Τα τελευταία γράμματα ενός παιδιού που πεθαίνει σε ένα νοσοκομείο, ένα γράμμα προς το Θεό..
Απόπασμα απο το βιβλίο του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ, ”Αγαπητέ Θεέ”. Το βιβλίο «Αγαπητέ θεέ» αποτελεί μια νουβέλα που έχει αναπτυχθεί σε μορφή επιστολών με παραλήπτη το Θεό, τις οποίες γράφει ένα δεκάχρονο αγόρι, ο Όσκαρ, μέσα στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται καθώς πάσχει από λευχαιμία.
Εκφράζει τις σκέψεις του, τους προβληματισμούς του, τα παράπονά του, αλλά ταυτόχρονα και τα όνειρά του και τις ευχές του. Ο Όσκαρ γνωρίζει πόσο σοβαρή είναι η κατάστασή του και προσπαθεί να τη διαχειριστεί, σε αντίθεση με τους γονείς του οι οποίοι αρνούνται να αποδεχτούν την αλήθεια και να μιλήσουν μαζί του, πράγμα το οποίο προκαλεί την οργή και το θυμό του μικρού ήρωα. Παράλληλα σε κάθε επιστολή παρουσιάζει μια πλασματική ηλικία μέχρι να φτάσει στα εκατό και κοντά στο θάνατο. Παρουσιάζει τη ζωή σε κάθε ηλικία όπως φαντάζεται πως θα τη ζούσε εάν μεγάλωνε φυσιολογικά.. Αυτά είναι τα τελευταία του γράμματα..
Αγαπητέ Θεέ,
Έχω περάσει τα εξήντα και πληρώνω για όλες τις καταχρήσεις που έκανα χτες βράδυ.
Δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα σήμερα. Χάρηκα που γύρισα σπίτι… θέλω να πω, στο νοσοκομείο.
Έτσι γίνεται όταν γερνάς! δε σ’ αρέσουν πια οι μετακινήσεις. Είναι σίγουρο ότι δε θέλω πια να φύγω. Αυτό που δεν σου είπα στο χτεσινό γράμμα μου, είναι ότι στο σπίτι της θείας Ροζ, πάνω σε μια εταζέρα, στη σκάλα, είδα ένα άγαλμα της Πέγκι Μπλου.
Στ’ ορκίζομαι. Ολόιδια, γύψινη, με το ίδιο γλυκό πρόσωπο, το ίδιο μπλε χρώμα στα ρούχα και στο δέρμα. Η θεία Ροζ λέει ότι είναι η Παναγία (η μητέρα σου, απ’ ό,τι κατάλαβα) κι ότι έφτασε στα χέρια της από γενιά σε γενιά.
Δέχτηκε να μου τη χαρίσει. Την έβαλα πάνω στο κομοδίνο μου. Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα θα ξαναπάει στην οικογένεια της θείας Ροζ, αφού την έχω υιοθετήσει.
Η Πέγκι Μπλου πάει καλύτερα. Ήρθε και με είδε με το καροτσάκι. Δε συμφώνησε μαζί μου ότι είναι εκείνη στο άγαλμα, αλλά περάσαμε ωραία μαζί. Κρατιόμασταν χέρι-χεράκι κι ακούγαμε τον Καρυοθραύστη, κι αυτό μας θύμισε ωραίες εποχές.
Δε σου γράφω πια πολλά, γιατί το στιλό μου πέφτει λίγο βαρύ. Εδώ, όλος ο κόσμος είναι άρρωστος, ακόμα κι ο γιατρός Ντίσελντορφ. Φταίνε οι σοκολάτες, τα φουαγκρά, τα μαρόν-γκλασέ και οι σαμπάνιες που πρόσφεραν οι γονείς στο νοσηλευτικό προσωπικό. Πολύ θα ’θελα να μου κάνεις μια επίσκεψη.
Φιλάκια.
Τα λέμε, Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα είμαι εκατό χρονών. όσο και η θεία Ρόουζ.
Κοιμάμαι πολύ,αλλά αισθάνομαι καλά..
Προσπάθησα να εξηγήσω στους γονείς μου οτι η ζωή είναι ένα περίεργο δώρο.
Στην αρχή, το υπερεκτιμάμε αυτό το δώρο: πιστεύουμε οτι αποκτήσαμε την αιώνια ζωή.
Μετά, το υποτιμάμε: Το βρίσκουμε χάλια, πολύ μικρό, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να το πετάξουμε.
Στο τέλος, καταλαβαίνουμε οτι δεν ήταν δώρο αλλά δάνειο.
Και τότε προσπαθούμε να το αξιοποιήσουμε.
Το λέω εγω, που ξέρω τι λέω, γιατί έχω πατήσει τα εκατό.
Όσο γερνάμε, τόσο πρέπει να δείχνουμε οτι έχουμε το χάρισμα να εκτιμήσουμε την ζωή.
Πρέπει να εκλεπτυνώμαστε, να γινόμαστε καλλιτεχνικές φύσεις.
Κάθε κρετίνος μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή στα δέκα ή στα είκοσι..
Αλλά στα εκατό, όταν δεν μπορεί πια να κουνηθεί, πρέπει να χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του.
Δεν ξέρω αν τoυς έπεισα..
Κάνε τους μια επίσκεψη.
Άρχισες μια δουλειά; Τελείωσε την..
Εγώ είμαι κουρασμένος.
Τα λέμε.
Φιλάκια, Όσκαρ
Πηγή: healingeffect.gr