Γιορτές και μαζώξεις συγγενών στο σπίτι είναι ένα κλασικό μοτίβο της ελληνικής οικογένειας. Θείες, παππούδες, γιαγιάδες, γονείς και μικρά παιδιά είναι μόνο μερικά απ’ τα άτομα που συνθέτουν το παζλ μιας συνηθισμένης Κυριακής στο σπίτι.
Κι ενώ απολαμβάναμε να είμαστε με άλλα μικρά τερατάκια μαζεμένοι όλοι μαζί σε ένα σπίτι, έτοιμοι να κατακτήσουμε τον κόσμο με τα παιχνίδια μας, καθώς και με τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε το προσωρινό άσυλο –αφού η κατσάδα για όποια ζαβολιά, πάντα μετατοπιζόταν για αργότερα–, υπήρχε πάντα ένα μικρό αγκάθι σε αυτές τις συγκεντρώσεις.
Μία ήταν η στιγμή που κάθε παιδί, όσα χρόνια κι περάσουν κι όσο και να αλλάξουν οι καιροί, θα προσπαθεί να αποφύγει και στην περίπτωση που δεν το καταφέρει, δε θα ξεχάσει τα συναισθήματα πίεσης και ντροπής που αυτή του προξένησε. Λέω για εκείνη την ώρα που έρχεται ένας συγγενής (συνήθως είναι μια μακρινή θεία που μας βλέπει μια φορά στα πέντε χρόνια) που ενθουσιάζεται και με το παραπάνω που μας βλέπει κάθε φορά, τόσο παραπάνω μάλιστα που όταν αυτός ο ενθουσιασμός έχει ως δεκτή ένα μικρό παιδί, το μόνο που είναι δυνατόν να του προκαλέσει είναι τάσεις φυγής, άγχος και φόβο.
Κι οι γονείς σαν άλλοι συνεργοί στο έγκλημα που εκείνη την ώρα διαπράττεται σε βάρος της ψυχολογίας ενός μικρού παιδιού, αντί να πουν ευγενικά αλλά με αυστηρότητα ότι το παιδί τους αισθάνεται άβολα με τις υπερβολικές οικειότητες με άτομα που δεν αναγνωρίζει, το πιέζουν ακόμα πιο πολύ. «Μα δε θυμάσαι τη θεία;». «Δώσε ένα φιλάκι στο θείο που σε αγαπάει τόσο!», «Πάρε αγκαλιά τη θεία, αλλιώς θα στεναχωρηθεί και δε θέλεις να τη στεναχωρήσεις, σωστά;» κι άλλα τέτοια διαμάντια που είναι σαν να τα έχουν αποστηθίσει απ’ τους δικούς τους γονείς ατόφια. Δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να σκεφτούν ότι κι εκείνοι πριν από μερικές δεκαετίες, βρίσκονταν ακριβώς στην ίδια θέση κι εκλιπαρούσαν από μέσα τους ή να ανοίξει η γη να τους καταπιεί ή να εξαφανιστεί με κάποιον μαγικό τρόπο ο ανεπιθύμητος –πλέον– επισκέπτης.
Οι γονείς είναι αυτοί που πρέπει να προστατεύουν τη θετική κι όσο το δυνατόν ομαλότερη συναισθηματική, κοινωνική και ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Ας μην είμαστε τρομολάγνοι, βέβαια, όλοι τα έχουμε ζήσει αυτά τα σκηνικά και κάποιοι από εμάς δεν πιεστήκαμε τόσο ούτε είχαμε κανένα πρόβλημα στη μετέπειτα ζωή μας, υπάρχουν κι άλλοι όμως που θα ήταν εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, λιγότερο εσωστρεφείς και περισσότερο θετικοί σε νέες γνωριμίες αν απουσίαζαν αυτές οι συναισθηματικές πιέσεις απ’ τα παιδικά τους χρόνια. Οι γονείς, λοιπόν, είναι εκείνοι που θα πρέπει να διαφυλάξουν την ηρεμία του παιδιού και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να θέσουν όρια.
Σε περίπτωση που γίνει αντιληπτό ότι το παιδί δυσανασχετεί, αγχώνεται, αισθάνεται άβολα ή πιέζεται από κάτι, αυτό που πρέπει πρωτίστως να γίνει είναι να εξηγήσει ο γονιός στον ενήλικα που εμπλέκεται ότι η συμπεριφορά του προκαλεί έντονα και δυσάρεστα συναισθήματα στο παιδί. Τα παιδιά δεν είναι κούκλες, ούτε έχουν ειδικό προγραμματισμό, ώστε να αντιδρούν όπως αρμόζουν οι τυπικοί κανόνες ευγένειας σε διάφορες κοινωνικές περιστάσεις. Πόσο μάλλον όταν στρεσάρονται. Δεν μπορούν να προσποιηθούν κι ευτυχώς, έτσι αντιδρούν.
Τα παιδιά είναι εντελώς αθώα. Δεν έχουν αίσθηση της κοινωνικής νόρμας, ούτε είναι εξοικειωμένα με χαιρετούρες, χειραψίες, τυπικά λόγια και φιλοφρονήσεις. Δε χρειάζονται τέτοιες πολυπλοκότητες. Αντίθετα, το μόνο που χρειάζονται είναι παρέα και συνένοχο στο παιχνίδι τους. Μπορείς να παίξεις; Κρυφτό, κυνηγητό, να ζωγραφίσετε παρέα, να φτιάξετε ιστορίες με φανταστικούς ήρωες και μοναδικές περιπέτειες. Αν μπορείς να τα κάνεις αυτά, τότε δε θα χρειαστείς πάνω από μία ώρα για να κερδίσεις ένα παιδί. Για να σου ανοιχτεί πρέπει να νιώσει οικεία και στο στοιχείο του, άρα το παιχνίδι είναι μονόδρομος.
Αν θες, λοιπόν, να αποκτήσεις, φίλους τόσο ειλικρινείς, αθώους και καθαρούς όσο είναι τα παιδιά, ετοιμάσου να γίνεις ξανά παιδί κι εσύ και να λερωθείς, να τρέξεις, να διασκεδάσεις όπως μόνο αυτά ξέρουν!