Είναι αλήθεια πως το παιδί είναι αρκετά μικρό για να σκεφτεί με λογικούς όρους. Το μυαλό του ακόμα δεν διαθέτει ευρεία αφαιρετική ικανότητα, όπως το μυαλό του ενηλίκου. Μπορεί να δημιουργήσει συνδυαστικές αλυσίδες εικόνων, αλλά δεν είναι ακόμα ικανό να επεξεργαστεί αφηρημένες έννοιες και να τις συνδέσει μέσω λογικών σχέσεων. Το παιδί ουσιαστικά, επιχειρεί με τις δυνάμεις που διαθέτει να βάλει σε τάξη και να οργανώσει τα ερεθίσματα που προσλαμβάνει δημιουργώντας έναν Χάρτη σταθερών εννοιών. Οι Χάρτες για το παιδί αποτελούν ζωτική ανάγκη, διότι του επιτρέπουν να δώσει νόημα στα δεδομένα των αισθήσεών του. Σ’ αυτή τη διαδρομή, ένας σταθμός είναι τα “γιατί”. Το “γιατί” είναι μια ερώτηση που αφορά τον σκοπό, την επιδίωξη, τη γενικότερη έννοια της διαδικασίας, είναι μια μεταφυσική ερώτηση.
– Μαμά, γιατί καίει η φωτιά;
– Πάνω στον ήλιο ζουν άνθρωποι όπως εμείς εδώ;
– Πίσω από τον ήλιο υπάρχει μια γη σαν κι αυτή;
– Πού πάει η μουσική όταν σταματάει;
– Τι κάνουν τα παιχνίδια όταν λείπουμε;
– Μαμά, που ήμουν εγώ όταν ήσουν μικρή;
Άπειρες ενδιαφέρουσες ερωτήσεις θέτει το παιδί στους μεγάλους, οι οποίοι επιχειρούν με όρους λογικούς, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νου, να δώσουν απαντήσεις στις μεγαλειώδεις ερωτήσεις των παιδιών.
Ας πούμε για παράδειγμα, αν στην ερώτηση παιδιού προσχολικής ηλικίας, “γιατί υπάρχει ο άνεμος”, απαντήσουμε με τρόπο στερεότυπο και τετράγωνο, “διότι ο αέρας μετατοπίζεται από τις περιοχές υψηλής πίεσης σε περιοχές χαμηλής πίεσης”, το παιδί δεν πρόκειται να καταλάβει. Αν όμως πεις, γιατί ο άνεμος μεταφέρει τα όνειρα των ανθρώπων όταν κοιμούνται και γίνονται αληθινά, ή γιατί, όπως έλεγε η γιαγιά μου η Ανθούλα, ο άνεμος μεταφέρει τα λόγια των ανθρώπων ως την άλλη άκρη της γης και μπορεί να ακουστούν ως τα ύψη του ουρανού κι έτσι τα κάνει πραγματικότητα, τότε την εξήγηση αυτή σαφώς μπορεί το παιδί να την κατανοήσει.
Το παραμύθι μιλά για τη σημασία των όσων συμβαίνουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο, πίσω από τον φαινομενικό.
Στα παραμύθια τα δέντρα τραγουδούν, τα πουλιά μιλούν, τα ψάρια περπατούν και μεταμορφώνονται, οι πέτρες γνωρίζουν σοφές ιστορίες από την αρχή του χρόνου, ένας ιερέας μεταμορφώνεται τα βράδια σε κοράκι και συναντά μια πριγκίπισσα που είναι φυλακισμένη σε κάστρο και της μιλά με ανθρώπινη λαλιά, ένα ποτάμι μεταμορφώνεται σε παλικάρι κι ερωτεύεται την κοπέλα που σαν κοριτσάκι έχασε το παπουτσάκι της μέσα του και πόσα ακόμα μαγικά για τα οποία τα παιδιά δεν ζητούν εξηγήσεις, καθώς όλα αυτά τους είναι απολύτως φυσικά.
Εμείς οι ενήλικοι μπορούμε για μια φορά τουλάχιστον, να θυμηθούμε το γιατί. Γιατί αυτός ο μαγεμένος κόσμος είναι ο κόσμος που ζει καθημερινά το παιδί, ο κόσμος της πρωτόγονης μαγείας που έζησαν όλοι οι λαοί από τις απαρχές του ανθρώπινου είδους και όπου ζουν όλα τα άτομα στις απαρχές της ύπαρξής τους, τα παιδιά. Ένας κόσμος λοιπόν, γνωστός σε όλους μας, που όμως έχει λησμονηθεί και περιμένει από την αρχή να ανακαλυφθεί και να αγκαλιαστεί.
Στα παραμύθια παρουσιάζεται πάντα ένα πρόβλημα που ο ήρωας καλείται να επιλύσει.
Ξεκινά ο ήρωας από μια ευτυχισμένη ή τουλάχιστον από μια τακτοποιημένη κατάσταση, από ένα πλαίσιο ασφαλείας που δεν χωράει να τρυπώσει το άγνωστο ή το απροσδόκητο, ώσπου κάποια ανατροπή εξωτερική ή κάποια παρότρυνση εσωτερική ωθεί τον ήρωα να αποδεσμευτεί από τα ατάραχα νερά της ήρεμης λίμνης της ασφάλειας. Το τολμηρό αυτό βήμα προς το Άγνωστο τον οδηγεί στην χάραξη μιας πορείας, στην οποία θα πραγματώσει κατορθώματα απίθανα κι απίστευτα. Θα τα βάλει με θεριά που πετούν από το στόμα φωτιά και με το χέρι τους λιώνουν πέτρες κι ίσως και βουνά, θα νικήσει δράκοντες τρομερούς, θα απελευθερώσει τη Δέσποινα των λογισμών του, την όμορφη κόρη που φυλακισμένη έχει μια μάγισσα κακιά στου παλατιού την πιο σκοτεινή γωνιά για χρόνια πολλά, θα φτάσει στα πέρατα του κόσμου και δυο βήματα πιο πέρα από αυτόν, εκεί που δάσκαλος είναι το σιωπηλό βουνό και το σοφό ποτάμι το σιγανό που πίσω δεν γυρνάει.
Η αξία του παραμυθιού έγκειται ακριβώς σε τούτο:
Στην ικανότητά του να παρουσιάζει με φανταστικό τρόπο μια δραματική κατάσταση πιθανής τραγωδίας και τελικά να υποδεικνύει την έξοδο από αυτή. Το παραμύθι παρουσιάζει το πρόβλημα και την επίλυση του προβλήματος και όλα αυτά στην μοναδική γλώσσα που έχει πρόσβαση το παιδί κι ο άνθρωπος στην απαρχή της ζωής, τη μαγική γλώσσα των συμβόλων.
Μέσα σε όσα συμβαίνουν στους πρωταγωνιστές, τα παραμύθια προαναγγέλλουν τα μελλοντικά στάδια της ζωής με τις δυσκολίες που ενδεχομένως να παρουσιαστούν και τους τρόπους, με τους οποίους, θα ξεπεραστούν αυτές οι δοκιμασίες ή οι δυσκολίες, οι ανατροπές που φαντάζουν δυσβάσταχτες όταν λαμβάνουν χώρα, συνήθως ξαφνικά. Υπό αυτή την έννοια, τα παραμύθια εκπαιδεύουν τα παιδιά στην ίδια τη ζωή μέσα από το επίπεδο της μυθικής πραγματικότητας που πραγματεύονται, μέσα από το επίπεδο των μαγικών εικόνων και συμβόλων, μέσα από τη γλώσσα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας, μέσα από τη γλώσσα που έχει ο Ουρανός για να στέλνει τα μηνύματα στην καρδιά.
Δεν είναι διόλου τυχαίο που τα παιδιά σε κάποια χρονική φάση της ζωής τους ελκύονται ιδιαιτέρως από ένα παραμύθι, το οποίο μπορούν να ακούν ξανά και ξανά, δίχως να κουράζονται ή να πλήττουν με τη συνεχή επανάληψη, την οποία μάλιστα με θέρμη την επιδιώκουν και την επιζητούν.
Εκείνη τη στιγμή, αυτό είναι το δικό τους παραμύθι, αυτό που μιλά για τα προβλήματα που το απασχολούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, προβλήματα υπαρκτά (μέσα στην οικογένεια, στο νηπιαγωγείο, φόβοι ανεξήγητα ξαφνικοί, κλπ) ή προβλήματα φανταστικά.
Για τις μικρές ηλικίες που δεν είναι σαφής ακόμη η διάκριση των ορίων μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, ένα πρόβλημα με τον αόρατο φίλο ή η ύπαρξη του τέρατος που παραμονεύει κάτω από το κρεβάτι αποτελούν προβλήματα υπαρκτά και πιθανόν το παραμύθι να τα βοηθά, ώστε να μπορέσουν να δώσουν μια επίλυση του προβλήματός τους μέσα από εκείνο το επίπεδο, του μυθικού. Επιλύοντας το πρόβλημα στο μυθικό, στη σφαίρα του κόσμου των παραμυθιών, μπορεί το παιδί κάλλιστα να υπερβεί το πρόβλημα και στο επίπεδο της πραγματικότητάς του. Τα παραμύθια μιλούν στα παιδιά αλληγορικά και συμβολικά για τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν καθημερινά: την εγκατάλειψη, τον φόβο, την έλλειψη αγάπης, τη μοναξιά, την ανυπακοή.
Στα παραμύθια τα παιδιά πάντα νικούν, πράγμα πολύ σημαντικό για το παιδί ως ενθύμηση, γεγονός που μπορεί να του ενεργοποιήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό, την αυτοπεποίθηση, την αυταξία. Στα παραμύθια τα παιδιά νικούν άσπλαχνους γονείς, κακές μάγισσες, απειλητικές φιγούρες που μπορεί να είναι πολύ πιο δυνατές από αυτά, καταφέρνοντας να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας και της δικαιοσύνης.
Το φαινομενικά απλό παραμύθι του Κοντορεβιθούλη για παράδειγμα, αποτελεί μια ιστορία ενδυνάμωσης, όπου το παιδί στα Άγνωστα νερά πρώτη φορά καταφέρνει να τα βάλει με τον γίγαντα και να γυρίσει πίσω στην πατρική εστία με έναν ολόκληρο θησαυρό. Πόση δύναμη άραγε ενεργοποιείται στο φοβισμένο και δειλό παιδί που ο κόσμος του φαντάζει εχθρικός και θεωρεί πως δεν θα τα καταφέρει καθώς είναι μια σταλιά σαν του ρεβιθιού την περπατησιά;
Δεν είναι το μέγεθος στο φυσικό πεδίο μόνο που μετρά, αλλά η καρδιά που κρατα κρυμμένα κλειδιά και όλα μπορεί να τα αγκαλιάζει, όλα μπορεί να τα νικά, όλα μπορεί να τα υπερβαίνει, ακόμα και τα αδύνατα να κάνει δυνατά!
Τα παραμύθια λοιπόν, μπορούν να λειτουργούν ως η Φωνή της Ελπίδας για τα παιδιά για να ανάψει η μικρή φλογίτσα στην καρδιά και να μετακινήσει βουνά!
Ο “Κύκλος Βιωματικών Εργαστηρίων για την Τέχνη της Αφήγησης και τα Μυστικά του Παραμυθιού” ξεκινάει την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019, στην Αθήνα από τη Ζωή Νικητάκη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ