Τι εννοούμε λεγοντας κλοπή στη παιδική ηλικία;Πώς μπορούν να αντιδράσουν οι γονείς;

Πως μπορούμε να χειριστούμε την κλοπή, όταν παρατηρηθεί στα παιδιά μας;

Υπάρχουν πρωινά που γονείς έρχονται στο σχολείο για να επιστρέψουν κάτι που δεν ανήκει στο παιδί τους κι όμως βρέθηκε στην τσάντα του! Γεμάτοι ανησυχία αναρωτιούνται τι λάθος έκαναν, μήπως πρέπει να αλλάξουν κάτι στη συμπεριφορά τους και τι πρέπει να κάνουν για να ανατραφεί σωστά το παιδί.

Θεωρούν πως η πράξη αυτή του παιδιού τους είναι πολύ σοβαρή, αφού άλλωστε η κλοπή είναι ανέντιμη πράξη.

Μπορούμε όμως να χαρακτηρίσουμε «κλοπή» την πράξη αυτή όταν την κάνει ένα νήπιο;

Η απάντηση, βέβαια, είναι αρνητική! Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι ένα μικρό παιδί «κλέβει», όταν παίρνει κάτι που δεν είναι δικό του. Κι αυτό, γιατί το παιδί μέχρι την ηλικία των 7 ετών δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι «δικό του» και τι δεν είναι «δικό του». Μπορεί οι γονείς να λένε συχνά στο παιδί τη φράση «Δεν είναι δικό μας», όμως το παιδί δεν έχει κατανοήσει ακόμα την έννοια της ιδιοκτησίας. Δεν γνωρίζει –και δεν το απασχολεί – η αξία των χρημάτων ή των αντικειμένων. Έτσι, θεωρεί πως μπορεί να παίρνει ό, τι δεν του ανήκει. Για παράδειγμα αν θέλει να παίξει στο σπίτι με το παιχνίδι του φίλου του, μπορεί να το πάρει!

Επομένως, δεν χρειάζεται να ανησυχούν οι γονείς ούτε να τιμωρούν το παιδί όταν παίρνει κάτι που δεν του ανήκει.

Μετά την ηλικία των 7 χρόνων, το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τον λόγο ύπαρξης των κανόνων, καλλιεργεί τις κοινωνικές δεξιότητες και την έννοια του καθήκοντος. Τότε, το παιδί ίσως γνωρίζει ότι η πράξη του είναι κλοπή και κλέβει συνειδητά. Χαρακτηρίζουμε όμως την πράξη «κλοπή» όταν συμβαίνει επανειλημμένα.

Γιατί όμως τα παιδιά «κλέβουν», ενώ γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστό;

Οι λόγοι για τους οποίους ένα παιδί προβαίνει σε μια τέτοια πράξη ποικίλουν.

Το παιδί μπορεί να «κλέβει» για να κερδίσει την προσοχή των γονιών του ή των δασκάλων του, αν δεν του δείχνουν το κατάλληλο ενδιαφέρον.

Τις περισσότερες φορές, η κλοπή δείχνει πως το παιδί έχει κάποιο συναισθηματικό κενό. Χρησιμοποιεί την κλοπή ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη αγάπης και φροντίδας, όταν οι γονείς είναι πολύ αυστηροί ή όταν το παιδί νιώθει πως οι γονείς δεν το αγαπούν.

Η κλοπή μπορεί να γίνει εξαιτίας της μίμησης άλλων παιδιών, προσπαθώντας να κερδίσει τον θαυμασμό τους ή να εξασκήσει τη δύναμή του.

Άλλα παιδιά μπορεί να κλέψουν κάτι από έναν συμμαθητή τους για να τον εκδικηθούν.

Μπορεί ακόμη να το κάνουν από απερισκεψία, επειδή κάτι τους άρεσε και ήθελαν να το κάνουν δικό τους ή επειδή πράγματι στερούνται πολλά αγαθά (λόγω φτώχειας) και δεν υπάρχει τρόπος να αποκτήσουν αυτό που θέλουν με άλλον τρόπο.

Πώς μπορούν να αντιδράσουν οι γονείς; 

Από την ηλικία των 7 – 8 ετών και έπειτα, οι γονείς  οφείλουν να δράσουν έτσι ώστε να μην επιτρέψουν στο παιδί να «κλέψει», δείχνοντάς του πως δεν είναι επιθυμητή η ενέργειά του αυτή. Έτσι, το παιδί θα καταλάβει ότι υπάρχουν όρια και ότι δεν μπορεί να αποκτά ό, τι επιθυμεί. Παράλληλα, μπορούν να του δείξουν τρόπους αυτοελέγχου, ώστε να περιορίζει τον τρόπο πραγματοποίησης των επιθυμιών του σε κοινωνικά αποδεκτές ενέργειες.

Όταν αντιληφθούν ότι το παιδί έχει πάρει κάτι που δεν του ανήκει, πρέπει να του εξηγήσουν ότι αυτό που έκανε δεν είναι σωστό. Μπορούν να αναφερθούν στους κανόνες που υπάρχουν ανάμεσα στις σχέσεις των ανθρώπων, στις υποχρεώσεις, αλλά και στα δικαιώματα που έχει κάθε άνθρωπος ως μέλος της κοινωνίας ή οποιασδήποτε ομάδας. Είναι καλό να κατανοήσει το παιδί ότι η πράξη αυτή δεν είναι αποδεκτή ούτε από την οικογένειά του, αλλά ούτε κι από τους άλλους.

Οπωσδήποτε οι γονείς οφείλουν να ζητήσουν από το παιδί να επιστρέψει το αντικείμενο που πήρε ή να το επιστρέψουν οι ίδιοι στον ιδιοκτήτη, ακόμα κι αν πρόκειται για κάτι ασήμαντο (μια μικρή γόμα, μια ξυλομπογιά). Αν το αντικείμενο αυτό δεν επιστραφεί, το παιδί ίσως να το εκλάβει ως επιβράβευση. Συγκεκριμένα, μπορεί οι γονείς να το μαλώσουν, όμως στην ουσία αυτό που επιδίωξε έγινε. Κράτησε δηλαδή το αντικείμενο αυτό!

Οι γονείς δεν πρέπει να δίνουν έμφαση ή να δίνουν συνέχεια στο γεγονός ότι το παιδί πήρε κάτι που δεν του ανήκει. Καλύτερα να το αντιμετωπίσουν ως μια ατυχή στιγμή, ως κάτι που έκανε το παιδί μια φορά – επειδή δεν γνώριζε ότι δεν είναι σωστό – και δεν θα ξανασυμβεί. Η αντίδραση των γονιών δεν πρέπει να είναι υπερβολική, αλλά ψύχραιμη και ήρεμη. Πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγονται οι απειλές ότι θα φύγει από το σπίτι, αν το ξανακάνει ή φράσεις όπως «Μας ντροπιάζεις», «Δεν θέλουμε κλέφτες στο σπίτι μας» κλπ.

Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βάλουν «ταμπέλα» στο παιδί, χαρακτηρίζοντάς το με λέξεις όπως «κλέφτης» ή «αλήτης». Είναι σημαντικό να απορρίψουν την ΠΡΑΞΗ και όχι το ΑΤΟΜΟ! Η πράξη του δεν είναι αποδεκτή, όχι το ίδιο το παιδί!

Η υπερβολική αυστηρότητα ή η υποτίμηση που μπορεί να του δείξουν οι γονείς, μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο να λέει ψέματα και να κρύβεται.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς, αν η «κλοπή» επαναληφθεί μία ή περισσότερες φορές

Αν το παιδί εξακολουθήσει να έχει αυτή τη συμπεριφορά και φέρνει στο σπίτι επανειλημμένως πράγματα που δεν του ανήκουν, τότε οι γονείς πρέπει να βρουν τον λόγο για τον οποίο το κάνει αυτό. Όπως κάθε συμπεριφορά του παιδιού, έτσι και αυτή κρύβει ένα μήνυμα που θέλει να τους δώσει το παιδί.

Ίσως χρειάζεται περισσότερη προσοχή και φροντίδα. Γι’ αυτό, οι γονείς μπορούν να αυξήσουν την επαφή τους με το παιδί. Να ασχοληθούν μαζί του, περνώντας περισσότερο ποιοτικό χρόνο μαζί.

Ίσως χρειάζεται να ενισχυθεί η εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Μπορούν να το ωθούν να παίρνει πρωτοβουλίες, αναθέτοντάς του εργασίες, ώστε να γίνει υπεύθυνο και να βελτιωθεί η αυτοπεποίθησή του, αφού οι γονείς του τού δείχνουν εμπιστοσύνη.

Αν, ωστόσο, οι γονείς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, οφείλουν να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό ψυχολόγο, καθώς πίσω από την συμπεριφορά αυτή μπορεί να κρύβεται μια ψυχογενή τάση για κλοπή.

Συνεπώς, η «κλοπή» δεν πρέπει να ανησυχεί τους γονείς, αν δεν γίνεται επανειλημμένα. Ωστόσο, χρειάζεται να δείξουν τον σωστό δρόμο στο παιδί για να καταλάβει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται.