Το σύνδρομο υπερκόπωσης στα παιδιά

Συναντάμε αρκετές φορές παιδιά με συνοφρυωμένο, μελαγχολικό προσωπάκι, βαριεστημένο ύφος και εξαντλημένη παρουσία. Είναι η εικόνα του «συνδρόμου». Δεν πρόκειται βεβαίως για κάποιο ιατρικό, οργανικό σύνδρομο, αλλά για φαινόμενο το οποίο προκύπτει από τις υπερβολικές και κάποιες φορές παράλογες απαιτήσεις και προσδοκίες που έχουν οι γονείς από τα παιδιά τους.

To συναντάμε σε όλες σχεδόν τις ηλικίες αλλά είναι πιο συχνό σε παιδιά του Δημοτικού μιας και μεγαλώνοντας αντιδρούν πλέον όλο και πιο έντονα στις απαιτήσεις των γονιών τους και επιβάλλουν ευκολότερα τα δικά τους «θέλω».

Οι αρνητικές συνέπειες της πίεσης και της καταπίεσης είναι πλέον γνωστές σε όλους μας. Όταν τα παιδιά πιέζονται ή και καταπιέζονται για να λειτουργήσουν στο διάστημα της ημέρας ή και της εβδομάδας σε κάποιες δραστηριότητες, το αποτέλεσμα είναι να βαριούνται, να αποθαρρύνονται και να γίνονται αρνητικά σε οτιδήποτε τους προτείνουμε.

Κύριο αποτέλεσμα της υπερκόπωσης από ένα «φορτωμένο» πρόγραμμα, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και δραστηριότητες που δεν τους είναι ευχάριστες, είναι η μείωση της αυτοεκτίμησης, της αυτοπεποίθησης και της αυτο-αξίας. Τα παιδιά πιστεύουν ότι η κόπωση που αισθάνονται πηγάζει από τον μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων τις οποίες καλούνται να ακολουθήσουν, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε «αποτυχία», με αποτέλεσμα να σταματούν την προσπάθεια.

Κύριο αίτιο της «υπερκόπωσης» είναι οι υπερβολικές προσδοκίες των γονιών, οι οποίες είναι πολλές φορές διαφορετικές από αυτές των παιδιών. Αρχικά, πρέπει οι γονείς να αναγνωρίσουν τις αξίες των παιδιών τους ως πραγματικές αξίες, καθώς και τις ανάγκες τους ως πραγματικές ανάγκες.

Επιβάλλεται, λοιπόν, οι γονείς να προσεγγίσουν τα παιδιά και νά επικοινωνήσουν μαζί τους με σκοπό να κατανοήσουν τις αξίες, τις προσδοκίες, αλλά και τις προτιμήσεις τους αναφορικά με τις διάφορες ασχολίες, είτε πρόκειται για απόκτηση γνώσης είτε για ανάπτυξη κάποιας δεξιότητας. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρξει συμφιλίωση των πιθανώς συγκρουόμενων προσδοκιών.

Συμπεριφορά – κλειδί
Οι γονείς δεν θα πρέπει να εγκλωβίζονται στην εικόνα του σούπερ-παιδιού που υπακούει στις υπερβολικές απαιτήσεις τους. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναγάγουν τις απαιτήσεις τους στα μέτρα των παιδιών τους, ακολουθώντας τον ατομικό ρυθμό ανάπτυξης τους. Έτσι, σύμφωνα με τους κανόνες της εργονομίας, θα πρέπει να γίνουν σεβαστές οι ανάγκες του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία του, σε ύπνο, ανάπαυση και ψυχαγωγία.

Σημαντικό σ’ αυτό το σημείο είναι να αναφερθεί ο ρόλος της ενθάρρυνσης και του επαίνου από τους γονείς, καθώς αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη θετικής συμπεριφοράς, μειώνοντας σημαντικά τις αρνητικές επιδράσεις των πολλαπλών δραστηριοτήτων.

O έπαινος είναι ένα είδος ανταμοιβής, ο οποίος κινητοποιεί και καλλιεργεί το αίσθημα του ανταγωνισμού, όμως σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει το παιδί να συμπεράνει ότι η αξία του εξαρτάται από τη γνώμη των άλλων. H ενθάρρυνση, από την άλλη, βοηθά το παιδί να πιστέψει στον εαυτό του και τις ικανότητες του, να δεχτεί και να αποδεχτεί τα λάθη του, να μάθει από αυτά και να συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν είναι τέλειος (ανακαλύπτει τα δυνατά του σημεία αλλά και τις αδυναμίες του).

Τελικός σκοπός είναι να γίνει το παιδί ικανό να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες. Ενθάρρυνση σημαίνει αποδοχή του παιδιού όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι, εκτίμηση της όποιας συνεισφοράς του και αναγνώριση της προσπάθειας και της βελτίωσης του, και όχι συνεχής απαίτηση για επιτυχίες.

Οι γονείς στη σύγχρονη κοινωνία θα πρέπει να ισορροπήσουν ανάμεσα στην πειθαρχία και τον υπερβολικό φιλελευθερισμό.

Ας «αφουγκραστούμε» τα παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να μάθουν να «αφουγκράζονται» τα παιδιά τους δείχνοντας σεβασμό στις προτιμήσεις τους. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα για παρατήρηση, σύγκριση, διερεύνηση, πειραματισμό και εξάσκηση των δεξιοτήτων τους.

Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι η προσέγγιση κάθε δραστηριότητας ακολουθεί ορισμένα στάδια. Στην αρχή, υπάρχει ο ενθουσιασμός, ακολουθεί το στάδιο γνωριμίας με τη δραστηριότητα, έπειτα, μπορεί να υπάρξει αμφιταλάντευση ή είναι πιθανόν το παιδί να την απομυθοποιήσει, να τη βαρεθεί ή να αντιληφθεί ότι δεν το ενδιαφέρει, H πρώτη αντίδραση των γονέων θα πρέπει να είναι η ενθάρρυνση, η παρότρυνση και η εξήγηση, ενδεχομένως, ότι κάθε ασχολία και κάθε δραστηριότητα έχει κάποιο σημείο ανιαρό, όμως σίγουρα στο τέλος θα υπάρξει ευχαρίστηση και ικανοποίηση.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετές φορές δεν είναι η ίδια η δραστηριότητα η οποία προβληματίζει, αποθαρρύνει ή απλώς δεν ταιριάζει στο παιδί, αλλά κάποια διαπροσωπική εμπλοκή, η οποία μπορεί να είναι σε επίπεδο συνομηλίκων (κάποιο παιδί είναι βίαιο ή επιθετικό σε λεκτικό ή σωματικό επίπεδο μαζί του) ή σε επίπεδο ενηλίκων (ο δάσκαλος της μουσικής είναι επιθετικός ή δεν πλησιάζει με κατάλληλο τρόπο το παιδί ή υπάρχει υπερβολική αυστηρότητα).

Για τον λόγο αυτόν, όταν ένα παιδί αντιδρά αρνητικά αναφορικά με κάποια δραστηριότητα, πρέπει οι γονείς να συζητούν ήρεμα, διεξοδικά και αναλυτικά μαζί του, για το τι ακριβώς το ενοχλεί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Σε περίπτωση που το παιδί συνεχίζει να έχει αρνητική στάση, οι γονείς οφείλουν να σεβαστούν την άποψη του, τη βιωματική του σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και πολύ απλά να τη διακόψει, αφήνοντας πάντα ένα ανοιχτό «παράθυρο» να ασχοληθεί μαζί της αργότερα ή σε μεγαλύτερη ηλικία.

Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παιδική ηλικία είναι μια ηλικία όπου ο ελεύθερος χρόνος για παιχνίδι και «ξεγνοιασιά» είναι αξία πολύτιμη και ανεκτίμητη.

της Ελίνας Γκίκα, Κλινική Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

Πηγή: schoolcosmos.wordpress.com