«Σήκωσα χέρι στο παιδί μου» – μπορεί να συμβεί και στην καλύτερη μάνα του κόσμου
Βρίσκομαι στην κουζίνα της μαμάς μου που έχει φτιάξει το καλύτερο παστίτσιο όλων των εποχών.
‘Εξω η ζέστη μου φαίνεται αφόρητη, η κοιλιά μου είναι πρησμένη λόγω pms και έχω πάει με τα παιδιά στο σπίτι των παππούδων για βόλτα γιατί πρώτον βαριούνται, δεύτερον βαριέμαι και τρίτον θα φάω το καλύτερο παστίτσιο όλων των εποχών – πάμε άλλη μία με χειροκρότημα. Έχουμε κάτσει, όλοι οι υπόλοιποι χαρωποί, εγώ με μούτρα χωρίς λόγο και με εκνευρισμό φυσικά, και ο γιος μου με διάθεση να βοηθήσει στο σερβίρισμα, αρπάζει από το συρτάρι δύο τεράστιες ασημένιες κουτάλες από τη συλλογή που διατηρεί η μαμά μου, γνωστή αλλιώς και ως η εθισμένη-στα-ακριβά-σερβίτσια-που-δεν-έχουμε-τί-να-τα-κάνουμε. Και επειδή δεν έχουμε τί να τα κάνουμε άλλωστε, αρχίζει και κοπανάει τις κουτάλες με τη μανία του Πάνα σε διονυσιακό όργιο ενώ με κοιτάει με σαρδόνιο χαμόγελο. ‘Η έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ.
Πιάνω το κεφάλι μου. Νομίζω ότι ένα σφυρί έχει βυθιστεί στο κρανίο μου αριστερά και πολτοποιεί νεύρα και μυαλά ενώ από πίσω περιμένει να μπει ένα τρυπάνι. Μιλάω χαμηλά μάλλον γιατί ακόμα και ο ήχος της φωνής μου μού προκαλεί δυσφορία.
– Σταμάτα.
Ο μικρός Πάνας με γράφει, εννοείται. Η γιαγιά του το επαναλαμβάνει λιγότερο αποφασιστικά, κολλάει και ένα «αγοράκι μου» δίπλα, ο θόρυβος συνεχίζεται απειλητικός.
– Σταμάτα σε παρακαλώ, με πονάει το κεφάλι μου.
Ο τόνος μου ανεβαίνει.
– Δεν είναι δικές σου οι κουτάλες, ούτε δικό σου το σπίτι για να μου πεις τί θα κάνω, μου απαντάει εκείνος με μία αμφίβολη σιγουριά, ξέρει ότι περπατάει σε τεντωμένο σκοινί, αλλά θέλει να με ρίξει πριν σκάσει πάνω μου σαν το καρπούζι.
Μας αφορά ο ξυλοδαρμός ενός παιδιού απ” τους γονείς του στο διπλανό διαμέρισμα
Σηκώνομαι και πηγαίνω κοντά του. Μου κοπανάει τις κουτάλες μες στα μούτρα, μου φαίνεται πιο θρασύς και από το τελευταίο κακομαθημένο κωλόπαιδο, ένα μικρό τέρας που θέλει επίμονα να με γονατίσει, να με τρελάνει, να με εξευτελίσει.
– Σταμάτα σου είπα!
Φωνάζω. Game over. Το ξέρω ότι έχω χάσει. Βάζει τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια και φυσάει φτύνοντας σάλια, μια φρικτή συνήθεια που απέκτησε, ανέπτυξε και τελικά άφησε πίσω του υποτίθεται κατά τη διάρκεια του νηπιαγωγείου όταν του εξήγησα επανειλημμένα και ήρεμα πόσο άσχημο και περιφρονητικό είναι αυτό για το συνομιλητή του.
Με περιφρονεί, να, αυτό κάνει, εμένα που έχω δώσει τα πάντα, που τον αγαπώ τόσο, που με πονάει η μέση, η κοιλιά και το κεφάλι μου γιατί θα αδιαθετήσω, που μισώ τη ζέστη και το ξέρει,που είμαι η μανούλα του που τραγουδάει τσιρίζοντας στο αυτοκίνητο για να τον κάνει να γελάει, που θέλω να του δώσω μία και να του ανοίξω το κεφάλι στα τέσσερα.
Και του δίνω. ‘Οχι τέτοια, μία προφανώς πιο ελαφριά, αλλά αρκετά προσβλητική στο στόμα για να βάλει τη γλώσσα μέσα, για να σταματήσει να κάνει αυτή την αηδία που σιχαίνομαι, γιατί δεν έχω διάθεση να του ξαναεξηγήσω. Γιατί έχω ξεχάσει την ηρεμία μου σε άλλο όροφο.
Το δυστύχημα είναι ότι φοράω δύο δαχτυλίδια. Το οποίο είναι περίεργο, γιατί γενικά δεν φοράω σχεδόν ποτέ δύο δαχτυλίδια, και αν συμβεί αυτό, αυτά δεν είναι ποτέ χοντροκομμένα. Αλλά φοράω δύο χοντροκομμένα, φθηνά δαχτυλίδια που το ένα από πίσω έχει μία εξοχή από αυτές τις αόρατες που σου καταστρέφουν συνέχεια τα πουλόβερ, αλλά εγώ δεν το ξέρω ή δεν το θυμάμαι, γιατί δεν φοράω καθόλου συχνά αυτό το μαλακισμένο δαχτυλίδι. Και του σκίζω το χείλος.
Η πρώτη μαχαιριά έρχεται από τα βλέμματα των γονιών μου. Ο μπαμπάς μου νομίζω ψελλίζει κιόλας, μα είσαι καλά, τί έκανες, και η δεύτερη από την κόρη μου που γυρνάει στο πιάτο της και αρχίζει να τρώει το παστίτσιο αμίλητη λες και είναι το τελευταίο μας γεύμα. Να κάνει σαν να μην έγινε τίποτα, «to make it go away». Θλιβερό.
Πριν εξαφανιστεί στο δωμάτιο μέσα, και τελικά φάει εκεί, ο γιος μου με αποτελειώνει.
Με μάτια βουρκωμένα, χέρια που τρέμουν και φλέβες που τινάζονται στον λαιμό, με κοιτάει με κάτι σαν απαξίωση, δυστυχία και ανεξέλεγκτο θυμό για να μου πει την ατάκα που έγραψε μέσα μου για πάντα. Τουλάχιστον έτσι νομίζω τώρα, ότι είναι για πάντα.
«Αν δεν υπήρχες εσύ, όλα θα ήταν καλύτερα. Να φύγεις από το σπίτι μας και να μην ξαναγυρίσεις«.
Δεν ξέρω τί από όλα βίωσα με μεγαλύτερη δυσκολία, τί από όλα με γέμισε περισσότερες ενοχές. ‘Οτι τον χτύπησα, ότι είχε μέσα του τόσο συσσωρευμένο θυμό, ότι ξεστόμισε τόσο σκληρά λόγια, ότι για άλλη μια φορά ήμουν ανεπαρκής και δεν τα κατάφερα, ότι αν κοντραριζόμαστε έτσι τώρα πώς θα καταλήξουμε σε μερικά χρόνια;
Δεν έφαγα ούτε μία μπουκιά από το καλύτερο παστίτσιο του κόσμου. Η κόρη μου προσπάθησε δυο τρεις φορές να με διασκεδάσει, η μαμά μου να σταματήσει να με κοιτάει με αποδοκιμασία, ο μπαμπάς μου με τρόμο. Έβγαλα το δαχτυλίδι και το πέταξα και αποφάσισα εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ώρα, ότι είμαι η χειρότερη μαμά του κόσμου. Και άρα, γι’ αυτό εκείνος γίνεται έτσι. ‘Οπως και να το δεις, φταίω εγώ.
Εντάξει μπορεί να το βίωσα λίγο βαριά, και μπορεί, αν δεν είχε γίνει το ατύχημα με το δαχτυλίδι, και ο γιος μου δεν το έπαιζε και λίγο drama queen βγάζοντας πιο σπαρακτικές κραυγές και από ζώο στο σφαγείο, το impact πάνω μου να μην ήταν το ίδιο.
Είναι καλό πάντως που ήταν αυτό, γιατί ακόμα και αν δεν έχω βρει απόλυτα τον τρόπο να διαχειριστώ εκείνο το κρίσιμο λεπτό που όλο το σύμπαν έχει συνωμοτήσει εναντίον μου και η μόνη λύση είναι να τρέξω επιτόπου σε κανένα λιβάδι με σανδάλια μέχρι το επόμενο πρωί -άρα, καμία λύση πιθανή στον ορίζοντα- έχω βρει τη δύναμη να το παλεύω.
Είμαι τόσο απρόβλεπτη σε αυτά, που όλες μου ο φίλες με κοιτάνε χαμογελώντας ενώ στο μπολ έχει δημιουργηθεί μία ρευστή μύξα με απροσδιόριστο χρώμα από αμφίβολα υλικά η οποία έχει καταλήξει με παφλασμό στο πάτωμα πιτσιλίζοντας ό,τι βρίσκεται εκεί γύρω και μου λένε, είναι φοβερό είσαι τόσο ήρεμη με τα παιδιά, μπράβο, και είναι και κάποιες περιπτώσεις, ευτυχώς ελάχιστες, που φέρομαι σαν καμία καταπιεσμένη ανέραστη με χίλια προβλήματα φορτωμένα στην πλάτη της και δυσοίωνο οικογενειακό παρελθόν.
Ή μπορεί να μη χρειάζεται καν να κάθομαι να σκέφτομαι και να γράφω για αυτά. Μπορεί να έπρεπε να ξαναπώ τί υπέροχα περάσαμε το καλοκαίρι και τί έξυπνα παιδιά έχω, πόσο σπουδαίο είναι να περνάς μαζί τους χρόνο και να τα μαθαίνεις να μη φοβούνται τις βουτιές από τα βράχια, πόσο θες κάθε Σεπτέμβρη να ξέρουν και να θυμούνται τί φανταστικά καλοκαίρια ζήσατε μαζί και να μην αμφισβητούν την εικόνα της τέλειας μαμάς με τα αλμυρά μαλλιά και τα χαζά χορευτικά στην άμμο, ούτε για ένα λεπτό.
Μπορεί να έπρεπε να γράψω όλα αυτά, να έχω ποστάρει και μία τιρκουάζ φωτογραφία και να τελείωνε το θέμα.
Γιατί απλά, μπορεί να έφταιγε το pms. Πόσο κουτή δικαιολογία.
Πηγή: themamagers.gr