Σε μια μάνα που νόμιζε ότι της «πήραν» το γιο…
Αυτό που ζήλεψε από την πρώτη στιγμή που αποφασίσαμε να μοιραστούμε το ίδιο σπίτι με το γιο της, δεν ήταν ότι κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Ότι μέναμε κάτω από την ίδια στέγη και πίναμε από την ίδια κούπα τον καφέ. Ότι τρώγαμε μαζί τα βράδια μετά τη δουλειά και χουχουλιάζαμε τα πόδια μας στον καναπέ.Αυτό που τη σκότωνε, ήταν ότι σιδέρωνα τα ρούχα του. Ότι αφιέρωνα 20 ολόκληρα λεπτά από τη ζωή μου για να βασανίζομαι πάνω από ένα πουκάμισο που μου αντιστεκόταν κάθε φορά. Που το στριφογυρνούσα με πείσμα στη σιδερώστρα, φύσαγα και ξεφύσαγα και γινόμουν μούσκεμα από τον ιδρώτα προκειμένου να το κάνω όπως εκείνη. Σαν χαρτί.
Ζήλευε παράφορα αυτή τη φροντίδα που της είχα πάρει μέσα από τα χέρια χωρίς να το θέλω. Σαν να άδειασε η ζωή της που o γιος της δεν της πήγαινε στο σπίτι σε εβδομαδιαία βάση τα ασιδέρωτα. Τη θεωρούσα τρελή που μουλάρωνε, αντί να με ευγνωμονεί που την απάλλαξα από τέτοιο μπελά. «Έχω φάει τα χέρια μου να σιδερώνω στοίβες πουκάμισα» έλεγε και ξανάλεγε, με μια κρυφή λάμψη στο βλέμμα της που έκρυβε μια αλλόκοτη ευτυχία, μια αγιάτρευτη νοσταλγία μισεμού.
Μια μέρα μας επισκέφτηκε στο νέο μας σπίτι. Στο δεύτερο δωμάτιο που ήταν ακόμα άδειο από έπιπλα, είχα αφήσει ανοιχτή τη σιδερώστρα και πάνω σε ένα μπαούλο, τα ασιδέρωτα ρούχα είχαν γίνει πολύχρωμο βουνό. Μέρες τώρα ανέβαλα την καταραμένη ώρα του σιδερώματος και το βουνό μου όλο και ψήλωνε. Την είδα που περνώντας το διάδρομο έριξε μια λοξή ματιά στο δωμάτιο και κοντοστάθηκε. «Πού να προλάβεις να σιδερώσεις τόσα ρούχα παιδί μου» μουρμούρισε και τότε πρόσεξα και πάλι αυτή τη λάμψη στα μάτια της. «Άσε θα τα κάνω εγώ» είπε αποφασιστικά και με γρήγορες κινήσεις έβαλε το σίδερο στην πρίζα και διάλεξε το πρώτο πουκάμισο από τη στοίβα. Με κοίταξε ίσα στα μάτια με ένα ικετευτικό βλέμμα σαν να μου έλεγε «μην πεις όχι, ούτε από ευγένεια». Μύρισα τη λαχτάρα της και την άφησα μόνη στο δωμάτιο.