Η στενή επαφή και οι αγκαλιές στη βρεφική ηλικία αλλάζουν το γενετικό μας επίπεδο

Η στενή επαφή και οι αγκαλιές στη βρεφική ηλικία αλλάζουν το γενετικό μας επίπεδο

Τα γονίδια των μωρών που έχουν αγκαλιαστεί περισσότερο από τους γονείς τους, αλλάζουν στην ενήλικη ζωή.

Συμβουλές υγείας και φροντίδας για βρέφη και παιδιά

[babyPostAd]Η ποσότητα της ζεστής και ανακουφιστικής επαφής που δέχονται τα βρέφη από τους γονείς, δεν τα κρατάει μόνο ασφαλή, άνετα και αγαπημένα.

Μια μελέτη του 2017 υποστηρίζει ότι η αγκαλιά των γονέων προς τα βρέφη τους, μπορεί πραγματικά να επηρεάσει τα μωρά σε μοριακό επίπεδο και οι επιπτώσεις μπορεί να διαρκέσουν για χρόνια.

Με βάση αυτή την έρευνα, τα μωρά που έχουν λιγότερη σωματική επαφή και είναι περισσότερο ανήσυχα σε νεαρή ηλικία, παρουσιάζουν αλλαγές στις μοριακές διεργασίες, οι οποίες επηρεάζουν τη γονιδιακή έκφραση.

Η ομάδα του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά υπογραμμίζει ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς για γενίκευση των ευρημάτων της έρευνας και δεν είναι σαφές τι ακριβώς προκαλεί την αλλαγή.

Ωστόσο, τα ευρήματα δίνουν στους ψυχολόγους επιστήμονες κάποιες χρήσιμες γνώσεις σχετικά με το πώς το άγγιγμα επηρεάζει την επιγενετική: τις βιοχημικές αλλαγές που επηρεάζουν την γονιδιακή έκφραση στο σώμα.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι γονείς των 94 μωρών κλήθηκαν να κρατούν ημερολόγια των συναισθηματικών και συγκινησιακών συνηθειών τους από τις πέντε πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννηση, καθώς και να καταγράφουν τη συμπεριφορά των βρεφών – ύπνο, κλάμα κ.ο.κ.

Μετά από 4,5 χρόνια ελήφθησαν δείγματα DNA από τα παιδιά για να αναλύσουν μια βιοχημική τροποποίηση που ονομάζεται «μεθυλίωση του DNA».

Η μεθυλίωση του DNA, είναι ένας επιγενετικός μηχανισμός στον οποίο ορισμένα τμήματα του χρωμοσώματος αναπτύσσουν μικρά μόρια άνθρακα και υδρογόνου, αλλάζοντας συχνά τη λειτουργία των γονιδίων και επηρεάζουν την έκφρασή τους.

Οι ερευνητές βρήκαν διαφορές μεθυλιώσεις μεταξύ των παιδιών “υψηλής επαφής” και των παιδιών “χαμηλής επαφής” σε πέντε ειδικές θέσεις DNA, δύο από τις οποίες ήταν εντός γονιδίων: η μια ένα αφορούσε το ανοσοποιητικό σύστημα και η άλλη το σύστημα μεταβολισμού.

Η μεθυλίωση του DNA δρα επίσης ως δείκτης για την φυσιολογική βιολογική ανάπτυξη και τις διαδικασίες που συμβαδίζουν με αυτήν και μπορεί να επηρεαστεί και από εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Στη συνέχεια, αξιολογήθηκε η επιγενετική ηλικία, η βιολογική γήρανση του αίματος και του ιστού. Αυτός ο δείκτης ήταν χαμηλότερος από τον αναμενόμενο στα παιδιά που δεν είχαν μεγάλη επαφή με τα μωρά και είχαν βιώσει περισσότερη δυσφορία στα πρώτα τους χρόνια, σε σύγκριση με την πραγματική ηλικία τους.

Πιστεύουμε ότι η βραδύτερη επιγενετική γήρανση στα παιδιά, θα μπορούσε να αντανακλά τη χαμηλότερη ευνοϊκή αναπτυξιακή πρόοδο, δήλωσαν οι ερευνητές.

Στην πραγματικότητα, παρόμοια ευρήματα εντοπίστηκαν σε μια μελέτη από το 2013, η οποία εξέταζε πόση φροντίδα και προσοχή δόθηκε σε νεαρούς αρουραίους από πολύ νεαρή ηλικία.

Τα κενά μεταξύ της επιγενετικής ηλικίας και της χρονολογικής ηλικίας έχουν συνδεθεί με προβλήματα υγείας στο παρελθόν, αλλά και πάλι είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα: οι επιστήμονες παραδέχονται ευθέως ότι δεν γνωρίζουν ακόμα πώς θα επηρεαστούν αργότερα τα παιδιά στη ζωή τους.

Η έρευνα αξιολόγησε λιγότερα από 100 μωρά στη μελέτη όμως φαίνεται ότι η στενή επαφή και οι αγκαλιές με κάποιο τρόπο αλλάζουν το σώμα σε γενετικό επίπεδο.

Φυσικά, είναι κοινά αποδεκτό ότι η ανθρώπινη αφή είναι καλή για εμάς και την ανάπτυξή μας με κάθε τρόπο, αλλά αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζει πώς μπορεί να αλλάξει την επιγενετική των ανθρώπινων μωρών.

Χρειάζεται να διεξαχθούν περαιτέρω μελέτες για να εξακριβωθεί ο λόγος και να διερευνηθεί κατά πόσο ενδέχεται να προκύψουν μακροπρόθεσμες αλλαγές στην υγεία. Σχεδιάζουμε να παρακολουθήσουμε εάν η ‘βιολογική ανωριμότητα’ που είδαμε σε αυτά τα παιδιά συνεπάγεται ευρείες συνέπειες για την υγεία τους, ειδικά για την ψυχολογική τους ανάπτυξη, συμπλήρωσαν οι ερευνητές.

Εφόσον οι επόμενες έρευνες επιβεβαιώσουν αυτό το αρχικό εύρημα, τότε θα έχει επισημανθεί η σημαντικότητα της παροχής σωματικής επαφής, ειδικά για τα μωρά που είναι ανήσυχα.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Development and Psychopathology».

Πηγή: Psychologynow.gr