Τι είναι η διφθερίτιδα στα παιδιά και πώς αντιμετωπίζεται;

Η διφθερίτιδα είναι μία βακτηριακή μόλυνση που εξαπλώνεται εύκολα, επηρεάζει κυρίως τη μύτη και το λαιμό.

Παιδιά κάτω των 5 ετών και ενήλικες άνω των 60 διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο για να προσβληθούν από την μόλυνση. Οι άνθρωποι που ζουν σε πολυσύχναστες πόλεις ή σε βρώμικες συνθήκες, όσοι δεν τρέφονται καλά, τα παιδιά και οι ενήλικες που δεν έχουν εμβολιαστεί διατρέχουν επίσης κίνδυνο. Σημάδια και συμπτώματα.

Στα πρώιμα στάδια της, η διφθερίτιδα μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας πονόλαιμος. Χαμηλός πυρετός και πρησμένοι αδένες στο λαιμό είναι άλλα πρώιμα συμπτώματα. Η τοξίνη, ή δηλητήριο, που προκαλείται από τα βακτήρια μπορεί να δημιουργήσει ένα παχύ επίχρισμα (μεμβράνη) στη μύτη, το λαιμό, ή στους αεραγωγούς, η οποία κάνει τη διφθερίτιδα διαφορετική από τις άλλες λοιμώξεις που προκαλούν πονόλαιμο. Αυτή η επίστρωση είναι συνήθως γκρι ή μαύρη και μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικά προβλήματα και δυσκολία στην κατάποση. Καθώς η λοίμωξη εξελίσσεται μπορεί το άτομο να:

Στις περιπτώσεις που προχωρεί πέρα από μία λοίμωξη του λαιμού, η τοξίνη της διφθερίτιδας εξαπλώνεται μέσω του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικά απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές που επηρεάζουν άλλα όργανα, όπως τη καρδιά και τα νεφρά, την ικανότητα της καρδιάς να αντλεί το αίμα και των νεφρών να καθαρίζουν τις τοξίνες.

Επίσης μπορεί να προκαλέσει βλάβη των νεύρων, οδηγώντας τελικά σε παράλυση. Το 40 με 50% των ατόμων που δεν έκαναν θεραπεία μπορεί να πεθάνουν. Πρόληψη. Η πρόληψη της διφθερίτιδας εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το εμβόλιο (διφθερίτιδας/τετάνου/κοκκύτη). Και την αναμνηστική δόση που δεν πρέπει να παραλείπουμε. Το εμβόλιο συνιστάται επίσης για όλες τις έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από το αν είχαν κάνει το εμβόλιο ή όχι. Το εμβόλιο πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού και να μην παραλείπεται καμία δόση του.

Αν και τα περισσότερα παιδιά το ανέχονται χωρίς πρόβλημα, μερικές φορές μπορεί να παρουσιαστεί χαμηλός πυρετός, ερυθρότητα ή λίγος πόνος. Σοβαρές επιπλοκές είναι σπάνιες. Μετάδοση της ασθένειας. Η διφθερίτιδα είναι εξαιρετικά μεταδοτική. Μεταδίδεται πολύ εύκολα από ένα μολυσμένο άτομο σε άλλους με το φτέρνισμα, το βήχα ή ακόμη και το γέλιο. Όπως επίσης στο άτομο που μαζεύει χαρτομάντηλα ή ποτήρια που έχουν χρησιμοποιηθεί από ένα άρρωστο άτομο. Οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με τα βακτήρια της διφθερίτιδας, ακόμη και αν δεν έχουν καθόλου συμπτώματα, μπορεί να μολύνουν άλλους έως και 4 εβδομάδες. Η περίοδος επώασης (ο χρόνος που απαιτείται για ένα άτομο να μολυνθεί αφού έχει εκτεθεί) για διφθερίτιδα είναι 2 έως 4 ημέρες αν και μπορεί να κυμανθεί από 1 έως 6 ημέρες. Θεραπεία.

Τα παιδιά και οι ενήλικες είναι καλό να πάνε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός αφού βεβαιώσει τη διφθερίτιδα, θα δώσει την κατάλληλη θεραπεία. Αν η μόλυνση έχει προχωρήσει, μπορεί το άτομο να χρειασθεί υποστήριξη με αναπνευστική συσκευή. Και ότι άλλη υποστήριξη χρειάζεται αν έχουν προσβληθεί άλλα όργανα. Το άτομο πρέπει να απομονωθεί και να μην έρχονται σε επαφή μαζί του άλλα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν κάνει εμβόλιο, ειδικά τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι.

Επίσης ο γιατρός πρέπει να ενημερώσει τις τοπικές αρχές και να λάβουν προληπτική θεραπεία όλα τα μέλη της οικογένειας. Άμεση νοσηλεία και η έγκαιρη παρέμβαση θα επιτρέψουν στον ασθενή να ανακάμψει. Όμως θα χρειαστεί ξεκούραση στο κρεβάτι για 4 έως 6 εβδομάδες. Η ξεκούραση είναι ιδιαίτερα σημαντική αν έχει αναπτύξει μυοκαρδίτιδα (φλεγμονή του καρδιακού μυός) που είναι επιπλοκή της διφθερίτιδας. Το άτομο που έχει αναρρώσει θα χρειαστεί να κάνει όλο το πρόγραμμα του εμβολιασμού, γιατί το να προσβληθεί κάποιος από διφθερίτιδα, δεν αποτελεί εγγύηση για την υπόλοιπη ζωή του. Ασφαλώς πρέπει να καλέσετε το γιατρό σας αμέσως αν έχετε την παραμικρή αμφιβολία ή ανησυχία. Όμως να θυμάστε ότι ο πονόλαιμος δεν είναι απαραίτητα διφθερίτιδα, ιδίως στις χώρες όπου ο εμβολιασμός είναι υποχρεωτικός. Συμπέρασμα: τα εμβόλια σώζουν ζωές.

Για κανένα λόγο δεν πρέπει να τα παραμελήσουμε, εκτός βέβαια και αν υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Ο γιατρός μας είναι ο μόνος ειδικός για να μας συμβουλέψει.