Λογοθεραπεύτρια*

Είναι γεγονός πλέον ότι οι ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο προσόν για το σύγχρονο άνθρωπο. Όπου και να στραφεί κανείς συναντά αγγλική ορολογία σε διάφορες ειδικότητες. Η γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι στα Αγγλικά και αν κάποιος δεν τη γνωρίζει, αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη χρήση τους. Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι καταφεύγουν στο εξωτερικό για καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες.

Για το λόγο αυτόν, η χρησιμότητά τους κρίνεται απαραίτητη σε όλο και μικρότερες ηλικίες, πράγμα που προκαλεί πολλά και σημαντικά ερωτήματα, αφού κοινός στόχος όλων είναι η καλύτερη μετάδοση των γνώσεων, χωρίς ψυχολογική επιβάρυνση ή άλλες επιπτώσεις στη γενικότερη πρόοδο των παιδιών.

Σε ποια ηλικία, όμως, πρέπει τα παιδιά να αρχίζουν την εκμάθησή τους; Με ποιον τρόπο και πώς μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς;

Η σημασία της μητρικής γλώσσας

Το παιδί αποκτά τις γλωσσικές του συνήθειες στη μητρική γλώσσα έως τα 8 του χρόνια. Από την ηλικία αυτή και μετά, αρχίζει να λειτουργεί μέσα από διαδικασίες νοητικές. Αναλύει και συγκρίνει – μέσα από το φίλτρο της μητρικής γλώσσας, γεγονός που λειτουργεί αρνητικά στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Έρευνες υποστηρίζουν ότι μετά τον ένατο χρόνο, η μητρική γλώσσα αποτελεί το μοναδικό μέσο έκφρασης και σκέψης και λειτουργεί ασυνείδητα ως ένα «αμυντικό» σύστημα, που ορθώνεται σαν τείχος στην παρουσία της ξένης γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τότε και μετά, τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ να προφέρουν σωστά μια ξένη λέξη, αφού τα ακουστικά μηνύματα στην ξένη γλώσσα «φιλτράρονται» από τη μητρική.

Η κατάλληλη ηλικία για να ξεκινήσουν μαθήματα

Σύμφωνα με την άποψη πολλών εκπαιδευτικών, η κατάλληλη ηλικία για να έρθει ένα παιδί σε μια πρώτη επαφή με μια ξένη γλώσσα είναι η προσχολική. Για να ξεκινήσει ουσιαστικά την εκμάθησή της, είναι μετά τη Β΄ Δημοτικού, όταν θα έχει ήδη κατακτήσει την ανάγνωση και τη γραφή της μητρικής του γλώσσας. Επίσης θα έχει έρθει σε επαφή με άλλα γραμματικά φαινόμενα, και έτσι θα μπορεί να αφομοιώσει και μια ξένη γλώσσα.

Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος εκμάθησης;

Από δύο έως περίπου οκτώ ετών, τα παιδιά ακούνε, βλέπουν, γεύονται, μιμούνται, και με αυτό τον τρόπο μαθαίνουν καλύτερα. Σε αυτή, λοιπόν, την ηλικία είναι πολύ εύκολο να αρχίσουν να μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα, και μάλιστα πολύ γρήγορα, με το τραγούδι, το ποίημα και το παιχνίδι (όπως μαθαίνουν, άλλωστε, και τη μητρική τους), χρησιμοποιώντας δηλαδή το συναίσθημα και τις αισθήσεις. Όμως, όταν λέμε να μαθαίνουν, δεν εννοούμε να κάνουν μαθήματα ξένης γλώσσας. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η γνώση να «μεταφέρεται» στο παιδί αυτής της ηλικίας (προσχολικής) ως μάθημα και μάλιστα υποχρεωτικό. Αν για το παιδί είναι ένα ακόμα παιχνίδι, έχουμε πολλές πιθανότητες να αγαπήσει την ξένη γλώσσα και να τη μάθει με μεγαλύτερη ευκολία αργότερα. Η πίεση, ίσως φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Ποιά είναι τα οφέλη της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας;

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας πέρα από τα προφανή (ικανότητα επικοινωνίας με ξένους, κτλ.) προσφέρει και άλλα πλεονεκτήματα όπως: Βελτιωμένη σχολική απόδοση, Οξύνοια και υψηλότερο βαθμό κοινωνικοποίησης. Έχει αποδειχθεί, ακόμη, ότι η μελέτη ξένης γλώσσας βοηθά τους μαθητές να ασκήσουν κριτική σκέψη. Τα παιδιά που εκτίθενται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες είναι, συνήθως, πιο ευπροσάρμοστα, πιο δημιουργικά και φτάνουν σε υψηλότερα επίπεδα γνωσιακής ανάπτυξης σε μικρότερη ηλικία σε σύγκριση με τους συνομήλικούς τους που γνωρίζουν μόνο τη μητρική τους γλώσσα.

Επιπλέον, τα οφέλη είναι πολλαπλά και σημαντικά στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε. Μια ξένη γλώσσα ανοίγει τις πόρτες σε ένα νέο πολιτισμό. Τα παιδιά μαθαίνουν να εκφράζουν νέες, πιο σύνθετες ιδέες καθώς εκτίθενται σε πολιτισμικά ερεθίσματα τα οποία δεν τους ήταν γνώριμα έως τότε. Φυσικά, η γνώση μιας δεύτερης (ή τρίτης) γλώσσας προσφέρει στο παιδί σας προβάδισμα και στον ανταγωνιστικό εργασιακό χώρο. Οι ξένες γλώσσες αυξάνουν τις ευκαιρίες για δουλειά σε τομείς όπως ο τουρισμός, το μάρκετινγκ, οι τηλεπικοινωνίες, η διοίκηση επιχειρήσεων, η έρευνα, η εκπαίδευση αλλά και το δημόσιο.

Πώς μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς;

Σε αυτό το σημείο πρέπει να δώσουμε έμφαση στο ρόλο του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η φυσική γλωσσική ευφυΐα του παιδιού χρειάζεται γονεϊκή στήριξη και ερεθίσματα, για να ανθίσει και να ευδοκιμήσει. Γονείς που δεν ασχολούνται πολύ με τα παιδιά τους, δεν συζητούν μαζί τους, οι εντάσεις μέσα στο σπίτι, η έλλειψη οργάνωσης και προγράμματος, είναι παράγοντες που δεν ευνοούν την ανάπτυξη ενός πλούσιου λεξιλογίου. Έτσι, όσο περισσότερες γνώσεις έχει αποκτήσει ένα παιδί στη μητρική του γλώσσα, που είναι άλλωστε και το «εργαλείο» για να περάσει σε μια δεύτερη, τόσο πιο εύκολο είναι να κατανοήσει και να μάθει μια ξένη γλώσσα.

Αν το παιδί σας είναι βρεφικής/προσχολικής ηλικίας:

Αν το παιδί σας πηγαίνει σχολείο:

Δεύτερη ξένη γλώσσα;

Πάντα οι γονείς έχουν το άγχος για το «κάτι παραπάνω». Έτσι, αναρωτιούνται πότε θα μπορούσε το παιδί τους να μάθει και μια δεύτερη ξένη γλώσσα. Συνήθως, η ένταξη μιας δεύτερης ξένης γλώσσας γίνεται στην Ε΄ Δημοτικού, υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί έχει εκφράσει την επιθυμία του να μάθει και μια δεύτερη γλώσσα και έχει αποφασίσει μόνο του ποια θα είναι. Εσείς μπορείτε να το συμβουλέψετε, αλλά όχι να επιβάλετε την άποψή σας.

*Η Μπαντανά Μαρίκα είναι Λογοθεραπεύτρια στο Κέντρο Παιδιού Εφήβου Οικογένειας Βούλας Τ. 2130-367239

Διαβάστε ακόμη:

Η μικρή Αγάπη ένα παιδί θαύμα που μιλά ήδη 9 γλώσσες και έχει όνειρο να γίνει ογκολόγος
Πώς ωφελείται το παιδί από τις ξένες γλώσσες;