Σ’ένα παιδί αρκεί να αγαπηθεί στ’ αλήθεια…

Σ’ένα παιδί αρκεί να αγαπηθεί στ’ αλήθεια…

Το κρεβάτι της ήταν ξέστρωτο. Ήταν φανερό ότι έλειπε. Ακόμα μια φορά που οι ώρες και τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να μας ρωτήσουν, εμένα και τη μητέρα της. Κι αν η ηλικία μας ήταν ώρα, θα ήταν σίγουρα περασμένη. Αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Απορροφημένη στα επίκαιρα εφηβικά της παιδιαρίσματα, έφευγε και γυρνούσε χωρίς την παραμικρή συζήτηση. Αρκεί να είχε φαγητό στο ψυγείο. Θα ρωτήσεις γιατί και θα έχεις δίκιο. Όμως δεν το κάναμε τυχαία.

Δεν περπατήσαμε δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα. Μεγαλώσαμε σε ένα χωριό, που το να είσαι διαφορετική σήμαινε την εξορία σου. Ας είναι. Δε θα τη συναντούσα αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά. Και τώρα, χρόνια μετά, παλεύουμε με τα σκέρτσα της μονάκριβής μας. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη δική της, εναλλακτική βιοπάλη. Θα νικήσει άραγε η αλήθεια της στο τέλος;

[babyPostAd]Τα παιδιά είναι πολύ σκληρά. Όταν μεγαλώνουν -ναι καλά φαντάζεσαι- ακόμα περισσότερο. Φτάνοντας στο πικ της νιότης τους, μεθυσμένα από την εύθραυστη ευφορία του πρόσκαιρου, απορρίπτουν τον άλλο δρόμο, ακριβώς γιατί καλουπώνουν το συνειδητό τους χωρίς να το ξέρουν. Κι αν ποτέ έρθεις αντιμέτωπος με παιδί ή έφηβο που ακολουθεί το ρεύμα, μη σκεφτείς καν να το επικρίνεις… Ο χρόνος επαληθεύει τον υπομονετικό, εκείνη την πολυπόθητη στιγμή που έχει κουραστεί. Ή μήπως πολύ νωρίτερα;

Το κρεβάτι της ήταν ακόμα ξέστρωτο. Ήταν φανερό ότι είχε γυρίσει. Ωμά, κοφτά ανασάκια έδιναν τη σειρά τους σε γοερά εσωτερικά βουίσματα, που έπειτα από ώρα μου έδωσαν να καταλάβω ότι το παιδί σπαράζει στην κουζίνα. Πλησίασα με αργό, σταθερό βήμα, και την ξαφνική υποχρεωτική ετοιμότητα του γονέα στο τσεπάκι. Μη νομίζεις, αυτή η διαολεμένη ετοιμότητα είναι που με έκανε πολλές φορές να καταρρεύσω.

– Κλαις αγάπη μου;
– Μαμά κάτσε, σε θέλω… Δεν αντέχω άλλο!
– Πρόκειται για εσένα, έτσι δεν είναι;
– Ναι… Πού το ξέρεις;

Πώς να κρυφτώ από το παιδί;

– Μίλησέ μου χωρίς φόβο. Είναι για τις φίλες σου; Σου αρέσει λίγο περισσότερο κάποια;

Η σιωπή της με τσάκισε.

Και τότε εκεί, κάτω από αμυδρό φεγγαρόφως του μισόκλειστου παραθύρου της εξήγησα ότι μεγάλωσε με δύο μαμάδες, όχι αναίτια. Της πρωτοσυλλάβησα, μ’ όση δύναμη μου έμενε, ότι η πραγματική της μητέρα δεν ήταν καμιά μας. Για το τέλος άφησα το πιο βαρύ, το πιο ανεξήγητο. Την έκσταση, το θαυμασμό, την αγάπη μας για εκείνη όταν την πρωτοείδαμε στους κοιτώνες του ιδρύματος. Πώς λοιπόν, μετά από τόσα αναπάντεχα να μας νοιάξει με ποιόν ή ποιά θα αγαπιέται το παιδί μας; Μας αρκούσε να αγαπηθεί στ’ αλήθεια. Και μόνο αυτό, να πάρει! Στο διάολο όλα τα άλλα!

Χρόνια μετά, ξέρω. Το έμαθα καλά. Η αγάπη δεν έχει καρδιά, μα είναι γεμάτη σφυγμούς. Δεν έχει μάτια, μα έχει εκατομμύρια δάκρυα να χύσει. Όμως πάνω απ’ όλα η αγάπη δε γνωρίζει από καμώματα. Τι να τα κάνει άλλωστε; Κοίταξε κανείς κατάματα αυτόν που αγάπησε και δεν καρδιοχτύπησε;

Πηγή: Loveletters.gr