Στις μέρες μας σχεδόν κάθε μητέρα που θηλάζει έρχεται αντιμέτωπη με σχόλια όπως: «Είσαι σίγουρη ότι έχεις γάλα;», «Μήπως το μωρό δεν χορταίνει;», «Ακόμα θηλάζεις;»…
Πρόκειται για σχόλια που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν καμία επιστημονική βάση και που όταν δεν συντρέχουν πραγματικοί λόγοι ανησυχίας, δεν προσφέρουν τίποτε άλλο από πρόσθετη συναισθηματική φόρτιση στη νέα μητέρα.
Τα βιολογικά οφέλη του θηλασμού έχουν πλέον τεκμηριωθεί από τη σύγχρονη ιατρική, ενώ υπάρχουν πολλά ακόμη υπό τεκμηρίωση (Αντωνιάδου-Κουμάτου κ.ά., 2015). Ο θηλασμός δεν αποτελεί αποκλειστικά θέμα ατομικής επιλογής της μητέρας, αλλά η πρακτική του έχει αναδειχθεί σε ζήτημα προαγωγής της δημόσιας υγείας (Wolf, 2003). Η σύσταση μάλιστα, για αποκλειστικό μητρικό θηλασμό για τους πρώτους έξι μήνες, αλλά και για τη συνέχισή του και μετά τον πρώτο χρόνο, τείνει να υιοθετηθεί από όλο και περισσότερους επαγγελματίες, ενώ ανάλογες είναι και οι κατευθυντήριες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (“Nutrition: Exclusive Breastfeeding”, χ.χ.).
Πέρα όμως από τα βιολογικά του οφέλη, ο θηλασμός συμβάλει σημαντικά στην ομαλή δόμηση του ψυχισμού του βρέφους. Και μιας και αναφερόμαστε στα οφέλη του θηλασμού από ψυχολογικής άποψης διευκρινίζουμε ότι τον εκλαμβάνουμε ως μια ολοκληρωμένη εμπειρία, πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτόν συμπεριλαμβάνεται και ο αποθηλασμός ως αναπόσπαστο μέρος μιας επιτυχημένης εμπειρίας θηλασμού.
Γιατί λοιπόν είναι τόσο σημαντικός ο θηλασμός – αποθηλασμός από ψυχολογικής άποψης; Οποιαδήποτε μητέρα είχε αυτή την εμπειρία καταλαβαίνει ότι ο θηλασμός δεν είναι απλώς θρέψη, αλλά ότι ως βίωμα εντάσσεται στα πλαίσια μιας στενής δυαδικής σχέσης. Η σχέση του βρέφους με τη μητέρα του αποτελεί την πρωταρχική του οικεία σχέση και θεμέλιο για πολλές άλλες που θα δομήσει στην πορεία της ζωής του. Η ανάπτυξη αυτής της σχέσης αποτελεί «μια ολόκληρη διαδικασία που αρχίζει πολύ πριν τη γέννηση και συνεχίζεται και μετά τη γέννηση με τον μητρικό θηλασμό και τη φροντίδα του νεογνού» (Λιώσης, 2008, σελ. 297). Ο θηλασμός λοιπόν, είναι μια εμπειρία που αποτελεί τμήμα αυτής της πρώτης ανθρώπινης σχέσης.
Όταν τα πράγματα μεταξύ μητέρας – βρέφους κυλούν σχετικά ομαλά, ο θηλασμός αποτελεί μια ήρεμη εμπειρία κατά την οποία το βρέφος μεταβαίνει με πιο εύκολο τρόπο από την ενδομήτρια ζωή στον έξω κόσμο. Πρόκειται για μια εμπειρία που η ίδια η μητέρα, μέσω της φαντασίας της και της ζωντάνιας της, φροντίζει να «προετοιμάσει» ώστε να είναι κατάλληλη για το βρέφος. Η μητέρα δηλαδή, φροντίζει τον χώρο πριν από τον θηλασμό, αγκαλιάζει με ηρεμία το βρέφος, χωρίς βιασύνη, βάζοντας σε αναμονή τις πιθανές άλλες ανησυχίες της, διώχνοντας την ένταση και δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε «ένα περιβάλλον κατάλληλο για τη διατροφή» (Βίννικοτ, 2001, σελ.52).
Σε αυτό το πλαίσιο το βρέφος μπορεί να «τραφεί» σε ψυχικό επίπεδο, καθώς πέρα από το να ανακουφιστεί από την ένταση που του προκαλεί η πείνα, την ώρα που θηλάζει έρχεται σε στενή επαφή με τη μητέρα που το «κρατά» σωματικά και ψυχικά. Μπορεί να την αγγίζει, να νοιώθει τη ζεστασιά της αγκαλιάς της, να μυρίζει το δέρμα της, να διακρίνει το στοργικό της βλέμμα πάνω του, να ακούει τη γνώριμη φωνή της, να αισθάνεται τα χάδια της στο σώμα του. Η μητέρα μέσα από το «κράτημά» της το βοηθά να ενώσει όλα αυτά τα ερεθίσματα που λαμβάνει μέσω των αισθήσεών του, δίνοντάς του έτσι την αίσθηση ότι «υπάρχει», ότι έχει μια ταυτότητα που αποτελείται από ένα σώμα με εξωτερικά όρια (το δέρμα) που κάπου αρχίζουν και κάπου τελειώνουν (Anzieu, 1985∙ Ciccone & Lhopital, 1991). Με άλλα λόγια, η μητέρα «ενώνει τα κομμάτια» του βρέφους της και το βοηθά να «υπάρξει» ψυχικά.
Επιπρόσθετα, η σταθερότητα και η επαναληπτικότητα στο θηλασμό του καλλιεργούν ένα βασικό αίσθημα αποδοχής, εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Το βρέφος «κατανοεί» ότι η μητέρα του είναι προβλέψιμη, δεν του επιφυλάσσει «δυσάρεστες» εκπλήξεις και συνεπώς μπορεί να βασιστεί σε αυτή για την κάλυψη των αναγκών του. Αυτά σε συνδυασμό με άλλους σημαντικούς παράγοντες για την ομαλή ανάπτυξη του ψυχισμού και όχι μόνο με το θηλασμό, έχουν ως συνέπεια να δομήσει μια καλή σχέση με τη μητέρα και να αποκτήσει μια αρχική θετική αίσθηση για τον κόσμο. Μια αίσθηση, δηλαδή, ότι ο κόσμος, και άρα οι σχέσεις, είναι κάτι το ωραίο στο οποίο θέλει να συμμετάσχει, επιθυμεί να εξερευνήσει και κάτι από το οποίο μπορεί να «πάρει» και μελλοντικά να «δώσει».
Ακόμα και σε περίπτωση δυσκολιών ο θηλασμός εκπαιδεύει τη μητέρα για ειδικούς χειρισμούς. Όντας τους πρώτους μήνες σε μια κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης και ανησυχίας ώστε να ανταποκριθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα στις ανάγκες του βρέφους της (Smirnoff, 1992) παρέχει την εξατομικευμένη μεταχείριση που εκείνο χρειάζεται και πολλές φορές «απαιτεί» για να μπορέσει να θηλάσει. Η μητέρα με την επιμονή της στο θηλασμό αποκτά μεγαλύτερη πίστη ότι μπορεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές. Τονώνεται συνεπώς η αυτοπεποίθησή της και βελτιώνεται ως μητέρα. Το βρέφος από την πλευρά του μαθαίνει τι σημαίνει να σχετίζεται με ένα ανθρώπινο ον το οποίο είναι διαθέσιμο να προσαρμοστεί πλήρως στις ανάγκες του, να αντέξει την επιθετικότητά του (π.χ. σε στιγμές που το γάλα δεν ρέει ή το στήθος αδειάζει) και να του μεταδώσει μια γενικότερη στάση ζωής, που βασίζεται στην πίστη ότι «μαζί μπορούμε να συγχρονιστούμε και να τα καταφέρουμε». Στην αρχή η μητέρα είναι αυτή που προσπαθεί να προσαρμοστεί στο βρέφος της, ενώ σταδιακά το βρέφος θα αρχίσει να συνεργάζεται μαζί της στα πλαίσια μιας υγιούς σχέσης.
Στην πορεία, καθώς το βρέφος μεγαλώνει, εισάγονται στη διατροφή του και άλλες τροφές οι οποίες είναι απαραίτητες για την επαρκή του σίτιση. Έτσι ξεκινάει ο αποθηλασμός. Πρόκειται δηλαδή, για μια διαδικασία παρά για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που υπό ιδανικές συνθήκες πρέπει να γίνεται σταδιακά μέχρι τον πλήρη απογαλακτισμό.
Όπως αναφέρει ο Βίννικοτ (2001), για να θεωρηθεί ο θηλασμός επιτυχημένη εμπειρία, θα πρέπει να «ολοκληρωθεί», να αποτελέσει δηλαδή, μια εμπειρία που έχει αρχή, μέση και τέλος. Το βρέφος θα πρέπει πρώτα να θηλάσει επαρκώς ώστε μετά να μπορεί να αποθηλάσει χωρίς προβλήματα. Το τέλος, εάν προετοιμαστεί κατάλληλα θα το βοηθήσει να κατανοήσει πως η μητέρα του δεν θα μπορεί για πάντα να προσαρμόζεται «πλήρως» στις ανάγκες του, αλλά πως θα υπάρξουν φορές που δε θα ανταποκρίνεται τόσο άμεσα σε αυτές, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι θα παύει να είναι διαθέσιμη. Αυτό σημαίνει πως σταδιακά το βρέφος θα αρχίσει να έρχεται σε μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα των σχέσεων, θα κατανοήσει πως η μητέρα του είναι διαφορετική από αυτό και πως κάποιες στιγμές αναγκαστικά θα το ματαιώνει. Αυτό πιθανά να οδηγήσει το βρέφος και σε ξεσπάσματα θυμού προς τη μητέρα που θα πρέπει όμως να υπομείνει με κατανόηση φροντίζοντας παράλληλα να «προστατεύσει» τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό το βρέφος θα οδηγηθεί σε αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του που το άντεξε χωρίς να πάθει κάτι «κακό» και θα μάθει να την αγαπά σε μια πιο ρεαλιστική βάση, αποδεχόμενο τα αντικρουόμενα αισθήματα που έχει για αυτή και σταδιακά «εγκαταλείποντάς» την. Ο απογαλακτισμός έτσι, θα το βοηθήσει να αντιμετωπίσει και τους μελλοντικούς αποχωρισμούς και ματαιώσεις της ζωής:
… ο αποθηλασμός είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο – δεν είναι μόνο να μάθει το βρέφος να δέχεται άλλες τροφές […]. Περιλαμβάνει τη βαθμιαία διαδικασία που αποσκοπεί στη διάλυση των ψευδαισθήσεων, πράγμα που ανήκει στα καθήκοντα των γονιών. Η συνηθισμένη καλή μητέρα κι ο συνηθισμένος καλός πατέρας δε ζητούν από τα παιδιά τους να τους λατρεύουν. Υπομένουν τις ακραίες καταστάσεις της εξιδανίκευσης και του μίσους, ελπίζοντας πως τελικά τα παιδιά τους θα τους δουν σα συνηθισμένους ανθρώπους, όπως δηλαδή είναι (Βίννικοτ, 2001, σελ. 96).
Για επιτυχή θηλασμό είναι απαραίτητο ένα σύνολο ευνοϊκών συνθηκών. Πέρα από τις πρακτικές συμβουλές που συχνά δίνονται στη νέα μητέρα παρακάτω αναφέρονται ορισμένες συνθήκες που από ψυχολογικής πλευράς μπορούν να τη βοηθήσουν:
● πίστη από την πλευρά της μητέρας ότι μπορεί να τα καταφέρει
● συναισθηματική υποστήριξη από το οικείο περιβάλλον
● ικανότητα της μητέρας να παραμείνει ανεπηρέαστη από συχνά αναίτιες παρεμβάσεις συγγενών ή ακόμα και επαγγελματιών που, για ποικίλους λόγους, την αποθαρρύνουν από το να θηλάσει
● διάθεση χρόνου και χώρου στο σπίτι ή στο εργασιακό πλαίσιο ώστε να μπορέσει να θηλάσει ή να αντλήσει γάλα από το στήθος της
● διευκόλυνση από το υποστηρικτικό περιβάλλον της μητέρας σε πρακτικό επίπεδο (π.χ., οικιακές εργασίες, φροντίδα μεγαλύτερων παιδιών)
● συμμετοχή της μητέρας σε μαθήματα προετοιμασίας τοκετού – θηλασμού
● αλληλεπίδραση με άλλες μητέρες που θηλάζουν με στόχο την ανταλλαγή εμπειριών
● αναζήτηση βοήθειας από ειδικούς σε περιπτώσεις ειδικότερων δυσκολιών (σύμβουλοι θηλασμού, μαίες, ψυχολόγοι)
Ως προς τη διαδικασία αποθηλασμού είναι σημαντικό:
● να αποφεύγει να προσφέρει χωρίς λόγο το στήθος της, αλλά να μην το αρνείται όταν το παιδί ζητά να θηλάσει
● να γίνουν σεβαστοί οι ρυθμοί και οι ανάγκες τόσο του παιδιού όσο και της μητέρας
● να γίνει σταδιακά ώστε να υπάρξει χρόνος προσαρμογής, η απότομη διακοπή μπορεί να βιωθεί τραυματικά από το παιδί, αλλά και τη μητέρα
● να είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού (π.χ. γκρίνια, νυχτερινά ξυπνήματα, εκρήξεις θυμού)
● να μην υπάρξουν άλλες σημαντικές αλλαγές στη ζωή του παιδιού την περίοδο του αποθηλασμού (π.χ. επιστροφή μητέρας στην εργασία της)
● να αντικατασταθεί ο θηλασμός με άλλες δραστηριότητες ρουτίνας μεταξύ μητέρας – παιδιού (π.χ. ανάγνωση παραμυθιών, τραγούδια)
● να υποστηριχθεί η μητέρα από το σύντροφο ή / και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας σε συναισθηματικό και πρακτικό επίπεδο (π.χ. συμμετοχή του πατέρα στο νανούρισμα)
Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας).