Τελικά τι είναι φυσιολογικό στον ύπνο των βρεφών; Υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός ωρών που «πρέπει» να κοιμάται ένα βρέφος;
Οι μέχρι τώρα γνώσεις μας για το θέμα στηρίζονται σε παλιές μελέτες, ανεπαρκώς σχεδιασμένες, που είχαν για δείγμα κυρίως βρέφη που δεν θήλαζαν.
Ερευνητές από το University of New England στην Αυστραλία θέλησαν να φτιάξουν ακριβή φυσιολογικά πληθυσμιακά δεδομένα για τον ύπνο παιδιών στην Αυστραλία ηλικίας 0 με 9 ετών. Η μελέτη τους σε σύγκριση με παλαιότερες έχει πλεονεκτήματα, καθώς είναι προοπτική (οι γονείς συμπληρώνουν ημερολόγιο από την γέννηση και έπειτα με το παιδί να μεγαλώνει) και προσδιορίζονται περισσότερα στοιχεία (έναρξη ύπνου, ξυπνήματα κα).
Οι γονείς σε καθορισμένες ηλικίες συμπλήρωναν για ένα 24ωρο ένα πλήρες ερωτηματολόγιο ύπνου. Συμμετείχαν στην έρευνα γονείς περίπου 10 χιλιάδων παιδιών.
Διαπιστώθηκαν τα εξής ενδιαφέροντα:
- Η συνολική διάρκεια ύπνου των παιδιών σε όλες τις ηλικίες παρουσιάζει σημαντική μείωση, συγκριτικά με παλιότερες έρευνες. Τα σύγχρονα παιδιά κοιμούνται λιγότερο, σε σύγκριση με παλαιότερες γενιές, και αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό ή κακό, μπορεί να έχει τα πλεονεκτήματά του αλλά και τους κινδύνους του.
- Τα βρέφη έχουν τα περισσότερα σε αριθμό και διάρκεια ξυπνήματα. Όσο μεγαλώνουν υπάρχει σταδιακή σταθερή μείωση των ξυπνημάτων τη νύχτα καθ’ όλη την διάρκεια της παιδικής ηλικίας.
- Τα επεισόδια ύπνου επίσης μειώνονται όσο τα παιδιά μεγαλώνουν: στους έξι μήνες της ζωής, τα περισσότερα βρέφη έχουν 4 με 8 επεισόδια ύπνου σε ένα 24ωρο, ενώ στα 5 χρόνια της ζωής 1 με 3/ 24ωρο.
- Τα βρέφη έχουν επίσης τους μεγαλύτερους ύπνους κατά την διάρκεια της ημέρας, με σταδιακή μείωση κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Ενώ το βρέφος των 6 μηνών κοιμάται μέσα στην ημέρα από 1.2 ώρες έως 4.7 ώρες, στην ηλικία των 2 ½ τα περισσότερα κοιμούνται μέσα στην ημέρα από καθόλου έως 2 ώρες, ενώ στα 5 χρόνια από καθόλου έως 0.8 ώρες.
- Η συνολική διάρκεια ύπνου στο 24ωρο μειώνεται σταδιακά με την ηλικία, κυρίως μέσα από δύο μηχανισμούς: σταδιακά τα παιδιά πηγαίνουν πιο αργά για νυχτερινό ύπνο, και σταδιακά μειώνουν τον ύπνο κατά την διάρκεια της ημέρας.
- Υπάρχει μια τεράστια ποικιλία στον αριθμό ωρών ύπνου, ένα φυσιολογικό εύρος, έτσι που δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες ύπνου που «πρέπει» να κοιμάται ένα βρέφος ή ένα παιδί. Η ποικιλία αυτή είναι ακόμα πιο τεράστια στις μικρές ηλικίες, στα βρέφη: η διαφορά ανάμεσα στο 2% και στο 98% στον συνολικό ύπνο του 24ωρου σε βρέφη 4 μηνών είναι 8 ώρες (!) (εύρος από 10 έως 18 ώρες ύπνου το 24ωρο). Στην ηλικία των 5 ετών το εύρος αυτό γίνεται 9 με 14 ώρες ύπνου, και στην ηλικία των 9 ετών γίνεται 6 με 14 ώρες ύπνου. Άρα η τεράστια ποικιλία στο πόσες ώρες μέσα στο 24ωρο κοιμάται ένα παιδί είναι περισσότερο έντονη στον πρώτο χρόνο της ζωής και στην απώτερη παιδική ηλικία προς εφηβεία.
Σχολιασμός
- Πρέπει γονείς και επαγγελματίες υγείας να είμαστε πολύ διστακτικοί πριν χαρακτηρίσουμε ως προβληματικό ή ανεπαρκή τον ύπνο ενός παιδιού ή βρέφους. Η υπέρμετρη ιατρικοποίηση του ύπνου είναι εύκολη παγίδα, όταν, εκτός από ακραίες περιπτώσεις, το εύρος του φυσιολογικού είναι μεγάλο. Τα μωρά από την αρχή έχουν ιδιοσυγκρασικές διαφορές στον ύπνο, χαρακτηριστικά που διαρκούν εφ’ όρου ζωής. Άλλοτε παρουσιάζονται φυσιολογικές μεταβολές σε διάρκεια ύπνου και σε ξυπνήματα, ως αποτέλεσμα διάφορων θεμάτων (έκφυση δοντιών, ιώσεις, άγχος αποχωρισμού, άφιξη αδερφού, μετακόμιση, προβλήματα στην οικογένεια κα). Υπάρχουν επίσης έντονες πολιτισμικές, ακόμα και εθνολογικές διαφορές στο θέμα ύπνος. Δεν υπάρχει πρέπει, ακούτε το δικό σας παιδί και τα σημάδια που εκείνο σας δίνει, προσαρμόζεστε στις ανάγκες του.
- Πρόβλημα είναι μια κατάσταση στον ύπνο των παιδιών όχι γιατί μας το λένε άλλοι ή γιατί «πρέπει» να συμβαίνει κάτι διαφορετικό, αλλά μόνο όταν η κατάσταση αυτή δημιουργεί σημαντική δυσλειτουργία στην σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού ή στην ισορροπία της συγκεκριμένης οικογένειας. Εάν μια μητέρα δουλεύει το απόγευμα και έρχεται σπίτι βράδυ, αναμενόμενα το βρέφος ή το παιδί της θα αργήσει να κοιμηθεί. Το να κοιμηθεί στις 10 ή στις 11 το βράδυ δεν είναι πρόβλημα, αν οι γονείς το απολαμβάνουν και βοηθά τα ωράριά τους. Εντελώς ακραίες καταστάσεις βέβαια, όπως να πέφτει το παιδί για ύπνο στις 1 τη νύχτα, πρέπει να αποφεύγονται. Χωρίς λοιπόν εξωτερικά και επιβαλλόμενα πρέπει, οι γονείς είναι καλό να προσαρμοστούν στους βιορυθμούς του παιδιού τους, αλλά και εκείνο στα ωράρια και τις ρουτίνες της δικής του οικογένειας. Κάντε ότι βολεύει την οικογένειά σας, και αποφεύγετε ανούσιες συγκρίσεις με άλλες οικογένειες και άλλα παιδιά.
- Πολλές φορές είναι η αντίληψη των γονιών που αντιλαμβάνεται ως παθολογική μια κατάσταση με τον ύπνο των βρεφών και των παιδιών. Πιο απλά, «είναι στο μυαλό μας». Πολλές μητέρες με θηλάζοντα βρέφη έρχονται και μου λένε ότι τα πηγαίνουν μια χαρά «θηλάζει μερικές φορές το βράδυ αλλά κοιμάται αμέσως». Άλλες πάλι, με ακριβώς την ίδια αντικειμενικά κατάσταση, θεωρούν τον ύπνο τους ιδιαίτερα προβληματικό και ανησυχούν γιατί το μωρό τους δεν κοιμάται όλη τη νύχτα.
- Το τι είναι σύνηθες και συχνό δεν σημαίνει πάντα ότι είναι και το φυσιολογικό. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έκανε μια σημαντική στροφή στην προσέγγιση του φυσιολογικού στην ανάπτυξη των παιδιών, όταν εισήγαγε τα πρότυπα ανάπτυξης ΠΟΥ, βασισμένα σε θηλάζοντα βρέφη. Είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι το θηλάζον βρέφος πρέπει να θεωρηθεί το στάνταρ, το φυσιολογικό και αναμενόμενο, όχι μόνο στην σωματική αύξηση, αλλά και σε κάθε άλλη παράμετρο της σωματικής και ψυχικής υγείας και ανάπτυξης, όταν μάλιστα η εμπειρία δείχνει ότι και σε πολλούς άλλους τομείς πέραν της σωματικής αύξησης υπάρχει σημαντική απόκλιση του βρέφους που δεν θηλάζει. Παρόμοια λοιπόν θα περίμενε κανείς μια έρευνα του τι είναι φυσιολογικό στον βρεφικό ύπνο στηριγμένη σε δείγμα βρεφών που θηλάζουν αποκλειστικά, που πιθανότατα θα αναδείκνυε σημαντικές διαφορές από το τι γίνεται συνήθως: περισσότερο ύπνο REM – ανήσυχο, περισσότερα ξυπνήματα, ίσως λιγότερη συνολική διάρκεια ύπνου από αυτήν που νομίζουμε και έχουμε βρει σε μελέτες όπου κυριαρχούν δείγματα παιδιών που δεν θηλάζουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, και η κατακτήσεις στην ψυχοκινητική ανάπτυξη (περπάτημα, ομιλία κλπ) θα έπρεπε να οριοθετούνται με βάση δείγμα παιδιών που θήλασαν κατά τις συστάσεις του ΠΟΥ. Αλλά και σε πολλές άλλες παραμέτρους θα έπρεπε το στάνταρ να είναι το θηλάζον βρέφος, με τρανταχτό παράδειγμα τον νεογνικό ίκτερο: Υπερβολικά πολλά υγιέστατα βρέφη ταλαιπωρούνται αναίτια με εξετάσεις ή και πρόωρη διακοπή θηλασμού επειδή οι τιμές «φυσιολογικού» ικτέρου που γνωρίζουμε έχουν βασιστεί σε μελέτες που αφορούσαν κυρίως μη θηλάζοντα βρέφη. Η φυσιολογική αναμενόμενη μείωση του ικτέρου κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής είναι πολύ πιο ήπια και μακροχρόνια σε θηλάζοντα βρέφη, τα οποία θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ως το στάνταρ και το φυσιολογικό, έναντι των οποίων να συγκρίνονται οι τιμές των υπόλοιπων βρεφών. Όμοια και με τις αποθήκες σιδήρου, θα έπρεπε να γίνουν κάποτε καμπύλες αναφοράς για φυσιολογικό εύρος αιμοσφαιρίνης, αιματοκρίτη, φερριτίνης, σε υγιή βρέφη που θηλάζουν κατά τις συστάσεις του ΠΟΥ, τρώνε στερεές τροφές σταδιακά μετά τους έξι μήνες της ζωής και μεγαλώνουν σωματικά και ψυχοκινητικά κανονικά.
Εδώ τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα: θα μετράμε πια τα πάντα με βάση το βρέφος που θηλάζει;
Στέλιος Παπαβέντσης MBBS MRCPCH DCH IBCLC 2014
Πηγή: pediatros-thes.gr