«Το καθημερινό τηλεφώνημα με τη μητέρα μου έγινε αγαπημένη συνήθεια»

Καθώς μεγαλώνουμε ανυπομονούμε να ανοίξουμε τα φτερά μας, να φύγουμε απ’ το πατρικό μας και να γίνουμε ανεξάρτητοι. Καμιά φορά, αυτό μας συνεπαίρνει τόσο που ξεχνάμε ότι οι γονείς μας έχουν την ανάγκη να γνωρίζουν πώς περνάμε και πώς είμαστε, αλλά και να μας νιώθουν δίπλα τους σε περίπτωση που χρειαστούν εκείνοι τη βοήθειά μας. Αυτή η κοπέλα που μιλά κάθε μέρα με τη μαμά της στο τηλέφωνο μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.

«Σήμερα το πρωί, καθώς περπατούσα προς τη σχολή μου, ξεχάστηκα, άλλαξα διαδρομή και βρέθηκα να περιπλανιέμαι στους τριγύρω δρόμους. Το έκανα συνειδητά, επειδή δεν ήθελα να κλείσω το τηλέφωνο. Μιλούσα με τη μητέρα μου και τα λέγαμε τόσο ωραία, που ήθελα να κρατήσει κι άλλο η συνομιλία μας. Σκεφτείτε να μη μιλούσαμε κάθε μέρα.

Όχι ότι κάναμε καμιά βαριά κουβέντα: τι φοράει η αδερφή μου στο σχολείο τώρα που ξεπετάγεται, τι θα κάνω το βράδυ με τις φίλες μου και τέτοια… Άλλες φορές, βέβαια, μιλάμε για πιο σοβαρά θέματα: τη φοιτητική μου ζωή, τη δική της ζωή χωρίς εμένα στο σπίτι, αυτά που θέλει να κάνει πριν μεγαλώσει πολύ, αυτά που θέλω να κάνω μόλις τελειώσω τις σπουδές μου κλπ. Δεν έχει σημασία, όμως. Το σημαντικό είναι ότι μιλάμε.

Στην αρχή, με έπαιρνε κάθε μέρα από ανησυχία κι εγώ την έπαιρνα από νοσταλγία. Φυσιολογικό, για κάποιον που βρίσκεται ξαφνικά να ζει μακριά απ’ το σπίτι που μεγάλωσε – σε άλλη πόλη – και απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο καιρός, όμως, πέρασε, εκείνη ηρέμησε κι εγώ προσαρμόστηκα, αλλά το καθημερινό μας τηλεφώνημα μας έγινε αγαπημένη συνήθεια – ιεροτελεστία, καλύτερα.

Στις φίλες μου φαίνεται λίγο περίεργο το πόσο συχνά μιλάμε με τη μητέρα μου. “Μα τι λέτε;” με ρωτάνε κάθε φορά που χάνομαι απ’ την παρέα για κανένα εικοσάλεπτο με μισάωρο. “Δεν πιστεύω να της λές τα δικά μας;” αστειεύονται. Όχι ότι κι εκείνες δεν το κάνουν, αλλά ίσως το κάνουν πιο διαδικαστικά ή, απλώς, δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Άλλες πάλι, μιλάνε με τους δικούς τους 2-3 φορές την εβδομάδα και είναι οκ. Όταν το ανέφερα στη μάνα μου, μου αποκάλυψε ότι κι αυτή μιλούσε κάθε μέρα με τη γιαγιά μου, πριν εκείνη αρρωστήσει. Ίσως είναι στα γονίδια!

Τη γιαγιά μου τη χάσαμε πρόσφατα ύστερα από έναν δεκαετή αγώνα με μια ασθένεια που την άφησε σχεδόν φυτό. Σ’ αυτό το διάστημα είδα τη μητέρα μου να προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει αυτή την αδιάκοπη επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους ζωντανή. Με νεύματα, ήχους, αγγίγματα και βλέμματα, έστω. Και η γιαγιά μου ανταποκρινόταν όπως μπορούσε, αλλά μας είχε κοστίσει πολύ ότι δεν ήταν πια δυνατόν ν’ ακούσουμε τα τρυφερά λόγια και τη βελούδινη φωνή της.

Είδα τις δυο τους να αναπτύσσουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας, το αποτέλεσμα μιας αμοιβαίας προσπάθειας να συνεχίσουν να επικοινωνούν, να νιώθει η μία αυτό που αισθάνεται η άλλη. Και θυμάμαι πόσο ανακουφιστικό ήταν για τη μητέρα μου όταν η γιαγιά μου της έσκαγε ένα απλό, σύντομο χαμόγελο.

Μέσα απ’ αυτήν τη δυσάρεστη οικογενειακή εμπειρία, γνώρισα καλύτερα και τη μητέρα μου. Την είδα να νοιάζεται για τη μάνα της σε βαθμό που προσπαθούσε να ικανοποιήσει όλες εκείνες τις επιθυμίες της που παλιά την ενοχλούσαν αφάνταστα – π.χ. να ισιώνει κάθε κάδρο του σπιτιού. Ήταν ένας τρόπος να κρατήσει τη μαμά της ζωντανή, τη φωνή της να αντηχεί κατά μήκος του σπιτιού, όσο εκείνη αργόσβηνε.

Συγκινούμαι κάθε φορά που το σκέφτομαι, γιατί συνειδητοποιώ ότι ο δεσμός τους παρέμεινε το ίδιο δυνατός μέχρι το τέλος που η επικοινωνία ήταν πια αδύνατη, παρά μόνο με μεταφυσικό τρόπο – κι έτσι μόνο εξηγείται ότι έμοιαζαν να επικοινωνούν ακόμη.

Γι’ αυτό θα ξαναπάρω τη μητέρα μου αύριο. Και μεθαύριο. Και θα περάσουμε ένα μισάωρο γελώντας, μαλώνοντας για ασήμαντα πράγματα, κουτσομπολεύοντας τον πατέρα μου και όποιον άλλον θυμηθούμε.

Μαθαίνοντας η μία τι συμβαίνει στη ζωή της άλλης, δυναμώνοντας την υπέροχη σχέση μας και διατηρώντας την επικοινωνία μας ζωντανή.»

Πηγή: slate.com